«Ανάθεμα δυό πράγματα φτώχεια και γεράματα»
Διογένης
Κάθε χρόνο αφιερώνουμε και κάποια μέρα, στη μνήμη ή την προβολή προσώπων ή γεγονότων. Γνωστή είναι η ημέρα της γυναίκας, της μάνας, του παιδιού, του τσιγάρου, της υγείας κ.λπ. Δικαιωματικά λοιπόν μια μέρα του χρόνου πρέπει ν' αφιερωθεί, στους ανθρώπους, που πήραν τον δρόμο της Τρίτης Ηλικίας. Ποιητικότερα η ηλικία αυτή χαρακτηρίζεται και σαν «φθινόπωρο της ζωής», το γέρμα, το λιόγερμα της ζωής, το ηλιοβασίλεμα, ο επίλογος της ζωής. Είναι τα περήφανα γηρατειά, όπως πολιτικάντικα και υποκριτικά χαρακτηρίστηκαν.
Η περίοδος αυτή είναι η πιο δύσκολη, η πιο επώδυνη και ανασφαλής για τον άνθρωπο. Ούτε η δόξα, ούτε το χρήμα, ούτε η προβολή και καταξίωση, μπορούν να τη γλυκάνουν. Πολύ περισσότερο μάλιστα σήμερα, που η δομή της κοινωνίας, δεν μπορεί να χαρίσει στους ανθρώπους αυτούς τη ζεστασιά, τη στοργή και την αγάπη, που τους παρείχε παλαιότερα.
Στα περασμένα χρόνια με την πατριαρχική δομή της οικογένειας, οι γέροντες συνοικούσαν με τα παιδιά τους τις νύφες και τα εγγόνια. Μπορούσαν να απολαμβάνουν, την παρουσία και την προσφορά των απογόνων τους. Η ζωή τους τέλειωνε μέσα σε κόσμο, στους οικείους των. Μέσα στην προστασία.
Σήμερα όμως οι περισσότεροι υπερήλικες είναι «παρκαρισμένοι» δηλαδή εγκλωβισμένοι σε «Οίκους Ευγηρίας» ή ζουν μονάχοι, κλεισμένοι σ' ένα δυαράκι, θύματα του τρόπου της ζωής μας, του πολιτισμένου κόσμου της εποχής μας. Οι περισσότεροι από τους γέρους, ζούν χωρίς συντροφιά. Βολοδέρνονται μόνοι τους. Κι αν έχουν κεμέρι και μπορούν να πληρώσουν, μια Βουλγάρα ή Ρωσίδα συνοδό, πάει καλά. Αλλιώς είναι για κλάματα. Κι' όπως μας λέει ο Εκκλησιαστής: «Αλίμονον σε κείνον που πέφτει και δεν υπάρχει κανείς να τον σηκώσει».
Οι άνθρωποι της Τρίτης Ηλικίας κατατυραννούνται από το σύνδρομο της μοναξιάς και της απελπισίας. Οι βιολογικές τους δυνάμεις έχασαν το σφρίγος. Οι πνευματικές τους δυνατότητες συρρικνώθηκαν και η σωματική τους ανάκαρα, τους έχει εγκαταλείψει. Τυχεροί είναι όσοι μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, να σταθούν όρθιοι, να αντισταθούν στη γρήγορη φθορά. Είχε δίκαιο λοιπόν ο Διογένης, όταν αξιολογούσε τη μοναξιά και την εγκατάλειψη, σαν το σημαντικότερο πρόβλημα. Εφάμιλλο της φτώχειας.
Και είναι πολύ άσχημο όταν γηρατειά και φτώχεια συνυπάρχουν. Πολλοί γέροντες είναι εγκλωβισμένοι στις δύο αυτές κατάρες. Μια πενιχρή σύνταξη, που δεν επαρκεί ούτε για τις βασικότερες ανάγκες. Βλέπετε, πως και η ίδια η Πολιτεία μένει αδιάφορη μπροστά στο γήρας. Κάποιος πολιτικός, χαρακτήρισε τα γηρατειά σαν στημένες λεμονόκουπες. Και άλλοι επαιρόμενοι για τον χαρακτηρισμό «Περήφανα γηρατειά» έβαλαν τα ΜΑΤ να ξυλοκοπήσουν τα γεροντάκια, σε διαμαρτυρία, που έκαναν έξω από το υπουργείο. Ποιος ξεχνάει τον αξιότιμο κ. Σπράο, που πριν λίγα χρόνια, με το ασφαλιστικό του Γιαννίτση έλεγε με δυσφορία: «Μα τι να κάνουμε; Η Ελλάδα έγινε μια κοινωνία υπερηλίκων». Τον στενοχωρούσε η μακροβιότητα των συνταξιούχων, γιατί τάχα αυτοί του χαλούσαν την οικονομική σούπα. Σαν να έλεγε, πως οι γέροντες πρέπει να μειωθούν. Πώς όμως; Με φόλα ή με ευθανασία;
«Δίψα γάρ εν κακότητι βροτοί καταγηράσκουσιν», (δηλ. γρήγορα οι άνθρωποι μέσα στα βάσανα γηράζουν).
