Έχοντας μόλις βγει από τη διαδικασία συγγραφής του δεύτερου βιβλίου μου (Μάθε, παιδί μου, γράμματα!), θεώρησα -όσο θλιβερό κι αν φαίνεται για ένα εξαιρετικά λογικό ον- ότι είχα κάθε δικαίωμα στην τεμπελιά, την πλήρη και εξωφρενικά ανιαρή αδράνεια. Το βιβλίο βρίσκεται πια στα χέρια ή πιο σωστά στα συρτάρια ή και στα ράφια του εκδοτικού οίκου περιμένοντας -υπομονετικά ελπίζω- την κυκλοφορία του στην αγορά.
Ήταν μια υπέροχη περίοδος. Άκουσα πολύ όμορφα λόγια, ακόμα και πλήρεις όμορφες φράσεις για τη δουλειά μου. Αυτό, όμως, ήταν πρόβλημα! Γιατί, όσο ξετσίπωτος κι αν δείχνω ενίοτε, η επιβράβευση των άλλων με κάνει να ντρέπομαι και να κοκκινίζω κιόλας. Η μάνα μου άλλωστε πάντα μου το έλεγε: «Ε, άμα ντρέπεσαι να βάλεις μια σήτα (που είναι το λεπτό κόσκινο)»! Αυτό, όμως, δεν το κατάλαβα ποτέ, γιατί το να κυκλοφορώ με μια σήτα στα μούτρα μάλλον θα με έκανε να ντρέπομαι ακόμα περισσότερο!
Η δυσκολία αποδοχής χωρίς ενδοιασμούς επαίνων ήταν και η αφορμή για να πιάσω και πάλι μολύβι και χαρτί ή για την ακρίβεια, πληκτρολόγιο και ποντίκι. Λοιπόν, σε κάποιο σημείο του βιβλίου μου αναφέρομαι στην ευθύνη της συνεχούς και αδικαιολόγητης επιβράβευσης στη δημιουργία βλαμμένων παιδιών που διαθέτουν υψηλή αυτοϊδέα ενώ στην πραγματικότητα χαρακτηρίζονται από αχαρακτήριστη βλακεία και γράφω το εξής: «Τέτοια παιδιά μεγαλώνουν σ’ ένα περιβάλλον που τα θεωρεί, από τη στιγμή της γέννησής τους, θαύμα της φύσης μεγαλύτερο κι από τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας και την πυραμίδα του Χέοπα. «Μπράβο μπούλη/α που γεννήθηκες!», ή «Βρε μπαγασάκο πόσα πολλά κουραδάκια έκανες!» ή «Τι κόκκινα και γλιτσερά που είναι τα σπυράκια της εφηβείας σου;» είναι ορισμένες μόνο από τις πολλές, άσκοπες και χαζές επιβραβεύσεις με τις οποίες μεγαλώνουν τέτοια παιδιά».
Κάποιοι θεωρούν τη συγκεκριμένη θέση υπέρμετρα σκληρή, απόλυτη και έξω από τα αποδεκτά όρια. Η ιδιαιτέρως βαρετή αντίδραση τέτοιων ανθρώπων συνοψίζεται στη φαιδρότητα: «Ε βρε, παιδιά είναι. Τη θέλουν την επιβράβευση»! Προσωπικά σε καμιά περίπτωση δεν ένιωσα καν την ανάγκη να προβληματιστώ πάνω σ’ αυτό. Προτιμώ να με θεωρούν απόλυτο από το να συμβιβάζομαι με τη βλακεία και να συμμαχώ με την άγνοια. Δηλαδή, να δεχτώ τι; Ότι πρέπει να επιβραβεύω κάποιον - και παιδί έστω - επειδή απλώς ... υπάρχει ή επειδή φάνηκε εντάξει στη σωματική ανάγκη του;
Δηλαδή, άμα δεν επαινώ ένα άτομο -ανεξάρτητα από την ηλικία του- επειδή υπάρχει, ενισχύω την πιθανότητα αυτοκτονίας του ή της πορείας του προς τα ναρκωτικά; Επειδή δεν δίνω τα εύσημα στο παιδί που μόλις έκανε την ανάγκη του, προκαλώ τον κίνδυνο αυτό (το παιδί) να σκάσει αρνούμενο να επισκεφτεί ξανά το WC ως αντίδραση στην αδιαφορία μου; Και τελικά άμα τον επαινέσω τον μπούλη επειδή υπάρχει, τι θα πρέπει να κάνω όταν θα μάθει να φτύνει το κουκούτσι του σταφυλιού χωρίς να πνίγεται; Ε, τι θα κάνω τότε; Θα φωνάξω τους αδελφούς Κατσάμπα και θα στήσω πανηγύρι τρελό; Νομίζω ότι αυτά είναι ανοησίες. Είμαι υπέρ του επαίνου. Αναγνωρίζω την ανάγκη επιβράβευσης των ανθρώπων αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάθε επιτυχή αναπνοή τους (εισπνοή ή εκπνοή αδιάφορο) θα εκστομίζω ένα «μπράβο»!
