Του Αστ. Ροντούλη, βουλευτή του Λ.Α.ΟΣ
Πριν αναφερθώ στο βασικό αντικείμενο της παρέμβασής μου, επιτρέψτε μου να καταθέσω κάποια δεδομένα που με ενέργεια δείχνουν τη σοβαρότητα της απειλής που αντιμετωπίζει η Ελλάδα από τα ανεξέλεγκτα κύματα των λαθρομεταναστών.
Δεδομένο 1: Σύμφωνα με τις προβλέψεις, τα επόμενα δέκα χρόνια 5.000.000 αλλόφυλοι τριτοκοσμικοί μουσουλμάνοι (πέραν των άλλων μεταναστών από τα Βαλκάνια) θα έχουν κατακλύσει τη χώρα μας.
Δεδομένο 2: Στην Ελλάδα, το 2007, οι προερχόμενες από το γηγενή πληθυσμό γεννήσεις έπεσαν στο 0,9 (όταν το 1,0 σημαίνει ένα παιδί ανά γυναίκα). Έτσι, γρήγορα η Ελλάδα μετατρέπεται σε ένα έθνος γερόντων, που αντιμετωπίζει ορατά πλέον τον κίνδυνο της βιολογικής εξαφάνισης.
Δεδομένο 3: Το φαύλο ελληνικό κράτος ξοδεύει το 5% του ΑΕΠ για το εν Ελλάδι αλλοδαπό πληθυσμιακό στοιχείο – κοινωνικό κόστος γαρ - ενώ για την ενίσχυση των γεννήσεων των Ελλήνων δίνει μόλις το 0,001 (με το νόμο περί τριτέκνων).
Δεδομένο 4: Η διακηρυσσόμενη από τους θολοκουλτουριάρηδες «ένταξη» των λαθρομεταναστών στην ελληνική κοινωνία, όσον αφορά σε εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια λαθρομεταναστών, καταντά το ψευδώνυμο του εποικισμού. Αυτού που επικυρώνει και νομιμοποιεί τετελεσμένα γεγονότα, πριν αντιληφθεί ο ελληνικός λαός τις αρνητικές συνέπειες των τεκταινομένων και αντιδράσει αποφασιστικά.
Δεδομένο 5: Μολονότι πολλοί Βαλκάνιοι – στην πλειοψηφία τους Χριστιανοί – μπόρεσαν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία λόγω πολιτισμικής συγγένειας, δεν μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο με τους Ασιάτες μουσουλμάνους. Το αλλοδαπό αυτό πληθυσμιακό στοιχείο δεν έχει καμία σχέση ή έστω συνάφεια με τον ελληνικό λαό.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να είναι κανείς μάντης ή να διαθέτει ιδιαίτερα πνευματικά προσόντα ανάλυσης της πραγματικότητας, για να αντιληφθεί ότι η ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, αλλά και η περίεργη ανοχή που έχει επιδειχθεί μέχρι τώρα από το αθηνοκεντρικό κράτος, θρυμματίζει κυριολεκτικά την κοινωνική συνοχή της χώρας και οδηγεί σταδιακά στην ολοσχερή πληθυσμιακή αλλοίωση και, εντέλει, στην καταστροφή του ελλαδικού εθνικού κράτους.
Ας έρθω, όμως, τώρα στο θεματικό πυρήνα της παρέμβασής μου, θέτοντας το ερώτημα: Πώς αντιδρά η ψοφοδεής πολιτική ελίτ της Ελλάδος έναντι της ζοφερής πραγματικότητας και των μελλοντικών προκλήσεων που περιγράφηκαν ανωτέρω;
Την απάντηση δίνει η πολιτική που εφαρμόζεται από το περιβόητο Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής, το οποίο ατύπως λειτουργεί ως το όργανο της Κυβέρνησης στον κρίσιμο τομέα της μεταναστευτικής πολιτικής.
Το ΙΜΕΠΟ, λοιπόν, έχει μέχρι τώρα ως γραμμή και στόχο όχι την ανακοπή της λαθρομετανάστευσης και την επαναπροώθηση των λαθρομεταναστών, αλλά την «ένταξή» τους στην ελληνική κοινωνία.
Προσπαθεί, μάλιστα, στο πνεύμα αυτό, χρησιμοποιώντας το κύρος του κράτους, να εμπλέξει στην πολιτική του και να καταστήσει συνένοχες και τις δύο βαθμίδες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Έτσι, προωθεί το μέτρο της λειτουργίας Κέντρων Υποδοχής Λαθρομεταναστών στην περιφέρεια της χώρας, εκλαμβάνοντας ως δεδομένη τη συναίνεση των τοπικών κοινωνιών και των τοπικών Αρχών.
