Η Οσία και μάρτυρας Φιλοθέη, η χαρακτηριζόμενη και ως Αθηνιώτισσα κυρά, διακρινόταν από την παιδική της ηλικία για τα φιλάνθρωπα αισθήματά της και γενικότερα για την ακράδαντη πίστη στον Χριστό και την αγάπη της προς το σκλαβωμένο γένος, για το οποίο εργάστηκε με αυτοθυσία σ’ ολόκληρη τη ζωή. Εξαιτίας δε των πολλών αρετών, αλλά και των γιγάντιων κόπων της και του μαρτυρικού σχεδόν θανάτου της, έγινε για όλους τους συγχρόνους της η κυρά των Αθηνών, ενώ και από την Εκκλησία αναγνωρίστηκε ως αγία και νεομάρτυς, «ότι εβίωσε σεμνώς και μετήλλαξε το ζην αθλήσει καν μαρτυρίω». Από τα διάφορα δε περιστατικά της ζωής της λάμπουν σαν διαμάντια πνευματικά εκείνα που την κοσμούσαν, ώστε να λάμπει «ως αστήρ φαεινότατος εν τω σκότει» της Τουρκορκατίας, ήταν τα πιο κάτω:
α) Η ακατάβλητη υπομονή της
Η Οσία Φιλοθέη γεννήθηκε το 1522 στην Αθήνα και κατά τη βάπτισή της ονομάστηκε Παρασκευή (χαϊδευτικά Ρεβούλα). Παντρεύτηκε δε το 1536, σε ηλικία 14 ετών, εξαιτίας των κινδύνων που διέτρεχαν τότε τα κορίτσια από τους Οθωμανούς κατακτητές. Στο γάμο της δε εκείνο, το αρχοντοκόριτσο των Μπενιζέλων δεν βρήκε, δυστυχώς, καμία ευτυχία, εξαιτίας του πολύ δύστροπου χαρακτήρα του συζύγου της, Γεωργίου Πλατυπόδη, που ήταν προεστός της Αθήνας, γιατί κάθε τόσο την ξυλοφόρτωνε άδικα για τις καλοσύνες που εκείνη έκανε. Παρά την κακομεταχείρισή της, όμως, η Ρεβούλα έδειχνε ακατάβλητη υπομονή, καταφεύγοντας στις προσευχές και στις μελέτες των Γραφών και των βίων των Αγίων, που γλύκαιναν τους πόνους της, ενώ ταυτόχρονα της έδιναν κουράγιο και δύναμη στο να συνεχίζει τη φιλανθρωπική δράση της. «Εν τη υπομονή υμών, διάβαζε άλλωστε στο ιερό Ευαγγέλο, κτήσασθε τας ψυχάς υμών» (Λουκά 21, 19). Με την υπομονή σας, δηλαδή, θα σωθείτε. Για το λόγο αυτό και η Ρεβούλα στεκόταν σε όλες τις δυσκολίες ακατάβλητη, ως «άκμων τυπτόμενος», γιατί ήθελε σαν Χριστιανή να μιμείται τον Κύριο, που «υπέμεινε σταυρόν» για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Η δε Ρεβούλα, λέγει για τούτο ο βιογράφος της, υπομένουσα ένα τοιούτον τύραννον και όχι ομόζυγον, επραγματεύετο παντοιοτρόπως την σωτηρίαν και την διόρθωσίν του».
«Έχαιρες τη ελπίδι, υπομένουσα θλίψεις, λέγει για τούτο στα πιο πάνω ο υμνογράφος, χρείαις δε των αγίων εν σπουδή εκοινώνεις».
β) Η φιλοστοργία της
Ύστερα από τρία χρόνια υπομονής, όμως, ο σύζυγος της Ρεβούλας αιφνίδια εκοιμήθη, ενώ εκείνη ξαναγύρισε στο πατρικό σπίτι των Μπενιζέλων, όπου οι γονείς της την προέτρεπαν να ξαναπαντρευτεί, για να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Η Ρεβούλα, όμως, που είχε γνωρίσει τα «καλά» του γάμου, είχε πάρει πια τις αποφάσεις της, πιστεύοντας ότι «τίποτε δεν σώζει τον άνθρωπο, εξόν από την πίστη του και τη φιλανθρωπία». Τις αποφάσεις της δε αυτές τις φανέρωσε και στους γονείς της, λέγοντας ότι «ο γάμος πια ήταν έξω από το δρόμο της και ότι τώρα θα έπραττε εκείνο για το οποίο την προόρισε ο Θεός». Δεν έπρεπε, όμως, να στενοχωριούνται, γιατί δεν θα τους άφηνε αβοήθητους, μέχρι να κλείσουν τα μάτια τους στον κόσμο αυτό.