Η αναγνώριση χρειάζεται σε όλους μας αλλά για να αξίζει και να διαδραματίζει θετικό ρόλο, είναι ανάγκη να μη σπαταλιέται. Ο έπαινος δεν μπορεί να αναφέρεται στα αυτονόητα. Έχει αξία, ευνοεί την προσπάθεια, προσφέρει ικανοποίηση, όταν δεν ξοδεύεται ασύστολα σε ανούσια και δεδομένα αλλά όταν πηγάζει από το θαυμασμό ή την έκπληξη που προκαλούν ενέργειες, επιλογές, συμπεριφορές, επιδόσεις που κινούνται έξω από τα συνηθισμένα, που ξεφεύγουν από τα όρια, που υπερβαίνουν τις δεδομένες ευθύνες που έχει αναλάβει κάποιος. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο έπαινος χάνει την αξία του και η προσφορά του εκμηδενίζεται.
Για παράδειγμα, δουλειά του πολιτικού δεν είναι να διαχειρίζεται προβλήματα και να οδηγεί σε πρόοδο μια χώρα; Αν το καταφέρνει, δεμ χρειάζεται «μπράβο», γιατί απλώς αυτή είναι η δουλειά του! Δουλειά του μαθητή δεν είναι να διαβάζει; Αν το κάνει, δεν χρειάζεται την καθημερινή και συνεχή επιβράβευση, γιατί με απλά λόγια αυτό πρέπει να κάνει! Δουλειά του εκπαιδευτικού δεν είναι να κάνει αποδοτικό μάθημα. Αυτή είναι η ευθύνη του και δεν χρειάζεται να τον επιβραβεύει κανείς, γιατί είναι ευθύνη που έχει αναλάβει απέναντι στον εαυτό του και τους άλλους και μάλιστα επί πληρωμή. Ο έπαινος ανήκει σε όσους προσπαθούν συνεχώς και υπερβαίνουν τα δεδομένα. Οι λάτρεις του αυτονόητου δεν τον αξίζουν.
Ακόμη και η πιθανότητα οποιασδήποτε αμφιβολίας για την ορθότητα της θέσης μου εξανεμίστηκε όταν πρόσφατα σε κείμενο, όπου ο Umberto Εco αναφερόταν στις επιρροές που δέχτηκε από το δάσκαλό του της μουσικής, διάβασα: «Στις 5 Φεβρουαρίου 1945, πήγα με ενθουσιασμό και του είπα «σήμερα γίνομαι 13 χρόνων». Εκείνος μου απάντησε με ύφος βλοσυρό: «Δεκατρία χρόνια κατασπαταλημένα». Τι ήθελε να πει; Ότι δεν πρέπει να προσβλέπω σε επαίνους επειδή απλώς και μόνο ικανοποιώ το βιολογικό μου καθήκον; Πιστεύω ότι γνώριζε και μου δίδαξε ότι ένας δάσκαλος πρέπει πάντα να σπέρνει αμφιβολίες στους μαθητές του. Έπειτα από αυτό ήμουν πάντα φειδωλός στους επαίνους με εκείνους που τους περίμεναν από εμένα και αποφάσισα να εκφράζω την επιδοκιμασία μου με το να μην κάνω επιπλήξεις. Αν δεν επιπλήττω κάποιον, σημαίνει ότι αυτός ενήργησε σωστά».
* Ο Σωτήρης Ζάχος είναι καθηγητής στο φροντιστήριο «άποψη»
http://sotiriszachos.blogspot.com