Μία από τις λαμπρές μορφές όχι μονάχα της εκκλησιαστικής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας, ήταν αναμφίβολα και ο ιερός Φώτιος, που έλαμψε σαν αστέρι πρώτου μεγέθους τον Θ’ μ.Χ. αιώνα. Στο πιο πάνω δε συνετέλεσαν όχι μόνο τα πάμπολλα χαρίσματα με τα οποία τον στόλισε ο Θεός, αλλά και οι ακάματες προσπάθειές του για την ανάβαση στην κλίμακα της πνευματικής τελείωσης, παρά τα μύρια εμπόδια που συνάντησε στη ζωή. Για το λόγο δε αυτό σημειώθηκε και από τον Μ. Γαλανό ότι «Κανείς δεν εκοσμήθη με τόσα άφθονα χαρίσματα φύσεως, κανείς δεν τα εκαλλιέργησεν απ’ αυτόν επιμελέστερον και δεξιώτερον, ουδέ επηρέασε περισσότερον και ισχυρότερον αυτού την σύγχρονον και την μέλλουσαν ιστορίαν» (Βίοι Αγίων, τ. Β’, Αθήναι 1987, σ. 21). Οι κυριότερες δε από τις αρετές που στόλιζαν τον Άγιο αυτό, που, κατά τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, «ήναψε τους σπινθήρας της νέας ζωής εν τη Ιστορία» και «κατέλαβε το κεντρικόν σημείον του μεσαιωνικού Ελληνισμού», ήταν οι πιο κάτω:
α) Η αδιάλειπτη προσευχή
Ο ιερός Φώτιος, που γεννήθηκε κατά το 820 στην Κωνσταντινούπολη από γονείς ευγενείς, μορφώθηκε στην πόλη εκείνη από έξοχους διδασκάλους, από τους οποίους σημαντικότερος ήταν ο Λέοντας ο Μαθηματικός. Στη μόρφωσή του δε αυτή «τα πάντα συνέτρεχον», δηλαδή «η επιτηδειότης της φύσεως, η σπουδή, ο πλούτος, δι’ ον και βίβλος επ’ αυτώ έρρει πάσα» (Μ. 105, 504) κ.ά. Ο πατέρας του, όμως, Σέργιος, αδελφός του πατριάρχη Ταράσιου, ήταν εικονόφιλος, δηλαδή Ορθόδοξος, και για το λόγο αυτό διώχτηκε από τους εικονομάχους αυτοκράτορες και απέθανε με θάνατο μαρτυρικό, ενώ ο ιερός Φώτιος κατέφευγε από παιδί στην αδιάλειπτη προσευχή. «Φροντίς ην μοι εκ παιδός, σημείωσε για τούτο αργότερα, η ευχή» (Μ. 102, 585).
Τη συνήθεια δε αυτή της προσευχής δεν την άφησε ο Άγιος ποτέ, γιατί είχε γίνει γι’ αυτόν όχι μόνο «δευτέρα φύσις», αλλά και το καταφύγιό του σε κάθε κίνδυνο και ταυτόχρονα η σκάλα που τον ανέβαζε σε ψηλότερες σφαίρες πάνω από τα ρέοντα και χαμερπή της εποχής. Και τούτο, γιατί πίστευε όχι μονάχα στους λόγους του Κυρίου, που έλεγε και παραβολήν «προς το δειν πάντοτε προσεύχεσθαι και μη εκκακείν» (Λουκ. 18), αλλά και στους λόγους του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που δίδασκε ότι «προσευχητέον τω Θεώ μάλλον ή αναπνευστέον» (ΒΕΠ 59, 214-215).
