Η Αγία Βαρβάρα, που γεννήθηκε στην Ηλιούπολη της Συρίας μετά τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, διακρινόταν, σαν νέα, όχι μονάχα για τα κάλλη της μορφής και τη σπάνια ευφυία της, αλλά και για τις πολλές αρετές της, από τις οποίες σπουδαιότερες ήταν οι εξής:
α) Η δίψα της για την αλήθεια και το βάπτισμα
Πριν από το βάπτισμά της, η Βαρβάρα ήταν στο θρήσκευμά της ειδωλολάτρης, εφόσον ο πατέρας της Διόσκορος ήταν φανατικός ιερέας των ειδώλων. Παρά τη θέση του πατέρα της όμως και τα πλούτη που διέθετε, η Βαρβάρα δεν έμεινε εσωτερικά ικανοποιημένη από τη ζωή της, γιατί έμοιαζε με τη Σαμαρείτιδα, που διψούσε για το αθάνατο νερό, που είχε φέρει στον κόσμο ο Χριστός. Για το λόγο αυτό, κατά τους βιογράφους της, «λογισμούς ανεκίνει θεοσεβείς», προσπαθώντας να βρει την αλήθεια, που ελευθερώνει τον άνθρωπο και τον ανεβάζει στην κλίμακα της τέλειας ζωής. Τη δίψα της ακριβώς αυτή και τους στεναγμούς της Βαρβάρας για μια τελειότερη ζωή τα έβλεπε, όπως ήταν επόμενο, ο παντεπόπτης Θεός, που έστειλε κοντά της μια Χριστιανή θεραπαινιδα, που της έκανε λόγο με ιερό ενθουσιασμό για όλα εκείνα, που είχε βρει η ίδια, όταν έγινε Χριστιανή, αναπτερώνοντας τους μύριους πόθους και τις ελπίδες της και οδηγώντας αυτήν κάποια ημέρα κρυφά και στην κατακόμβη της Ηλιούπολης, όπου η Βαρβάρα βαπτίσθηκε και έγινε Χριστιανή. Κατά τον τρόπο δε αυτό η αγία έζησε στο εξής «εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι», όπως ζούσαν την εποχή των διωγμών όλοι οι Χριστιανοί.
«Τον νυμφίον σου Χριστόν αγαπήσασα,
λέγει για τούτο ο υμνογράφος,
την λαμπάδα σου φαιδρώς ευτρεπίσασα,
ταις αρεταίς διέλαμψας πανεύφημε.
Το θάρρος της ομολογίας της
Ύστερα από λίγο καιρό όμως, ο πατέρας της Διόσκορος ανακάλυψε κάποια στιγμή τη νέα πίστη της, όταν εκείνη παρακάλεσε τους κτίστες του λουτρώνα της να αφήσουν χώρο για τρία παράθυρα, αντί για τα προβλεπόμενα δύο, πιστεύοντας, σαν Χριστιανή, ότι «αι τρεις θυρίδες (δηλ. υποστάσεις της Αγίας Τριάδος) φωτίζουσι πάντα ανθρώπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Στην παρατήρηση δε που της έκανε ο πατέρας της, η Βαρβάρα του εξήγησε θαρρετά ότι έγινε Χριστιανή και ότι στη νέα πίστη της είχε βρει την ικανοποίηση όλων των πόθων και των προσδοκιών της. Ο Διόσκορος όμως, ως λάτρης των ψευτοθεών, δηλ. των δαιμόνων, καταλήφθηκε στη στιγμή από ένα παροξυσμό, και ζήτησε από τη Βαρβάρα να αφήσει κατά μέρος εκείνες τις «αστειότητες» και να τον ακολουθήσει παρευθύς στο ναό των ειδώλων, για να προσφέρουν θυσία στους θεούς των προγόνων τους. Η αγία όμως φανέρωσε τότε στον πατέρα της ότι «ουκ εισί θεοί διά των χειρών γινόμενοι», και ότι ο μόνος αληθινός ήταν ο Τριαδικός Θεός των Χριστιανών, γιατί Αυτός έδωσε σε όλα τα πλάσματα όχι μονάχα την ύπαρξη, αλλά και τη διά του Χριστού σωτηρία. Φανέρωσε δε ταυτόχρονα στον πατέρα της ότι, σαν κόρη του, ήταν έτοιμη να εκτελέσει κάθε καλό προς χάριν του, αλλά και ότι, σαν Χριστιανή, δεν ήταν δυνατόν για τίποτε στον κόσμο να προδώσει την πίστη της στο Χριστό – Σωτήρα, που θυσιάστηκε..., για να προσφέρει στον κάθε πιστό την απελευθέρωση από τα πάθη και τη ζωή την αιώνια. Αυτή δε την ομολογία της και τη σταθερότητα στην πίστη εξύμνησε αργότερα και ο υμνογράφος τής Εκκλησίας, γράφοντας ότι:
«Τω εν Τριάδι ευσεβώς υμνουμένω,
ακολουθήσασα, σεμνή αθληφόρε,
τα των ειδώλων έλιπες σεβάσματα,
μεγαλοφώνως μέλπουσα
Τριάδα σέβω, την μίαν Θεότητα».
