Του Αχ. Πιτσίλκα, διδάκτορα Θεολογίας
Κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου, οι τρεις έγκριτοι Μαθητές Του είδαν «την ουσιώδη και θείαν ευπρέπειαν», δηλαδή τη θεία δόξα. Για το λόγο αυτό ειπώθηκε πολύ σωστά πως «αν η Γέννηση του Χριστού εκφράζει τη θεία συγκατάβαση, η Σταύρωση την κένωση και την ταπείνωση, η Ανάσταση τη δύναμή Του, η Μεταμόρφωση αποκαλύπτει την άρρηκτη δόξα του θείου προσώπου Του».
Γιατί, όμως, θα έλεγε κανείς η Μεταμόρφωση του Κυρίου έγινε μπροστά στους τρεις έγκριτους Μαθητές Του, που έμειναν εκστατικοί και ομολογούσαν ότι «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι;» (Ματθ. 17, 4).
Για το θέμα αυτό, από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκονται τα εξής: (Βλ. Ματθ. 17, 1-9, Μάρκ. 2, 2-9, Λουκ. 9, 28-36, Β’ Πέτρ. 1, 16-19 και τα σχετικά έργα των Πατέρων).
α) Για να φανερώσει τη θεία Του δόξα
Κατά τη Μεταμόρφωσή του, παρατήρησε ο Ιερός Χρυσόστομος, ο Χριστός «παρήνοιξεν ολίγον της θεότητος και έδειξεν αυτοίς (δηλ. στους τρεις Μαθητές) τον ενοικούντα Θεόν» (Βλ. Μ. 58, 554 και Μ. 151, 429).
Δεν έγινε δηλαδή τότε κάτι, που πιο μπροστά δεν ήταν, αλλά φανέρωσε για λίγο αυτό που πάντοτε ήταν. «Μετεμορφώθη τοίνυν, λέγει χαρακτηριστικά και ο ιερός Δαμασκηνός, ουχ ο ουκ ην προσλαβόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοις οικείοις Μαθηταίς εκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τα όμματα» (Εις Μεταμ. 12, Μ. 96, 564).
Αυτό που φανέρωσε μάλιστα ο Κύριος δεν ήταν ολόκληρη θεία δόξα Του, αλλά ένα μονάχα μέρος αυτής, που ήταν δυνατόν στους Μαθητές να ιδούν. Για το λόγο δε αυτό αναφέρεται από τους υμνογράφους της Εκκλησίας ότι οι τρεις Μαθητές είδαν τον Κύριο της δόξης «καθώς ηδύναντο».
«Επί του όρους μετεμορφώθης, και ως εχώρουν οι Μαθηταί σου την δόξαν σου καθώς ηδύνατο, Χριστέ ο Θεός εθεάσαντο...».
β) Για να ενισχύσει την πίστη των Μαθητών
Ένας δεύτερος λόγος, σύμφυτος με τον πρώτο, για τον οποίο έγινε η Μεταμόρφωση μπροστά στους τρεις έγκριτους Μαθητές, ήταν η ενίσχυση της πίστης τους πριν από το εκούσιο πάθος του Σωτήρος.
«Επί του όρους μετεμορφώθης,
λέγει ένα ιδιόμελο της εορτής,
ίνα όταν σε ίδωσι σταυρούμενον,
το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον,
τω δε κόσμω κηρύξωσιν,
ότι Συ υπάρχεις αληθώς,
του Πατρός το απαύγασμα».
Η προκαταβολική, δηλαδή, αυτή εμπειρία της θείας δόξης του Κυρίου θα γινόταν κατά τις στιγμές του θείου πάθους του Σωτήρος το αντιστήριγμα των Μαθητών. Αυτό δε ακριβώς αναφέρεται και από τον υμνογράφο της Εκκλησίας, κατά τον οποίο η Μεταμόρφωση έγινε μπροστά στους τρεις Μαθητές, «ίνα θεωρήσαντες τα θαυμάσιά Του, μη δειλιάσωσι τα παθήματά Του». Αυτό δε ακριβώς έγινε στις καρδιές των Μαθητών, που έγιναν στο εξής ατρόμητοι κήρυκες του Χριστού στον κόσμο, διότι έγιναν πιο μπροστά «επόπται της Εκείνου (δηλαδή του Χριστού) μεγαλειότητος» (2 Πέτρ. 1, 16).
