Του Νικολάου Παύλου
Θεολόγου-Δ/ντή του 14ου Γυμνασίου Λάρισας
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλοι σχεδόν οι απόφοιτοι των λεγόμενων καθηγητικών σχολών είναι η αδιοριστία. Πραγματικά, είναι πολύ σκληρό όνειρα και προσδοκίες να γίνονται κομμάτια εμπρός στην πραγματικότητα της έλλειψης θέσεων εργασίας και οι νέοι άνθρωποι που είναι γεμάτοι δυναμισμό και όρεξη για προσφορά να ζουν με την αγωνία αν θα μπορέσουν κάποτε να διοριστούν, ώστε να προσφέρουν στους μαθητές των σχολείων μας.
Οι παραπάνω σκέψεις γράφονται με αφορμή το διάλογο που σχετικά με το διορισμό των θεολόγων στα Δημοτικά Σχολεία. Σίγουρα είναι μία κίνηση που αντιμετωπίζεται από όλους με συμπάθεια, ενώ μπορεί να τεκμηριωθεί με τη θέση πως οι πλέον κατάλληλοι για να διδάξουν θρησκευτικά είναι αυτοί που έχουν μία πλήρη κατάρτιση στο αντικείμενο, δηλαδή οι απόφοιτοι των θεολογικών σχολών. Στο παραπάνω επιχείρημα μπορεί να προστεθεί και η υπάρχουσα σχολική πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία τα λεγόμενα «μαθήματα ειδικότητας» στα Δημοτικά Σχολεία τα διδάσκουν καθηγητές των κλάδων Μουσικών, Φυσικής Αγωγής, Ξένων Γλωσσών κοκ.
Όμως είναι απαραίτητο να γίνει λόγος για τις αιτίες που καθιέρωσαν τη διδασκαλία των μαθημάτων ειδικοτήτων στα Δημοτικά Σχολεία από τους απόφοιτους των καθηγητικών σχολών. Αυτές νομίζω είναι και η βασική προϋπόθεση για να γίνει και ο σχετικός διάλογος που θα βοηθήσει τους συναδέλφους που αποφοιτούν, αλλά θα συμβάλλει και στην ενημέρωσή τους. Ταυτόχρονα είναι σημαντικό να τονιστεί πως αυτός θα πρέπει να είναι ενταγμένος σε ένα γενικότερο πλαίσιο που θα αφορά στις διεκδικήσεις για ανάθεση μαθημάτων στους θεολόγους ανάλογα με τις γνώσεις και τις δυνατότητες που έχουν αποκομίσει από τη φοίτησή τους στα τέσσερα τμήματα των δύο πανεπιστημιακών θεολογικών σχολών
Σε άρθρο λοιπόν που δημοσιεύεται στο «Διδασκαλικό Βήμα» (Απρίλιος 1985) γράφονται και τα εξής: «"…η θέση αυτή του κλάδου (:των δασκάλων) για ένα ολοήμερο σχολείο είναι πρωτοποριακή και δεμένη με το λαϊκό αίτημα για ίσες ευκαιρίες στη μόρφωση. Γιατί μόρφωση δεν συντελείται μόνο μέσα στο διδακτικό ωράριο. Αλλά και μετά απ' αυτό. Και το ερώτημα που μπαίνει είναι: πώς αξιοποιούν τα παιδιά των υποβαθμισμένων περιοχών τον ελεύθερο χρόνο τους; Πώς θα σταθούν ισότιμα δίπλα στα παιδιά των "ανώτερων" κοινωνικών στρωμάτων, που αυτά τα τελευταία, πέρα από το διδακτικό ωράριο, έχουν τη δυνατότητα να μάθουν ξένη γλώσσα, μουσική, μπαλέτο, να πάνε στο καλό φροντιστήριο, να δουν θέατρο και, επιπλέον, να έχουν τη βοήθεια των μορφωμένων γονιών τους;».
Στην εισηγητική έκθεση του Νόμου 1566/1985 σχετικά με το θέμα των ειδικοτήτων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, αναφέρονται τα παρακάτω: "…Νέα, σημαντική διαφοροποίηση και νέο ανέβασμα της ποιότητας στη λειτουργία του δημοτικού σχολείου, είναι η εισαγωγή της διδασκαλίας της φυσικής αγωγής, της μουσικής, των ξένων γλωσσών και των καλλιτεχνικών μαθημάτων από εκπαιδευτικούς που έχουν τα αντίστοιχα με το αντικείμενο προσόντα. Στο σχέδιο νόμου εκφράζεται η πολιτική βούληση να γίνει αυτή η εισαγωγή και θεσπίζονται πολλαπλές δυνατότητες για την πραγματοποίησή της. Η τεράστια σημασία της διδασκαλίας της φυσικής αγωγής για τη σωστή σωματική ανάπτυξη των παιδιών, των ξένων γλωσσών που είναι τελείως απαραίτητες στη σύγχρονη ζωή, καθώς και της μουσικής και των καλλιτεχνικών μαθημάτων, για την αισθητική τους αγωγή, αναγνωρίζεται για πρώτη φορά από την Πολιτεία".