γ) Η υπομονή της στα βασανιστήρια και στη φυλάκιση
Ύστερα από τα πιο πάνω και από τις άκαρπες προσπάθειες εκβιασμού της Βαρβάρας να αλλαξοπιστήσει, ο φανατικός και τυφλός πνευματικά Διόσκορος έκανε κάτι το αποτρόπαιο, καταδίδοντας στον έπαρχο την ίδια την κόρη του σαν χριστιανή, φοβούμενος μη μαθευτεί το γεγονός και χάσει τις απολαβές του. Ύστερα δε από την κατάδοση αυτή, ο ηγεμόνας της Ηλιούπολης Μαρκιανός πρόσταξε να οδηγήσουν τη Βαρβάρα μπροστά του και άρχισε παρευθύς τις προσπάθειες με χίλιες δύο κολακείες και απειλές, για να την αποσπάσει από τη Χριστιανική πίστη. Βλέποντας δε το αμετακίνητο της αγίας και το αμετάθετο της πίστης της, πρόσταζε να τη μαστιγώσουν ανηλεώς με βούνευρα και στη συνέχεια να την κλείσουν στις φυλακές της πόλης τους, όπου την υπέβαλαν σε μύριες στερήσεις και βάσανα, για να καμφθεί η αντίστασή της. Η αγία όμως επιδόθηκε τότε με τις δυνάμεις που τις απέμειναν σε μια «εκ βαθέων» και έντονη προσευχή, παρακαλώντας τον Κύριο να της δώσει τη δύναμη της υπομονής «άχρι θανάτου». Κατά την προσευχή της δε αυτή εμφανίσθηκε σε κάποια στιγμή μπροστά της μέσα σε ένα υπερκόσμιο φως ο Κύριος, που θεράπευσε παρευθύς τις πληγές της, ενώ ταυτόχρονα την εγκαρδίωσε, λέγοντας ότι θα ήταν πάντοτε μαζί της «άχρι της συντελείας των αιώνων». Η εμφάνιση δε αυτή γιγάντωσε τότε την πίστη και την υπομονή της αγίας, ώστε να καταστεί ακαταμάχητη, γιατί ένιωσε στο εξής μέσα της ολοζώντανα τη δύναμη του Χριστού.
Στις παροτρύνσεις δε του δικαστού να αρνηθεί το Χριστό, η αγία ανταπαντούσε θαρρετά, λέγοντας ότι
«Δεινά μεν τα παρόντα κολαστήρια,
ω δικαστά,
ου προκρίνω δε των ουρανίων τα επίγεια».
δ) Η διαφύλαξη της αγνότητάς της
και η απόφαση της θανάτωσής της
Ύστερα από τα πιο πάνω, οι σατανοκίνητοι διώκτες της θέλησαν να προσβάλλουν την αγία σε ό,τι πολυτιμότερο είχε, σαν νέα, δηλ. στην αγνότητά της. Για τούτο πρόσταξαν να ξεγυμνώσουν την αγία και να την περιφέρουν στους δρόμους της Ηλιούπολης, για να την καταισχύνουν και εκφοβίσουν. Στο άκουσμα δε της πιο πάνω διαταγής, κατά το Μ. Γαλανό, «ένα κύμα αίματος επορφύρωσε τας παρειάς της Βαρβάρας και ιερά φρίκη διέδραμε το πνεύμα της», ενώ ταυτόχρονα κατέφυγε και πάλι στην προσευχή, ζητώντας από τον Κύριο να σκεπάσει τη γυμνότητά της και να διαφυλάξει την αγνότητα του σώματος. Και η προσευχή της αυτή εισακούσθηκε παρευθύς. Για τούτο, λέγει και πάλι ο Μ. Γαλανός, «Τα φορέματά της άφηρούντο, αλλ’ η γύμνωσίς της δεν επραγματοποιείτο.
Κατά τρόπον θαυμαστόν άλλαι ενδυμασίαι ωραιότεραι αντικαθίστων τας αφηρουμένας και διασχιζομένας. Τι λοιπόν συνέβαινεν; Ο ηγεμών Μαρκιανός, ανίκανος να δεχθή το αληθινό φως, εφρύαξεν από τη λύσσαν του. Βλέπων το θαύμα, αντί να συνέλθη, εσκληρύνθη περισσότερον ένεκα της πωρώσεώς του. Διέταξε λοιπόν να θανατωθή η αγία». (Βίος των Αγίων, τ. / Β, Αθήναι 1988, 20). Με τον τρόπο όμως αυτό την οδήγησε παρευθύς στα ουράνια παλάτια.