β) Η ιερή μελέτη
Εξαιτίας του πλούτου των γονέων του, βέβαια, ο Άγιος σπούδασε κατά τη νεότητά του, όπως είπαμε, κοντά σε διδασκάλους σοφούς και καταρτίσθηκε σε κάθε επιστήμη και ιδιαίτερα στη Γραμματική, τη Φιλοσοφία, τη Ρητορική, την Ιατρική κ.ά. Πάνω από το καθετί, όμως, συνέβαλε στη μόρφωσή του ο ζήλος για τα ιερά γράμματα, που είχε ο Άγιος από μικρό παιδί και που, όσο μεγάλωνε μεταμορφωνόταν σε ένα πάθος ιερό και ακατάσβεστο. Από κάθε δε βιβλίο που μελετούσε κρατούσε σημειώσεις, ενώ ταυτόχρονα σημείωνε, εκτός από τις κριτικότατες παρατηρήσεις του, και ότι «Ανεγνώσθη το βιβλίον τούτο» (π.χ. το «Ιστορικόν Νικηφόρου του Κων/λεως»), που έφερε και την υπογραφή του. Από τον τρόπο δε αυτό των μελετών του προήλθαν δύο σπουδαιότατα βιβλία, η «Μυριόβιβλος» ή «Βιβλιοθήκη» και το «Λεξικόν», ενώ ο ίδιος ανέβαινε στην κλίμακα της πνευματικής τελείωσης, επιχορηγώντας, κατά τον Απόστολο Πέτρο, «εν τη πίστει την αρετήν, εν δε τη αρετή την γνώσιν» (2 Πέτρ. 1,5). Πάντοτε, άλλωστε, αντηχούσαν στα αυτιά του τα θεόπνευστα λόγια του Αποστόλου Παύλου, που έγραφε προς το μαθητή του Τιμόθεο και το «Ταύτα μελέτα, εν τούτοις ίσθι, ίνα σου η προκοπή φανερά η εν πάσιν» (Α’ Τιμ. 4, 15).
Για τους λόγους αυτούς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος της πνευματικής και συστηματικής μελέτης ή ως ο επιστήμων μελετητής.
γ) Της ομολογίας του Χριστού
Εξαιτίας των πολλών γνώσεων που απέκτησε, ο Άγιος καταστάθηκε κάποια στιγμή καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, που την εποχή εκείνη είχε ανασυστήσει ο θείος του Καίσαρας Βάρδας. Ως καθηγητής δε της Μαγναύρας στάλθηκε το 851, μαζί με το σοφότατο μαθητή του Κωνσταντίνο (τον κατοπινό Άγιο Κύριλλο) «επ’ Ασσυρίους», δηλαδή στην πρωτεύουσα των Αράβων Σαμάρρα, για να συντελέσει στην κατάπαυση των διωγμών εναντίον των Χριστιανών. Φθάνοντας, δηλαδή, εκεί, οι δύο Άγιοι συναντήθηκαν όχι μόνο με τους άρχοντες, αλλά και με Άραβες σοφούς, που ισχυρίζονταν ότι η θρησκεία τους ήταν δήθεν καλύτερη, γιατί δεν είχαν απέναντι του Θεού πολλές υποχρεώσεις και καθήκοντα. Στους ισχυρισμούς εκείνους, όμως, οι Άγιοι αποκρίθηκαν ότι «Οι Χριστιανοί βαδίζουν στην απόκτηση της τελειότητας με ηθικούς αγώνες και μεταπτώσεις, αλλά τα επιτεύγματά τους είναι πνευματικότερα, ενώ οι Μουσουλμάνοι δεν αγωνίζονται ηθικώς, εφόσον ο νόμος τους δεν έχει απαγορεύσεις, και για τούτο δεν ημπορούν να προκόψουν στα ήθη». Στη συνέχεια δε, φανέρωσαν σ’ αυτούς και τη θεολογία της θείας οικονομίας, αφήνοντας έκθαμβους τους Μωαμεθανούς εκείνους, που κατάλαβαν ότι δεν είχαν μπροστά τους δύο σοφούς μόνο Χριστιανούς, αλλά και ομολογητές της πίστης τους, που ήταν πιο βαθιά από κάθε φιλοσοφία του κόσμου. Τέτοιοι δε ομολογητές ή ακριβέστερα θείοι πρέπει να γινόμαστε «ευκαίρως - ακαίρως» «βίω τε και λόγω» όλοι οι Χριστιανοί, εφόσον η μοναδική εντολή του Χριστού μετά την Ανάστασή Του ήταν το «πορευθέντες κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. 16, 15).