Αντί λοιπόν να βοηθήσουν οικονομικά τους απόμαχους της ζωής, αντί να χτίζουν ΚΑΠΗ και να απλώνουν ένα χέρι βοήθειας, τους έχουν βάλει στο περιθώριο με ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.
Άοπλοι, ανίκανοι και αδύναμοι. Πώς να διεκδικήσουν;
Δεν είναι νέοι να πιάσουν τις μολότοφ και τα καδρόνια. Δεν είναι εργάτες ή υπάλληλοι για να απεργούν και να ακινητοποιούν τρένα, πλοία και ΔΕΗ. Η μόνη τους απαντοχή η συνταξούλα τους. Κι αν καμιά φορά, με τα τρεμάμενα ποδαράκια τους, συρθούν έξω από τα υπουργεία και υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας, ε ... τότε .... το κράτος ξεσπάμε ξυλοδαρμούς στις κυρτωμένες πλάτες των ξεχασμένων γηρατειών.
Σήμερα οι συνταξιούχοι αποτελούν πρόβλημα για το επίσημο κράτος. Πονοκέφαλος των οικονομικών επιτελείων.
Δυσκολεύονται να δώσουν στους απόμαχους, ακόμα και τα δεδουλευμένα τους. Εκείνα, που σπειρί - σπειρί κατέθεσαν για απαντοχή στο λιόγερμα της ζωής τους. Κι ακόμα χειρότερο. Χρεωκόπησαν τα ασφαλιστικά τους ταμεία. Αφαίμαξαν τους κόπους των ασφαλισμένων. Τα καταλήστευσαν. Και χωρίς όνειδος το ομολογούν. Πράσινοι και γαλάζιοι, πως η φάμπρικα αυτή, από χρόνια καλά κρατεί.
«Η υψίστη αρετή, ο σεβασμός προς το γήρας, την αρχή της αιωνιότητος». (Αριστοτέλης).
Και όμως η περίοδος της Τρίτης Ηλικίας, θα μπορούσε να γίνει μια ζωή με τα δικά της ενδιαφέροντα, με τις δικές της διαπροσωπικές σχέσεις, με τις αναμνήσεις της, αλλά και με τις ελπίδες της, για ένα ανώδυνο τέλος. Ο στοχαστής Καθηγητής και Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων. Τσάτσος έλεγε: «Είμαι 85 χρόνων, μα δεν στρέφομαι προς τα πίσω. Δεν μηρυκάζω τα περασμένα, ούτε χάνομαι σε συγκινητικές αναμνήσεις. Στρέφομαι προς τα εμπρός, (...) το ζω με την σκέψη μου, σαν να επρόκειτο να το ζήσω με το κορμί μου». Δηλ. τα γηρατειά δεν είναι μια άνευ όρου παράδοση στο τέρμα της ζωής. Έχουν κι αυτά τη χάρη τους, αρκεί να έχουν τα βασικά, για μια ανθρώπινη και αξιοπρεπή ζωή.
Οι καιροί άλλαξαν. Η οικογένεια πήρε άλλη μορφή. Τα παιδιά στο σύνολό τους αντιμετωπίζουν αδήριτες ανάγκες. Η οικογένεια διαφοροποιήθηκε. Η συμβίωση των δύο γενεών είναι εκ των πραγμάτων προβληματική. Το εργαζόμενο ζευγάρι, δεν μπορεί καλά - καλά τα παιδιά του να κουμαντάρει. Πόσο μάλλον τα γηρατειά.
Γι' αυτό προκύπτει ανάγκη άφευκτος, η Πολιτεία να πάρει σοβαρά μέτρα, για να απαλύνει τους πονεμένους γέροντες. Μέτρα σοβαρά, ρηξικέλευθα, αποτελεσματικά, αν θέλει να είναι συνεπής και όχι υποκριτική με το χρέος της προς τα γηρατειά.