Το σκέφτεσαι και σε πιάνει οργή και ρίγος: κυκλοφορούν ανάμεσά μας άπιαστοι κλέφτες, διαρρήκτες, ληστές, φονιάδες, απαγωγείς, βιαστές. Το κοινό έγκλημα οργιάζει γύρω μας κι αν νομίζει κανείς ότι η Περιφέρεια βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας από την ακτίνα δράσης των κακοποιών στοιχείων, είναι οικτρά γελασμένος.
Όλοι αρχίζουμε να νιώθουμε το χνώτο του εγκλήματος στο σβέρκο μας καθώς αισθανόμαστε υποψήφια θύματα. Αμφιβάλλει κανείς ότι θα ’ρθει και η σειρά μας; Ότι μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη σειρά έχουν οι μεγαλουπόλεις της περιφέρειας μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση έχει η Λάρισα;
Είναι φανερό πλέον ότι για το οργανωμένο έγκλημα και για τη μεμονωμένη κακοποιό δράση, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη δεν επαρκούν. Αναζητούν «ζωτικό χώρο» για τη δραστηριότητά τους στην περιφέρεια και είναι σίγουρο ότι ο επόμενος στόχος θα είναι και η Λάρισα με τη σχετικώς ακμαία ακόμα εμπορική, οικονομική και παραγωγική κίνηση.
Ήδη η περιοχή μας παίρνει όλο και συχνότερα μια πικρή γεύση αυτού του κλίματος εγκληματικότητας. Οι τσαντάκηδες πληθαίνουν, οι διαρρήκτες οργιάζουν στην παντελώς αφύλαχτη ύπαιθρο του νομού μας, οι αστικές περιοχές μας και προ παντός η πόλη μας, γίνονται όλο και πιο συχνά στόχος κακοποιών, τα πλαστά χαρτονομίσματα κάνουν όλο και συχνότερα την εμφάνισή τους, η ασυδοσία, η αντικοινωνικότητα γίνονται καθεστώς, ενώ η Αστυνομία κινητοποιείται μόνον στις διαδηλώσεις και στις απεργίες.
Το θλιβερό προνόμιο της μεγαλύτερης εγκληματικότητας το κατέχουν βέβαια η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη. Αλλά και η ύπαιθρος, ή άλλοτε «αγνή ελληνική ύπαιθρος», με τα αστικά της κέντρα μετέχει όλο και πιο συχνά στον εφιαλτικό απολογισμό μιας εγκληματικής δράσης που δεν έχει πλέον όρια.
Δεν ξέρω πόση ανησυχία κατέχει την Ελληνική Αστυνομία για την κατάσταση αυτή αλλά οι πολίτες βιώνουν έντονα την ανασφάλεια από την απουσία αστυνομικής επαγρύπνησης. Καθώς η εγκληματικότητα αυξάνεται στην πρωτεύουσα νιώθουν και οι άνθρωποι της επαρχίας ότι έρχεται και η σειρά των μικρότερων πόλεων. Η ανησυχία αυτή εντείνεται καθώς αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι το έγκλημα, δρώντας προφανώς σε πεδίο σχετικά ελεύθερο οργανώθηκε, εξελίχθηκε και αναβαθμίστηκε. Οι τελευταίες απαγωγές και άλλες εγκληματικές πράξεις στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη έδωσαν τη δυνατότητα στην Αστυνομία να διαπιστώσει ότι οι κακοποιοί διαθέτουν εντυπωσιακές επιχειρησιακές δυνατότητες και οργανωτική σκέψη, οι οποίοι μπορούν να πραγματοποιήσουν ακόμη και την πιο σύνθετη εγκληματική ενέργεια, ενώ δύσκολα προχωρούν σε λάθη που θα βοηθούσαν στον εντοπισμό τους.
Η αδυναμία της Αστυνομίας να συλλάβει τους δράστες πολλών εγκληματικών πράξεων, καθώς και η ανεπάρκεια αστυνομικού προσωπικού για την αποτροπή άλλων, ανοίγει την όρεξη για νέες δραστηριότητες των κακοποιών.