γ) Για να φανερωθεί και η μέλλουσα δόξα των πιστών
Η Μεταμόρφωση του Κυρίου έγινε επιπρόσθετα και για να φανερωθεί η μέλλουσα δόξα των πιστών, που, κατά τους λόγους του Κυρίου «εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών» (Ματθ. 13, 43).
Για το λόγο αυτό αναφέρεται από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ότι, όταν ο Χριστός φανερωθή (κατά τη Β’ παρουσία Του), τότε «όμοιος Αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α’ Ιω. 3, 2), δηλαδή «εν δόξη».
Αυτό δε ακριβώς βεβαιώνεται και από τον Άγιο Πρόκλο, που αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «μετεμορφώθη Χριστός ουχ απλώς, αλλ’ ίνα ημίν αποδείξη την μέλλουσαν της φύσεως μεταμόρφωσιν» (Μ. 65, 768Β). Για τον πιο πάνω δε λόγο το Θαβώριο φως χαρακτηρίστηκε και από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ως προοίμιο και πρόγευση και εχέγγυο της μέλλουσας λαμπρότητας και δόξας και ως μυστήριο της όγδοης ημέρας, δηλαδή του μέλλοντα αιώνα. Για να γίνει, όμως, το πιο πάνω, πρέπει και ο πιστός να γίνει θεωρός της θείας δόξης, δηλαδή του ακτίστου Φωτός, που επιτυγχάνεται, για τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «διά της προς τον Θεόν κατ’ αρετήν εγγύτητος, και της κατά νουν ενώσεως,... τοις δι’ αγαθοεργίας ακριβούς και διά προσευχής ειλικρινούς ανατεινομένοις αδιαλείπτως προς Θεόν» (Βλ. Ομιλίαι 34, Εις Μεταμ., Μ. 151, 432Α).
Για να ιδούμε, δηλαδή, αυτό το Φως, έστω και «άκρω δακτύλω» και για να νιώσουμε ότι «Χρηστός ο Κύριος», είναι πρακτικά απαραίτητα τα εξής:
1) Η Αδιάλειπτη προσευχή, εφόσον αυτή γίνεται «πρόξενος της μακαρίας εκείνης θέας».
2) Η ενάρετη ζωή, γιατί αυτή επιτυγχάνεται «διά της προς τον Θεόν κατ’ αρετήν εγγύτητος».
3) Η εκτενής αγαθοεργία και εφαρμογή των εντολών του Χριστού, εφόσον συνέστησε ο Θεός - Πατέρας, λέγοντας: «Αυτού ακούετε» (Ματθ. 17, 5).
4) Η συμμετοχή στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που «αφθαρτίζει» τους πιστούς και «καινοποιεί».
Κλείνοντας το όλο θέμα, θα έλεγα μαζί με τον ποιητή του κοντακίου της εορτής του «Προσδράμωμεν Πέτρω και τοις Ζεβεβαίου, και άμα συν εκείνοις το Θαβώριον όρος προφθάσωμεν, ίνα ίδωμεν συν αυτοίς την δόξαν του Θεού ημών».
Έχοντας, δηλαδή, το βλέμμα στραμμένο στου Χριστού τη μορφή, κατά το νεότερο ποιητή, (θα) πλημμυρίζ’ η καρδιά μας απ’ αγάπη αγνή.
Έτσι, κατά το μεγάλο Απόστολο των Εθνών, θα «μεταμορφούμεθα (συν Θεώ) από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (2 Κορ. 3, 18), «Φωτί προσλαμβάνοντες Φως».