- «Μη φοβάσαι», είπε χαρακτηριστικά στη μητέρα της, «δεν θα φύγω από τώρα. Είμαι ευτυχισμένη κοντά σας, ενόσω μ’ αφήνετε να κάνω το χρέος μου». Και αυτό ακριβώς έκανε. Για 10 ολόκληρα χρόνια, δηλαδή, γηροκόμησε τους γονείς της, σαν φιλόστοργη κόρη, ενώ ταυτόχρονα, κατά το βιογράφο της, «ήρξατο εν ταπεινοφροσύνη πνεύματος ασκητικωτέρας διαγωγής, νηστείαις, αγρυπνίαις και προσευχαίς σχολάζουσα». Έχοντας, δηλαδή, τη Χάρη του Θεού μέσα της, σκόρπιζε, σαν άνθος ευώδες, την ευωδία της αγνής ζωής και της ανεξάντλητης και ταπεινής αγάπης της «εν τοις σωζομένοις και εν τοις απολλυμένοις» (2 Κορ. β’ 15).
«Έδωκεν, εσκόρισε τον πλούτον άπαντα χαίρουσα, λέγει για τούτο ο υμνογράφος της Εκκλησίας, Θεώ γαρ εδάνειζε δωρεάν διδούσα τοις πένησιν, όθεν και πλουσίως τη Φιλοθέη ο Σωτήρ την θείαν Χάριν ανταποδέδωκε».
γ) Ο αποφασιστικός και δυναμικός χαρακτήρας της
Ύστερα δε και από την κοίμηση των γονέων της, η τριαντάχρονη σχεδόν Ρεβούλα αποφάσισε πια να πραγματώσει τα σχέδιά της. Για το σκοπό αυτό, δηλαδή, αγόρασε στην αρχή μια γειτονική στο αρχοντικό της περιοχή της Πλάκας, όπου υπήρχε και ένα ναΰδριο του Αποστόλου Ανδρέα. Στην τοποθεσία δε εκείνη άρχισε το 1550 να οικοδομεί τα πρώτα κελιά, που σιγά - σιγά συγκρότησαν το μοναστήρι της, στο οποίο εγκαταστάθηκε μαζί με κάποιες από τις γυναίκες του σπιτιού (= πρώην θεραπαινίδες) και κάποιες φίλες της. Κοντά δε σ’ αυτές συγκεντρώθηκαν πολύ γρήγορα περισσότερες από 150 μοναχές και δόκιμες, που προσεύχονταν ακατάπαυστα, ενώ ταυτόχρονα εργάζονταν στα εργαστήρια που είχε ιδρύσει εκεί η Αγία, και στα φιλανθρωπικά ιδρύματα που περιέβαλαν τον παρθενώνα της. Τα κυριότερα δε από τα ιδρύματα αυτά, που υπενθυμίζουν τη Βασιλειάδα του Μ. Βασιλείου, ήταν ο Ξενώνας, στον οποίο οι μοναχές προσπαθούσαν να ξεκουράζουν τους ξένους, η τεράστια τράπεζα, στην οποία μπορούσε να παρακαθήσει κάθε πεινασμένος, το Γηροκομείο για τα εγκαταλελειμμένα γηρατειά και, προπάντων, τα σχολεία, στα οποία τα Ελληνόπουλα μάθαιναν τα ελληνικά γράμματα και διάφορες τέχνες, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούνταν και στα χριστιανικά ήθη.
Ψυχή δε όλων των μοναζουσών και των ιδρυμάτων ήταν η ίδια η Αγία, που με όλα τα πιο πάνω και με τα πολλά μετόχια της Μονής ακτινοβολούσε, σαν φάρος ολόφωτος, προς όλες τις κατευθύνσεις, γεμίζοντας με ελπίδες και ζεσταίνοντας πνευματικά τις καρδιές των ραγιάδων.
«Η Χάρις του Θεού, η σωτήριος πάσι, λέγει για τούτο ο υμνογράφος, εποίησε μονήν παρά σοι, Φιλοθέη, και γέγονας παράδεισος αρετής και σεμνότητος».
δ) Η ιεραποστολική δράση της
Εκεί, όμως, που φάνηκε ιδιαίτερα η αγάπη τής Αγίας, ήταν η φροντίδα της για την προστασία των καταδιωγμένων από τους Τούρκους γυναικών. Για το σκοπό αυτό η Αγία εμψύχωνε πρωταρχικά τις μοναχές και τις δόκιμες, ατσαλώνοντας τη θέλησή τους με το πνεύμα της θυσίας και της ιεραποστολής. «Τούτο το ράσο οπού φοράμε, αδελφές μου, έλεγε κάθε τόσο, δεν το φοράμε για να κάνουμε μονάχα μετάνοιες και... προσευχές, αλλά και για να συντρέχουμε ταυτόχρονα τους ραγιάδες και τις ραγιάδισσες..., γιατί ο Κύριός μας το ’πε παστρικά να εβγούμε στο μεγάλο χρέος και να λυτρώσουμε τις ψυχές» (Δ. Φερούση, Φιλοθέη Μπενιζέλου, Η Αθηνιώτισσα κυρά, Αθήνα 1982, σ. 143 - 144). Τα πιο πάνω δε λόγια πετύχαιναν τότε καίρια στο σκοπό τους. Για τούτο όλες εκείνες που την άκουγαν εμπνέονταν, ώστε να δίνουν καθημερινά τη μάχη τους, εργαζόμενες διπλά, άλλοτε δηλαδή με τις προσευχές και τις πνευματικές ασκήσεις τους και άλλοτε πάλι με την αυτοθυσία που έδειχναν στα φιλανθρωπικά ιδρύματα, στα σχολεία και στα μετόχια, ενώ προστάτευαν ιδιαίτερα τις κατατρεγμένες γυναίκες, που κατέφευγαν κοντά τους, γλιτώνοντας αυτές από τα νύχια των Οθωμανών και βαπτίζοντας κρυφά τις αβάπτιστες.
