Δεν είναι η Ελλάδα η μόνη χώρα όπου σημειώνονται, σχεδόν κάθε χρόνο, δυναμικές, αλλά και βίαιες, αγροτικές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, με στόχο την εξασφάλιση ενός ελάχιστου εισοδήματος προς κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών. Πρόκειται για φαινόμενο εκδηλούμενο σε όλες τις χώρες του κόσμου. Προβλήματα επιβίωσης έχουν ασφαλώς κατά καιρούς όλοι οι κλάδοι της οικονομίας και όλες οι κατηγορίες των εργαζομένων. Αυτό, όμως, που συμβαίνει με τους αγρότες είναι κάτι άλλο. Είναι κάτι διαφορετικό, γιατί οι αστάθμητοι παράγοντες, οι απειλούμενοι κίνδυνοι και οι διεθνείς συνθήκες, που κρατούν στη διαδικασία της παραγωγής των διάφορων αγροτικών προϊόντων και στη διακίνηση και εμπορία αυτών, επηρεάζουν δυσμενέστερα από κάθε άλλον τους αγρότες. Και τούτο διότι η γεωργία περιβάλλεται από αμέτρητους εχθρούς και είναι συγχρόνως ο ευπαθέστερος παραγωγικός κλάδος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια της, γιατί αυτά είναι πήλινα και εύκολα ραγίζουν.
Έτσι, η γεωργία σύρεται διαρκώς στο χώμα, στο οποίο αναπτύσσεται και καρποφορεί και δεν κατορθώνει να σηκώσει το ανάστημά της. Πώς να ορθοποδήσει, αφού μόνο εχθρούς έχει και κανέναν σύμμαχο; Το χαλάζι, ο παγετός, ο καύσωνας, ο ανεμοστρόβιλος, η πλημμύρα, η ανομβρία, αιώνιοι εχθροί τής γεωργίας. Οι φυτασθένειες, τα έντομα, οι αρουραίοι και τα διάφορα σκωλήκια, εχθροί αδυσώπητοι. Η ευπάθεια των αγροτικών προϊόντων καταλύτης στη διαμόρφωση των τιμών, γιατί άλλο πράγμα είναι να πουλάς γρανάζια, ρουλεμάν και παλαιοσιδερικά και άλλο κεράσια, ροδάκινα, φράουλες κ.λπ. Ο έμπορας των πρώτων ειδών μπορεί να διατηρήσει αυτά στα ράφια του καταστήματός του σε μεγάλο βάθος χρόνου, ενώ ο παραγωγός και ο διακινητής των γεωργικών προϊόντων πιέζεται ασφυκτικά από το χρόνο για να διαθέσει τα ευπαθή προϊόντα το συντομότερο δυνατόν. Και οι συνθήκες για τους αγρότες καθίστανται ακόμα δραματικότερες από το γεγονός ότι δεν διαθέτουν ισχυρή οργάνωση σε ομάδες και συνεταιρισμούς παραγωγών.
Και ενώ αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί στη γεωργία, κάποιοι δεν τη βλέπουν με συμπάθεια και επιχειρούν να της φορτώσουν και τα ελαφρά και τα βαριά, ενώ δεν αντέχει ούτε τα ελαφρά, γιατί στηρίζεται πράγματι σε πήλινα πόδια. Σαν να μην έφθαναν οι τόσοι εχθροί που περιζώνουν τη γεωργία, έχουμε και τις εξευτελιστικές πολλές φορές τιμές των δημητριακών, του βαμβακιού, του λαδιού, των φρούτων και των λαχανικών και τις υπέρογκες και ασύμμετρες τιμές των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων, που οδηγούν τον αγρότη στην απογοήτευση και στην απελπισία, με αποτέλεσμα να φθάνουν στους αποκλεισμούς των δρόμων, που θίγουν ασφαλώς ανεπίτρεπτα τα δικαιώματα και συμφέροντα των άλλων κοινωνικών ομάδων. Όλοι, εν κατακλείδι, δέχονται ότι οι αγρότες έχουν δίκαιο και έχουν ασφαλώς το περισσότερο δίκαιο από όλους τους άλλους κλάδους, αλλά το δίκαιο αυτό δεν τους αποδίδεται στον προσήκοντα βαθμό, ενώ η κοινωνία μας ανέχεται τις υπερβολικές αμοιβές σε ορισμένους καλοβολεμένους και τα μυθικά ποσά στα γκόλντεν μπόις, καθώς και τα υπερκέρδη στους ενδιάμεσους, χωρίς να εκτιμά, όσο θα έπρεπε, τη μεγάλη προσφορά της γεωργίας σε όλους ανεξαιρέτως. Ξεχνούμε ότι η γεωργία είναι η τροφός όλων μας. Αυτή φροντίζει για την τροφή μας και για την επιβίωσή μας. Όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα και γι’ αυτό επιβάλλεται η γεωργία να αποκτήσει ατσάλινα πόδια. Αρκετά περπάτησε με τα πήλινα.