δ) Η υπεράσπιση της ορθόδοξης πίστης
Το 867 μ.Χ. ο ιερός Φώτιος έγινε Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Για τούτο έστειλε τις καθιερωμένες ενθρονιστήριες επιστολές στους Πατριάρχες της Ανατολής και της Δύσης. Ο φιλόδοξος Πάπας Νικόλαος Α’, όμως, που «αυτοκράτορα εαυτόν εποίει όλου του κόσμου», θέλησε στην περίσταση αυτή να γίνει ρυθμιστής και των εκκλησιαστικών πραγμάτων και της Ανατολής, προβάλλοντας μύριες αξιώσεις, σύμφωνα με τις παποκαισαρικές απόψεις της Ρώμης. Για το σκοπό αυτό δηλαδή, έστειλε το 861 στην Κωνσταντινούπολη δύο επισκόπους για να προβάλουν στη Σύνοδο, που συγκλήθηκε εκεί και χαρακτηρίσθηκε ως Πρωτοδευτέρα, τις υπερφίελες αξιώσεις του. Οι επίσκοποι εκείνοι όμως, φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη είδαν την αλήθεια των πραγμάτων και για τούτο υπέγραψαν και αυτοί τα πρακτικά της Συνόδου, που δικαίωσε τον ιερό Φώτιο. Ύστερα από την τροπή των πραγμάτων αυτή, ο Νικόλαος αποδοκίμασε, δυστυχώς, τις ενέργειες των δύο εκείνων επισκόπων του, που στη συνέχεια μάλιστα καθήρεσε, ενώ ταυτόχρονα επιδίωξε να οικειοποιηθεί την ιεραποστολική προσπάθεια του Βυζαντίου, που είχε αρχίσει στη Βουλγαρία το 864 από μαθητές των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Όλα τα πιο πάνω, έδειξαν στον ιερό Φώτιο ολοκάθαρα το μέγεθος της διαστροφής της Παπικής Εκκλησίας. Για το λόγο δε αυτό έγινε στην περίσταση αυτή ο υπερασπιστής της πατρώας πίστης και πρόμαχος των ορθόδοξων δογμάτων, συγκαλώντας το 867 μία Σύνοδο Επισκόπων της Ανατολής, στην οποία καταδικάσθηκαν όλες οι παπικές καινοτομίες, καθώς επίσης και ο ίδιος ο Πάπας Νικόλαος Α’ ως αιρετικός, γιατί, κατά τον ιερό Φώτιο, «ο αιρετικός ποιμήν λύκος εστί» και για τούτο κάθε χριστιανός ορθόδοξος πρέπει να φεύγει «την κοινωνίαν αυτού και την προς αυτόν ομιλίαν ως ιόν όφεως».
Κλείνοντας το όλο θέμα, θα έλεγα ότι ο Άγιος υπήρξε «όνομα και πράγμα» Φώτιος, δηλαδή «αναλαμπή του φωτός του Χριστού και ανταύγεια του άκτιστου Φωτός», όπως ειπώθηκε γι’ αυτόν από τον ομότιμο καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, Στ. Σάκκο, «ο πρύτανις των σοφών καθηγητών της οικουμένης». Για τούτο και αυτοί οι τοποτηρητές του Πάπα ομολόγησαν στη Σύνοδο του 879 ότι «Ώσπερ ο ήλιος... όλον τον περίγειον κόσμον φωτίζει, ούτε και ο δεσπότης ημών, ο κύριος Φώτιος, ...την σύμπασαν φύσιν δαδουχεί και καταλάμπει». «Διαλλακτικός, δηλαδή, καθώς ήταν, αλλά και μαχητικός ταυτόχρονα, εύστροφος, αλλά και διορατικός, ταπεινός, αλλά και δυναμικός στο έπακρο, συνετός, αλλά και αποφασιστικός και μεγαλοπράγμων, συνιστά σε όλους μας να ανεβαίνουμε «αναβάσεις πνευματικάς τω Κυρίω», γιατί όποιος τρέχει, ανατρέχει και πετά κατά τις αναβάσεις αυτές, φθάνει και στα ύψη της αγάπης και ενώνεται με τον Θεό, που, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, «Αγάπη εστί» (Α’ Ιω. δ’ 8).