Γίναμε όλοι θεατές πρόσφατα των αγροτικών κινητοποιήσεων.
Κανένας δεν αμφισβητεί τα δίκαια αιτήματα των αγροτών. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι αποτελεί υπερβολή πως ο αγροτικός κόσμος της χώρας αντιμετωπίζει πλέον σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Είναι επίσης αποδεκτό από όλους ότι ο κόσμος αυτός έχει εγκαταλειφθεί τα τελευταία χρόνια στη μοίρα του. Μόνο που η μοίρα του και όσα αυτή επιφύλασσε, τελικώς αποδείχτηκε ότι σε μεγαλύτερο βαθμό εξαρτώνταν απ’ τους πολιτικούς ταγούς της πατρίδας μας που διαχειρίστηκαν τα αγροτικά ζητήματα, παρά απ’ τους ίδιους τους αγρότες μας. Ήταν εν πολλοίς αν όχι εξ ολοκλήρου αποτέλεσμα της έλλειψης εθνικής αγροτικής πολιτικής και της διαπραγματευτικής ανεπάρκειας όσων είχαν τις τύχες των αγροτικών μας προϊόντων (μαζί μ’ αυτές και τις ζωές όσων τα καλλιεργούσαν) στα χέρια τους. Ήταν αποτέλεσμα ανυπαρξίας σχεδιασμού, αδυναμίας χάραξης πολιτικών ανάπτυξης της υπαίθρου, ατολμίας και απραξίας στη λήψη μέτρων και απουσίας (έτσι λογίζεται και η μονίμως αναποτελεσματική παρουσία) στα κέντρα αποφάσεων.
Εδώ και πολλά χρόνια ήταν γνωστό πως οι επιδοτήσεις σταδιακά θα μειωθούν και κάποια στιγμή θα διακοπούν. Παράλληλα τα εισοδήματα των αγροτών που ασχολούνται με παραδοσιακές καλλιέργειες συρρικνώθηκαν. Παρ’ όλα αυτά κανένας δεν φρόντισε να προχωρήσει τα προγράμματα αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών. Να εκπαιδεύσει τους αγρότες στη νέα πραγματικότητα. Να τους εξοπλίσει με νέα «όπλα», γνώσεις και εξοπλισμό στο σκληρό ανταγωνιστικό περιβάλλον μιας διεθνοποιημένης οικονομίας.
Τους άφησαν να απομυζούν τη φύση (υδάτινους πόρους) για να αυξήσουν την παραγωγικότητα των χωραφιών τους, την ίδια ώρα που τα υπερπολύτιμα νερά των ποταμών μας κατασπαταλιούνταν χωρίς τα απαραίτητα αρδευτικά έργα. Τα λεφτά, κάποτε των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, αργότερα των επιδοτήσεων και τελευταία των «πακέτων», ξοδεύτηκαν για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών, αφού ποτέ δεν επιδιώχθηκε η διαμόρφωση «παιδείας» περί των αγροτικών επενδύσεων. Τους άφησαν να παλεύουν μόνοι απέναντι στα στοιχεία της φύσης, χωρίς υποδομές και στοιχειώδη επιστημονοτεχνικά εφόδια.
Στα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να προσθέσει τις κοντόφθαλμες υποσχέσεις, τις μαυρογιαλούρικες «υπεύθυνες λύσεις» (Κ.Καραμανλής στην αντιπολίτευση:«δεσμεύομαι να πάω στα συμβούλια αγροτικής πολιτικής της Ε.Ε. όπου θα επιτυγχάνουμε μόνο ευμενείς αποφάσεις για τους αγρότες μας»), τις καιροσκοπικές στάσεις που αλλάζουν άρδην όταν αλλάζουν και οι ρόλοι (Σ.Χατζηγάκης πάνω στα τρακτέρ των αγροτών ως αντιπολίτευση, αδιαλλαξία στην «αχαριστία» τους ως κυβέρνηση) και πολλά ακόμα απ’ όσα έχουν δει τα μάτια μας τα τελευταία χρόνια.
Επειδή όμως η ενασχόληση με το παρελθόν δεν αλλάζει το παρόν, αλλά η σωστή τοποθέτηση στα πράγματα σε τρέχον χρόνο μπορεί να βελτιώσει το μέλλον, γι’ αυτό καλύτερα ας μην επεκταθεί περισσότερο η συζήτηση για το τι έφταιξε και που ανήκουν οι ευθύνες.
Εξάλλου όπως συνέβη και στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, και αυτή τη φορά οι αγρότες έχουν πάρει τις αποφάσεις τους και επιφυλάσσουν ότι αξίζει στους σημερινούς κυβερνώντες.
Η κυβέρνηση που θα προκύψει λοιπόν απ’ τις επόμενες εκλογές όποτε αυτές προκύψουν, καλείται να καλύψει τα κενά της αγροτικής πολιτικής των τελευταίων δέκα χρόνων. Πρέπει να προχωρήσει με γενναιότητα στα μέτρα που θα αλλάξουν τη σημερινή εικόνα της αγροτικής οικονομίας. Να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Να προχωρήσει σε έργα υποδομής, τόσο στις καλλιέργειες, όσο όμως και στα χωριά όπου ζουν οι αγρότες. Ιδιαίτερα στο δεύτερο θα πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία, καθώς μόνο ίσως το παλιό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ Μιχάλης Χαραλαμπίδης είχε από δεκαετίες αντιληφθεί και προσπαθήσει να προωθήσει τότε (δυστυχώς ανεπιτυχώς) πολιτικές ενίσχυσης και βελτίωσης της ζωής στην ύπαιθρο.