Νομίζω πως με τα παραπάνω γίνεται σαφές πως τα μαθήματα ειδικοτήτων βρίσκονται στο ωρολόγιο πρόγραμμα των Δημοτικών Σχολείων ως μαθήματα δεξιοτήτων που έχουν στόχο να βοηθήσουν τους μικρούς μαθητές να αναδείξουν τα ταλέντα τους και να τα καλλιεργήσουν, πέρα από κοινωνικές ανισότητες. Σε καμία περίπτωση δεν έχουν το ρόλο γνωστικών αντικειμένων, ενώ δεν πρέπει να λησμονείται πως το Δημοτικό Σχολείο δεν έχει ως στόχο την παροχή εξειδικευμένων γνώσεων. Επομένως ο διορισμός θεολόγων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την ολοκληρωτική αναμόρφωση του προγράμματος του μαθήματος των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Οι προτάσεις γι’ αυτό θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα των ενδιαφερομένων συναδέλφων.
* * *
Το βασικό θέμα όμως, για τους θεολόγους, παραμένει: τι θα μπορούσαν να προσφέρουν αυτή τη στιγμή, εκτός από τη διδασκαλία των θρησκευτικών, ώστε και οι οργανικές τους θέσεις να αυξηθούν και να εκλείψει το φαινόμενο της αδιοριστίας που τείνει να πάρει τρομακτικές διαστάσεις μιας και ο κλάδος ως μόνη ουσιαστική επαγγελματική διέξοδο έχει τη διδασκαλία ενός μόνο μαθήματος;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη και σίγουρα σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να οδηγήσει τους θεολόγους σε σύγκρουση με άλλες ομάδες συναδέλφων. Πάντως, θα μπορούσε να στηριχτεί σε στέρεες βάσεις που θα αποτελούσαν και δεδομένα τα οποία θα χρησιμοποιούνταν ώστε να διεκδικηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας.
Είναι γνωστό λοιπόν πως οι θεολόγοι και των δύο σχολών, των Πανεπιστημίων Αθήνας και Θεσσαλονίκης, διδάσκονται πολλά στοιχεία που σχετίζονται με τη βυζαντινή και γενικότερα τη μεσαιωνική ιστορία. Σε αυτά περιλαμβάνονται ανάλυση κειμένων και γεγονότων, παλαιογραφία, επιγραφική κ.ά. Η πρώτη ανάθεση λοιπόν της διδασκαλίας της Ιστορίας αυτής της περιόδου στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο θα μπορούσε να δοθεί και στους θεολόγους. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με τα μαθήματα της Φιλοσοφίας και της Ψυχολογίας. Με επιχειρήματα, που προέρχονται από τις γνώσεις που έχουν προσλάβει κατά τη διάρκεια των σπουδών τους θα αποδείξουν την επάρκειά τους και σε αυτά τα αντικείμενα. Ταυτόχρονα σε ένα αναμορφωμένο πρόγραμμα σπουδών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης οι θεολόγοι μπορούν να διεκδικήσουν μαθήματα που θα αναδεικνύουν τη Βίβλο ως βασικό στοιχείο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ανάλυσης πατερικών κειμένων που θα διδάσκονται ενδεχομένως σε μία ευρύτερη ενότητα μαθημάτων ανθρωπιστικών επιστημών.
Στα παραπάνω θα μπορούσε να προστεθεί η διεκδίκηση από τον κλάδο των καθηγητών των Θρησκευτικών της αύξησης των ωρών του μαθήματος. Αυτό όμως προϋποθέτει το διάλογο με τη σύγχρονη κοινωνία και την κατανόηση των προβληματισμών της. Μόνο έτσι αυτή θα πειστεί για την αναγκαιότητα να δοθούν περισσότερες ώρες σε ένα θρησκευτικό μάθημα, αφού θα αφορά σε όλα τα μέλη της. Εννοείται πως σε αυτόν δεν έχουν θέση ούτε περιχαρακώσεις ούτε παρωχημένοι προβληματισμοί, αλλά δυναμισμός και σύγχρονη γλώσσα.
Τα επιχειρήματα γι’ αυτά που ειπώθηκαν δύσκολα θα δέχονταν αμφισβήτηση. Αυτό σημαίνει πως εφόσον υλοποιηθούν συγκεκριμένες προτάσεις, θα δημιουργήσουν αύξηση των οργανικών θέσεων των θεολόγων και θα χτυπήσουν σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα της ανεργίας τους. Ταυτόχρονα δε θα τους φέρουν σε σύγκρουση με καμία άλλη ομάδα συναδέλφων εκπαιδευτικών (στους οποίους ανήκουμε και εμείς οι θεολόγοι) και θα υπάρχει καθολική συμπαράσταση στις προσπάθειες που θα κάνουν, μιας και ο αγώνας για μια καλύτερη παιδεία αφορά σε όλη την ελληνική κοινωνία.