Οι σύγχρονοι κακοποιοί δεν είναι μόνον αδίστακτοι. Διαθέτουν και τελειότατα μέσα καταστροφής και σίγουρης διαφυγής τους. Έχει η σημερινή Αστυνομία σε υπέρτατο βαθμό τα αντίστοιχα μέσα εξουδετέρωσης και σύλληψης των εγκληματιών; Οι δολοφόνοι, οι ληστές, οι διαρρήκτες, οι απαγωγείς, όταν δρουν μεμονωμένοι ή ομαδικά οργανώνουν τα εγκλήματά τους με τρόπο που μαρτυρά την ύπαρξη αποτελεσματικής οργάνωσης. Υπάρχει αντίστοιχη ή και τελειότερη οργάνωση των υπηρεσιών;
Πρέπει να αντιληφθεί πλέον η Πολιτεία ότι η εγκληματική δραστηριότητα στη χώρα μας έχει αλλάξει. Δεν μιλάμε για τους μικροαπατεώνες που παραδοσιακά δρούσαν στον ελληνικό υπόκοσμο, αλλά για οργανωμένο έγκλημα το οποίο η Ελληνική Αστυνομία αδυνατεί να αποτρέψει και να αντιμετωπίσει, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία δεν μπορεί να προστατεύσει ούτε τον εαυτό της.
Η κατάσταση αυτή που καθημερινά επιδεινώνεται έρχεται να υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο την ποιότητα ζωής μας και να γεννήσει βαθιά ανησυχία σε όλους, που μέσα από την εφιαλτική αυτή ατμόσφαιρα της βίας δεν μπορούν να έχουν αισιόδοξη προοπτική γρήγορης απαλλαγής από τον ασφυκτικό κλοιό τού εγκλήματος.
Η Πολιτεία δεν μπορεί πλέον να είναι απλός θεατής και καταγραφέας των ολοένα αυξανόμενων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Έχει καθήκον να ανταποκριθεί στη γενική απαίτηση να μπει επιτέλους κάποιος φραγμός στη δράση των κακοποιών στην Ελλάδα.
Ο μεγάλος αριθμός των εγκλημάτων που στρέφονται ενάντια στη ζωή, την τιμή, τα υλικά αγαθά του μόχθου των πολιτών, θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά, όχι μόνον τους αρμοδίους φορείς και υπηρεσίες, αλλά και τους διαφόρους κοινωνικούς φορείς, Εκκλησία, Σχολείο, Πολιτιστικές και άλλες οργανώσεις, που πρέπει να δραστηριοποιηθούν για να συμβάλουν στην καταπολέμηση της αντικοινωνικότητας και της βίας.
Όμως το κύριο βάρος της ευθύνης πέφτει στους ώμους των διωκτικών αρχών που επιβάλλεται τώρα να δείξουν όλη τους τη δραστηριότητα, ικανότητα, επινοητικότητα και την ευαισθησία τους για όσα συμβαίνουν σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Έχουν αποδείξει άλλωστε ότι είναι σε θέση να αποκαλύψουν σκοτεινά εγκλήματα και να συλλάβουν επικίνδυνους δολοφόνους και άλλους εγκληματίες.
Από την πλευρά της η Πολιτεία πρέπει να αποδεσμεύσει ένα μεγάλο αριθμό ανδρών που σήμερα απασχολείται σε δευτερεύοντα καθήκοντα, ακόμα και σε «παρασιτικές» ενασχολήσεις και να τους κατευθύνει στη δίωξη του κοινού εγκλήματος και στην πεζή αστυνόμευση που όλο «θεσπίζεται» στα χαρτιά, αλλά ποτέ δεν γίνεται ορατή από το κοινωνικό σύνολο.
Η έντονη δραστηριότητα των λεγόμενων κουκουλοφόρων και εναντίον αστυνομικών, σε συνδυασμό με την ογκούμενη εγκληματικότητα, απέδειξε την πλήρη αδυναμία της Αστυνομίας να αντιμετωπίσει ακόμα και απλά ή συνήθη περιστατικά.
Στη σκληρή αυτή πραγματικότητα της κατ΄ αντίστροφο λόγο αυξανόμενης εγκληματικότητας, που μεταβάλλεται από μέρα σε μέρα σε κοινωνική μάστιγα, έχει καθήκον η Πολιτεία να αντιτάξει το ζωηρό της ενδιαφέρον σχετικά με την ενίσχυση του έργου των διωκτικών αρχών. Και η ενίσχυση αυτή οφείλει να είναι πολλαπλή: οικονομική, τεχνική, οργανωτική. Πέρα από το ζήλο τους προς το καθήκον οι άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας έχουν κι αυτοί τις ποικίλες ανθρώπινες ανάγκες τους. Και με κανέναν τρόπο δεν πρέπει την προσοχή και τη δραστηριότητά τους να μειώνουν και να περισπούν ατομικές και οικογενειακές οικονομικές μέριμνες. Ας ικανοποιηθούν οι άνθρωποι αυτοί ανάλογα με την κοινωνική σημασία της αποστολής τους. Για να αμβλυνθεί τουλάχιστον το αίσθημα της ανασφάλειας, ένα αίσθημα που αποτελεί το ισχυρότερο και καταλυτικότερο αντικίνητρο για τη Δημοκρατία και την ανάπτυξη.