Ένας τρόπος υπάρχει για να μην αισθάνονται ξεχασμένοι, απομονωμένοι οι άνθρωποι της υπαίθρου κι αυτός είναι αποκλειστικά και μόνο η κοινωνική φροντίδα, η γενναία αναπροσαρμογή των συντάξεών τους, η κατασκευή νέων σχολείων με καλούς δασκάλους, η δημιουργία μονάδων υγείας, η δημιουργία υποδομών που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.
Χρειάζεται να υπάρξει βούληση για περιφερειακή ανάπτυξη, ανακυττάρωση της υπαίθρου και επιδίωξη πραγματικής αναγέννησης για τα χωριά μας.
Παράλληλα όμως, και οι ίδιοι οι αγρότες καλούνται να κερδίσουν ένα στοίχημα.
Να μην ξαναφεθούν να πέσουν θύματα των γνωστών «μαυρογιαλούρων». Να αντιληφθούν ποιο οικονομικό σύστημα, ποιες πολιτικές θέσεις, ποια ιδεολογία τους ταιριάζουν.
Πρέπει να κατανοήσουν ποια είναι η κοινωνική τους θέση μέσα στον κόσμο και να προβούν στις ανάλογες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες.
Πρέπει επιτέλους να απαντήσουν και μ’ αυτό να πορευτούν: «Η ελεύθερη (ασύδοτη, χωρίς κρατική παρέμβαση και στήριξη) αγορά είναι αυτή που μπορεί να τους εξασφαλίσει και να εγγυηθεί ένα αξιοπρεπές αγροτικό εισόδημα ή ένα σύστημα όπου το κράτος θα μπορεί να παρεμβαίνει είτε για να ελέγχει την τήρηση των υγειών κανόνων της αγοράς, ή και για να στηρίξει τον πρωτογενή τομέα όταν αυτός πλήττεται από άλλους παράγοντες;».
Να στηρίξουν τις πολιτικές δυνάμεις που όχι μόνο πρεσβεύουν (και όταν καλούνται να υλοποιήσουν ξεχνούν), αλλά εκείνες που μπορούν και θέλουν να υπηρετήσουν καλύτερα τα συμφέροντά τους.
Να αποδείξουν ότι μπορούν να πάρουν με το μέρος τους την εμπιστοσύνη και όλης της υπόλοιπης ελληνικής κοινωνίας, που βρίσκεται στην ίδια θέση μαζί τους.
Σε καμιά περίπτωση αυτό δεν μπορεί να γίνει απλά με κλείσιμο των δρόμων. Παρότι η σημερινή κυβέρνηση στο παρελθόν στήριζε τέτοιες ενέργειες, όταν στο παρασκήνιο τα στελέχη της και οι προσκείμενοι σ’ αυτήν αγροτοσυνδικαλιστές πυροδοτούσαν το κλίμα. Τώρα τα ίδια στελέχη ως κυβερνητικοί παράγοντες και οι ίδιοι αγροτοπατέρες ως μέλη πια του κρατικού μηχανισμού παίρνουν «ξεκάθαρη» θέση. Τάσσονται υπέρ της «κοινής λογικής», εκείνης που λέει ότι τα προβλήματα δεν λύνονται έτσι, οπότε ένα «χαρτζιλίκι» πρέπει να θεωρείται αρκετό. «Κόπτονται» για το δίκιο των απλών πολιτών που ταλαιπωρούνται από τέτοιου είδους αγωνιστικές κινητοποιήσεις και μετατρέπονται εύκολα σε μοχλός πίεσης (με την ανάλογη παρακίνηση φυσικά).
Οι αγρότες θα δουν καλύτερες μέρες να ξημερώνουν, μόνο επιλέγοντας την αυτοοργάνωσή τους, επεξεργαζόμενοι μόνοι τους τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία της αγροτικής οικονομίας, δημιουργώντας μία νέα πραγματικότητα στην κοινή έκφραση και δράση τους (μακριά από τους «κηφήνες» αγροτοπατέρες του χθες), ενισχύοντας τους αλληλέγγυους δεσμούς τους και κυρίως στηρίζοντας τον πολιτικό χώρο εκείνο που τους νιώθει πραγματικά.
Όπως παλιότερα, τότε που ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου εξέφρασε γνήσια τον αγροτικό κόσμο της πατρίδας μας και εκείνος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά του κάνοντας πράξη το «η αγροτιά στηρίζει την αλλαγή».
Έτσι και σήμερα, οι αγρότες μας θα πρέπει να στηρίξουν τον πολιτικό χώρο που τους δίνει τη βεβαιότητα ότι θα τους νοιαστεί και την επαύριο των εκλογών.
Θα πρέπει να στηρίξουν την Αριστερά.