«Τω ξίφει γάρ την κάραν τμηθείσα,
λέγει χαρακτηριστικά ο υμνογράφος,
συν ταις φρονίμοις συνεισήλθες παρθένοις
τω νυμφίω Χριστώ».
ε) Η υική στοργή της αγίας πριν από τη θανάτωση της από τον ίδιο τον πατέρα της
Την απόφαση δε εκείνη της θανάτωσης της αγίας ανέλαβε τότε «αυτοβούλως» να εκτελέσει ο ίδιος ο πατέρας της Διόσκορος, που είχε ξεριζώσει από μέσα του κάθε υική στοργή. Παίρνοντας δηλ. ένα τεράστιο μαχαίρι στα χέρια του κατευθύνθηκε προς το μέρος της κόρης του, για να την κατασφάξει, ενώ εκείνη καταλήφθηκε την ίδια στιγμή από φρίκη και ανέκραξε «πατέρα μου», για να τον προφυλάξει, σαν φιλόστοργη κόρη, από το αποτρόπαιο εκείνο έγκλημα. Στο άκουσμα της κραυγής εκείνης ο Διόσκορος ανατινάχθηκε, σαν να πληγώθηκε από κάποιο βέλος αιφνίδια. «Εγώ πατέρας σου, έκραξε, όχι τίποτε δεν έχεις κοινό μαζί μου. Δεν τρέφει τι άλλο διά σε, αθλία, η ψυχή μου, παρά μίσος μόνο. Και διά να εξιλεώσω το κακόν που έκαμα με την γέννησίν σου, εγώ με τα χέρια μου αυτά θα σε σκοτώσω» (Μ. Γαλανού, ό.π.π. 20.). Και πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο, άρπαξε την αγία από τα μαλλιά και, σαν δαίμονας ενσαρκωμένος, απέκοψε την τίμια κεφαλή της, ενώ η ψυχή της πετούσε την ίδια στιγμή κατάλευκη στα ουράνια σκηνώματα. Με την πράξη του δε αυτή, τη σατανική, ο Διόσκορος απέδειξε για άλλη μια φορά αληθινή τη φράση του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Θεόδωρου Ντοστογιέβσκυ, ότι δηλ. για τον άνθρωπο, που δεν πιστεύει στο Θεό, τα πάντα (ακόμη και η σφαγή της αγίας κόρης του) επιτρέπονται.
Ένα μονάχα δεν ήξερε εκείνη τη στιγμή ο στυγερός παιδοκτόνος, ότι δηλ. «Εστι Δίκης Οφθαλμός, ος τα πάθ’ ορά» και ότι θα πλήρωνε πολύ γρήγορα για το αποτρόπαιο έγκλημά του. Πριν να προλάβει δηλ. να απομακρυνθεί από τον τόπο εκείνο, μια αστραπή αυλάκωσε ξαφνικά τον αίθριο ουρανό και ένας κεραυνός, ύστερα από μια φοβερή βροντή, έπεσε στο κεφάλι του, θανατώνοντας αυτόν στη στιγμή, γιατί «ου καθήκεν αυτόν ζην». Δεν άξιζε δηλ. στον κακούργο αυτόν πατέρα να ζει. Εξαιτίας δε της παραδειγματικής αυτής τιμωρίας του ασεβέστατου παιδοκτόνου από τη φωτιά του ουρανού, η αγία Βαρβάρα θεωρήθηκε στα νεότερα χρόνια προστάτρια του πυροβολικού, που έχει σαν στόχο του και σκοπό την προφύλαξη της πατρίδας από τις κακουργίες των εχθρών της.
στ) Η προστασία των ευσεβών
Η αγία Βαρβάρα όμως, στην οποία «στέφανος παρά Θεού δεδώρηται», γίνεται στο εξής προστάτρια κάθε Χριστιανού, που επικαλείται τη βοήθειά της, ενώ ταυτόχρονα ζει, όπως και εκείνη στη ζωή, «εν πάση ευσεβεία και σεμνότητι», μιμούμενος δηλ. αυτήν στην καθαρότητα της ζωής και στο «διά Χριστόν» θείο ζήλο της. Ταυτόχρονα δε ζητεί την άμαχη βοήθεια και τη μεσιτεία της, ψάλλοντας και λέγοντας.
«Βαρβάρα μεγαλομάρτυς,
μη παύση πρεσβεύειν
ελεηθήναι τας ψυχάς ημών».