Εμφανώς, η στόχευσή του είναι διττή. Από τη μια μεριά, με τη διασπορά των λαθρομεταναστών μειώνει την οξύτητα του προβλήματος στην Αθήνα, παρέχοντας επικοινωνιακό άλλοθι στην Κυβέρνηση, και από την άλλη συνεχίζει να επιδιώκει τον ανέφικτο στρατηγικό στόχο της «ενσωμάτωσης» των λαθρομεταναστών από τις τοπικές κοινότητες των Ελλήνων με έμμεσο τρόπο.
Ουσιαστικά, όμως, η πολιτική αυτή θα αποδειχθεί αδιέξοδη. Η μεταφορά κάποιων χιλιάδων λαθρομεταναστών από την Αθήνα στην Περιφέρεια δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα. Αντιθέτως, θα διαχύσει το πρόβλημα σε όλη την επικράτεια και θα λειτουργήσει ως μήτρα πολλαπλών κοινωνικών εντάσεων σε τοπικό επίπεδο.
Με άλλα λόγια, όταν έχεις να αντιμετωπίσεις ένα καρκίνωμα προσπαθείς με εγχείρηση να το βγάλεις και όχι να προκαλέσεις ό ίδιος μεταστάσεις σε άλλα όργανα του σώματός σου.
Εξάλλου, τα ερωτήματα που εγείρονται από τη λειτουργία τέτοιων Κέντρων Υποδοχής Λαθρομεταναστών στην ελληνική περιφέρεια είναι πολλά και αναπάντητα.
Ποιος θα έχει την ευθύνη λειτουργίας των Κέντρων αυτών; Ποιος θα αναλάβει τη χρηματοδότησή τους; Πώς θα διασφαλιστεί η περιφρούρησή τους; Οι λαθρομετανάστες θα έχουν δυνατότητα επαφής με την τοπική κοινωνία ή απλώς θα είναι έγκλειστοι σε μια στρατοπεδικού τύπου εγκατάσταση; Θα ερωτηθεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση εάν αποδέχεται ή όχι την ύπαρξη και λειτουργία τέτοιων Κέντρων στη ζώνη ευθύνης της;
Ο κατάλογος των ερωτημάτων σίγουρα μπορεί να διευρυνθεί. Από τη στιγμή, όμως, που θα συμφωνήσουμε ότι τα περιλάλητα τοπικά Κέντρα Υποδοχής Λαθρομεταναστών δεν θα επιλύσουν, αλλά απλά θα μεταθέσουν το πρόβλημα, μια τέτοια προσπάθεια καθίσταται εντελώς περιττή και ανούσια.
Έτσι, καλώ το Νομάρχη, κ. Λουκά Κατσαρό, και τους Δημάρχους όλου του Νομού να αντιδράσουν δυναμικά στην πιθανή εγκατάσταση ενός τέτοιου κέντρου στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας. Προτείνω, μάλιστα, να οργανωθεί από την Τοπική Αυτοδιοίκηση Α’ και Β’ βαθμού μία «Τοπική Επιτροπή Αγώνα για τη Διαχείριση της Λαθρομετανάστευσης». Η κοινή γνώμη είναι ώριμη και θα στηρίξει με την πάνδημη αποδοχή της μια τέτοια πρωτοβουλία, που άνετα θα μπορούσε να λάβει πανθεσσαλικό χαρακτήρα, κατά το πρότυπο της Επιτροπής που προωθεί το έργο της μερικής μεταφοράς των υδάτων του Αχελώου.
Οι καιροί ου μενετοί. Ο Ελληνισμός διέρχεται ένα μεγάλο κίνδυνο, ίσως το μεγαλύτερο της ιστορίας του, και βρίσκεται ουσιαστικά, υπό εισβολή. Πρέπει, λοιπόν, αφού πρώτα αφυπνιστεί να αντιδράσει αποφασιστικά.
Καλείται, έτσι, η Τοπική Αυτοδιοίκηση να δώσει πρώτη το αφυπνιστικό εθνοσωτήριο σάλπισμα, όπως άλλωστε έκανε και στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Η σωτηρία του Ελληνισμού, είτε θα προέλθει από τις Κοινότητες των Ελλήνων, είτε θα παραμείνει απλώς στόχος κάποιων ονειροπόλων και αθεράπευτα ρομαντικών που μάχονται για τα ιδανικά της φυλής και του γένους, χωρίς ρατσιστικές προεκτάσεις, αλλά με εθνική υπερηφάνεια.