Δεν μπορούμε, ασφαλώς, να αγνοήσουμε και την πρόοδο που σημειώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στη γεωργία και στην κτηνοτροφία. Καθιερώθηκαν οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις του ΕΛ.Γ.Α. σε πολλές προσβολές της γεωργίας και από φυσικά φαινόμενα και φυτασθένειες, θεσπίστηκαν από την Ε.Ε. οικονομικές ενισχύσεις διάφορων καλλιεργειών και εκτελέστηκαν και κάποια εγγειοβελτιωτικά έργα, ενισχυτικά της γεωργίας. Παρ’ όλα αυτά, η γεωργία δεν ένιωσε ακόμα αισθητά τη θετική εξέλιξη, γιατί την αύξηση του γεωργικού εισοδήματος την κατασπαράζουν τα ακριβά λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα, το πετρέλαιο και τα διάφορα άλλα γεωργικά εφόδια. Σε παλαιότερες εποχές ο αγρότης αγνοούσε όλες αυτές τις δαπάνες, γιατί ούτε φάρμακα ούτε λιπάσματα ούτε άλλα εφόδια χρησιμοποιούσε. Οι γεωργικές εργασίες γίνονταν, ως γνωστόν, με τα ζώα, που τρέφονταν με χόρτα και άχυρα και οι διάφοροι σπόροι προέρχονταν από τη σοδειά της προηγούμενης καλλιεργητικής περιόδου. Σήμερα, σε μια περίοδο εντατικής καλλιέργειας, τα έξοδα για την πραγματοποίηση της γεωργικής παραγωγής είναι τεράστια και γι’ αυτό φωνάζουν οι αγρότες, που είναι άξιοι κάθε συμπαράστασης. Αρκεί να κάνουν καλή χρήση των εσόδων τους, που σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι και η καλύτερη. Μπορεί τα μηχανικά μέσα καλλιέργειας να ξεκούρασαν αρκετά τους αγρότες, αλλά δεν παύουν αυτοί να παλεύουν διαρκώς με τα στοιχειά της φύσης και να ανακατεύονται ολημερίς με τα χώματα και τις λάσπες, πράγμα που μειώνει τις προϋποθέσεις για μια άνετη ζωή και δικαιολογεί την απαίτηση για γενικότερη συμπαράσταση και ενίσχυση της αγροτικής τάξης.
Μόνο που η ενίσχυση αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί στις κρατικές χορηγήσεις, γιατί ούτε χρήματα περισσεύουν από το κρατικό προϋπολογισμό ούτε λογικό είναι να δανείζεται το κράτος για τέτοιου είδους παροχές. Και ασφαλώς παράλογο και άδικο θα ήταν να επιβάλλονται νέοι φόροι για εξοικονόμηση κονδυλίων για τέτοιους σκοπούς. Τα ποσά που στερούνται οι αγρότες, κάποιοι άλλοι τα καρπούνται. Τα αγροτικά προϊόντα μπορούν και πρέπει να εξασφαλίζουν με τις δίκαιες και λογικές τιμές το εισόδημα του αγρότη. Αντί, λοιπόν, να ζητεί ο αγρότης βοήθεια από το κράτος για την κάλυψη βασικών δαπανών του, θα πρέπει ο ίδιος ή μέσω διαμεσολαβητών να διαθέτει τα προϊόντα του στην κατανάλωση σε τιμές ικανοποιητικές, χωρίς ασφαλώς να επιβαρύνεται το καταναλωτικό κοινό, αλλά να περιορίζονται σ’ ένα λογικό ποσοστό τα υπερκέρδη των μεσαζόντων και των αεριτζήδων και να πάνε στις τσέπες των αγροτών. Το κράτος μπορεί διαφορετικά να στηρίξει τους αγρότες. Π.χ. με την κατασκευή έργων γεωργικής υποδομής και με τη στήριξη των τιμών. Η ανταγωνιστικότητα και ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης δεν φαίνονται ότι μπορούν να παίξουν ένα τίμιο παιχνίδι σε μια οικονομία της αγοράς, σε μια ελεύθερη οικονομία, γιατί πολλοί είναι άπληστοι και τα θέλουν όλα δικά τους. Γι’ αυτό είναι αναγκαίον να μπει λίγο νερό στο κρασί. Δηλαδή, η οικονομία να συνεχίσει να λειτουργεί στηριζόμενη κατά κύριον λόγο στα γενικά χαρακτηριστικά της ελεύθερης οικονομίας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που εξασφαλίζει μεγαλύτερο όγκο παραγωγής και καλύτερη ποιότητα προϊόντων, αλλά συγχρόνως να αυξηθεί και ο κρατικός παρεμβατισμός στην οργάνωση της παραγωγής και στον καθορισμό των τιμών, αφού η αυτορύθμιση αποδείχτηκε ατελέσφορη. Δεν είναι δυνατόν να παράγουμε και να πετάμε μεγάλο μέρος της παραγωγής ούτε να ανεχόμαστε την πώληση των προϊόντων σε εξευτελιστικές τιμές, που δεν καλύπτουν ούτε το κόστος της παραγωγής. Ούτε, ασφαλώς, να διευκολύνουμε τις μαζικές εισαγωγές από Τρίτες Χώρες (εκτός Ε.Ε.) αγαθών που παράγονται στη χώρα μας. Υπάρχουν πάντοτε τρόποι παράκαμψης των κανόνων του παγκόσμιου εμπορίου.
Επιτέλους, τα προϊόντα μας αξίζουν καλύτερης μεταχείρισης. Είναι καιρός για ριζική αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, για ρύθμιση της παραγωγής και για συνεχή έλεγχο των τιμών, ώστε να στηριχθούν τα αγροτικά μας προϊόντα και να ενισχυθεί το αγροτικό εισόδημα, χωρίς να χρειάζεται το κράτος να δανείζεται για να επιχορηγεί τη γεωργία κάθε φορά που οι αγρότες διεκδικούν.
Τέλος, είναι επίσης καιρός να μειωθεί το μεγάλο και προκλητικό άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των τιμών που εισπράττει ο παραγωγός και των τιμών που πληρώνει ο καταναλωτής. Εκεί ανάμεσα βρίσκεται η πέτρα του σκανδάλου. Υπάρχει βούληση γι’ αυτό;
* Ο δρ. Ι. Παπαδημόπουλος είναι δικηγόρος, πρώην βουλευτής της Ν.Δ.