«Χαίροις των Αθηνών η λαμπάς, λέγει για τούτο ο εγκωμιαστής της υμνογράφος, η εν τω βίω καιομένη και φαίνουσα η πίστιν δι’ ευποιίας και διά βίου αγνού τας προς σε φοιτώσας εκδιδάσκουσα, τροφός τούτων γέγονας και προστάτις και στήριγμα, διωκομένων ασφαλές καταφύγιον».
ε) Τα παθήματά της για τον Χριστό και η κοίμηση
Όσο, όμως, μεγάλωνε η δραστηριότητα της Αγίας για τη στήριξη των Χριστιανών και ιδιαίτερα των Ελληνίδων, άλλο τόσο μεγάλωνε και το μίσος των Τούρκων εναντίον της. Όταν, μάλιστα, πληροφορήθηκαν οι κατακτητές ότι η Αγία είχε καταστήσει Χριστιανές κάποιες σκλάβες δικές τους, το μίσος τους φούντωσε τόσο, ώστε να αποφασίσουν κάποιοι παρευθύς τη θανάτωσή της. Για το σκοπό δε αυτό, στον οποίο πρωτοστάτησε δυστυχώς ο ίδιος ο βοεβόδας (= διοικητής) της Αθήνας, οι φανατικοί Οθωμανοί πλήρωσαν κάποιους πέντε ομοθρήσκους τους δολοφόνους να θανατώσουν την Αγία κρυφά. Οι πέντε εκείνοι δολοφόνοι άρπαξαν ένα βράδυ την Αγία, κατά την ώρα μιας αγρυπνίας στο ναό του Αγίου Ανδρέα στα Πατήσια, και δένοντας αυτήν σε μια κολόνα του ναού, άρχισαν να την κτυπούν ανελέητα μέχρι θανάτου, αποδεικνύοντας την κακουργία τους. Όταν δε κουράστηκαν πια να την κτυπούν, την έλυσαν και εξαφανίστηκαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, αφήνοντας αυτήν «ημιθανή», σαν τους ληστές τής παραβολής.
Ύστερα από τα πιο πάνω, η Αγία έζησε για πεντέμισι μήνες στην Καλογρέζα, προσευχόμενη με ανεξικακία για τη συγχώρηση και των δημίων της. Παρέδωσε δε την ψυχή της στον Κύριο στις 19 Φεβρουαρίου του 1589. Άφησε, όμως, πίσω της όχι μονάχα το ιερό λείψανό της, που φυλάσσεται στο Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, αλλά και το άγιο παράδειγμα της χριστιανής γυναίκας και της υποδειγματικής μοναχής σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής και της φιλανθρωπίας.
«Αθηναίων η πόλις η περιώνυμος, λέγει για τούτο ο υμνογράφος, Φιλοθέην τιμά την οσιομάρτυρα, και ασπάζεται αυτής το θείον λείψανον...».
Από όλα δε τα πιο πάνω φάνηκε για λίγο το τι κατορθώνει το θάρρος μιας Ρωμιάς, όταν, κατά τον Δ. Φερούση, «τη φλογίζει μέσα της η πίστη, η γενναιότητα, το όραμα κάποιου ευγενικού για το κοινό όφελος σκοπού (Όπ. π. 162). Σαν την Οσία Φιλοθέη, που εκπροσωπούσε στην εποχή της ολάκερο το γένος, πρέπει να γίνονται και σήμερα οι πιο γενναίες Χριστιανές, ώστε να λάμπουν σαν μια λαμπάδα, «καιομένη και φαίνουσα». Αυτό, άλλωστε, συμβούλευε και η ίδια η Οσία πριν να πεθάνει, λέγοντας: «Αγωνισθείτε, όσον δύνασθε, να φανείτε ευάρεστες στον Θεό και Αυτός θέλει σας κυβερνάει πάντοτε και θα σας αποδώσει μία ημέρα ‘‘τον στέφανον της ζωής’’».
«Αγωνισθείτε να ζήσετε σαν αληθινές Χριστιανές, με σωφροσύνη και ανδρεία, γιατί αυτό θέλει από όλες σας ο Θεός, να μη σβήνει ημέρα και νύχτα ο λύχνος της καλοσύνης σας».
«Κρατήστε ψηλά τη σημαία της πίστης και τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας».