Από ποδόσφαιρο, λίγα πράγματα. Και όσο λιγότερα, τόσο καλύτερα, γιατί το «άθλημα» έχει δώσει, δίνει και θα δίνει δείγματα πολλαπλής βαρβαρότητας. Άλλο όμως το γενικό θέμα που σηκώνει πολύ νερό με τα υπέρογκα χρηματικά ποσά που διακινούνται ελέω ποδοσφαίρου, με τις προκλητικές τουλάχιστον μεταγραφές που ανέρχονται σε δυσθεώρητα ύψη, με τις λαμογιές, με τα συμφέροντα, με τους μεγαλοπαράγοντες, και με όλα αυτά, τέλος πάντων, που αποπνέουν ένα «άρρωστο» και διόλου αθλητικό περιβάλλον.
Άλλο όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη που δεν είναι της παρούσης να αναφέρουμε και άλλο όταν το εθνικό αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα συμμετέχει σε ένα διεθνές ή παγκόσμιο αθλητικό γεγονός τότε είτε είναι «φαν» κανείς του ποδοσφαίρου είτε όχι, το θέμα παίρνει μια άλλη διάσταση, εθνική, ως εξ ορισμού είναι εμφανές και από τον χαρακτηρισμό «Εθνική» ομάδα.
Οποία ομάδα είναι «Εθνική» ακόμη και εάν πρόκειται για ομάδα «βατράχων» που διαγωνίζονται στο άλμα, παίρνει αυτόματα άλλη διάσταση. Τόσο μάλλον που το ποδόσφαιρο, καλώς ή κακώς είναι ένα από τα μαζικότερα και πλέον λαοφιλή αθλήματα, όταν εξελίσσεται ως τέτοιο.
Αυτή τη φορά, σε σχέση με προηγούμενες - εκτός βέβαια από την περίπτωση που εν τέλει πήραμε το ευρωπαϊκό κύπελλο - η συμμετοχή της Εθνικής Ελλάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο, νομίζω - τουλάχιστον αυτό έχω προσλάβει ως εικόνα - μια ιδιαίτερα σημασία. Πέρα από την όποια αθλητική διάσταση και φιλοδοξία και πέρα από την «Εθνική» υπόσταση που πάντοτε έχει. Και «αν» λέμε «αν» προχώρησε παρακάτω θα αποτελούσε στοιχείο εθνικής ανάτασης και χαράς, σε μια εποχή που «όλα τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά». Δεν είναι που δεν έχουμε μια. Δεν είναι που κόβονται όχι τα περιττά αλλά τα στοιχειώδη. Δεν είναι που περνάμε μαύρες μέρες και το μέλλον διαγράφεται ζοφερότερο και σκοτεινότερο. Είναι όλα αυτά μαζί αλλά... Αλλά είναι κυρίως ότι με όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό, με όσα έχουν βγει στη φόρα, με όσα έχουν δεχθεί και σχολιαστεί που μας ανήγαγαν ως χώρα σε παράδειγμα προς αποφυγή, έχει τρωθεί σημαντικά το κύρος της ίδιας της χώρας αλλά και των πολιτικών. Δηλαδή ημών. Και αυτό το τρωθέν κύρος, η στραπατσαρισμένη αξιοπρέπεια, ο τσαλαπατημένος εγωισμός, ψάχνουν να βρουν διέξοδο. Έχουν ανάγκη από κάπου να πιαστούν, κάτι να αισθανθούν ότι υπάρχει ένας λόγος να αισθανθούμε «εθνικά υπερήφανοι», πέρα από τους αρχαίους ημών προγόνους οι οποίοι είναι, ευτυχώς για μας, σταθερές και διαχρονικές αξίες, ανά τους αιώνες των αιώνων αμήν, και έτσι σωζόμαστε και εμείς. Και επειδή στο άμεσο και το απώτερο μέλλον, καταπώς δείχνουν τα πράγματα δεν θα έχουμε τρόπους, λόγους και αφορμές για να αποκτήσουμε την εθνική αυτή υπερηφάνεια, αφορμές και στιγμές όπως η συμμετοχή της Εθνικής σε μια διεθνή διοργάνωση «φορτώνονται» την ευθύνη να κάνουν λιγάκι το χειλάκι μας να σκάσει. Να μας κάνουν να αισθανθούμε «ωραίοι ως Έλληνες», και να σηκώσουμε το «πυγμαίο» - από την πολλή φάπα - ανάστημά μας, να ορθώσουμε το κεφάλι μας, και τη μύτη μας ολίγον και να έρθουμε στα νερά μας, έστω και παροδικά.
Γι’ αυτό, αυτή τη φορά, η συμμετοχή και η παρέα της Εθνικής στο Μουντιάλ είχε και μια επιπλέον βαρύνουσα «αποστολή» και σημασία. Ατυχώς, η περιπέτεια τελείωσε νωρίς. Και δεν έδωσε την ευκαιρία να βρούμε έστω ένα σημείο εθνικής εκτόνωσης και ας ήταν και μίλια μακριά στη Νότια Αφρική.
Μας φάγανε οι... Κορέοι, και μας αποτελείωσαν - δικαίως - οι Αργεντίνοι. Μπορείτε να φανταστείτε, λέμε τώρα, να κέρδιζε η Ελλάδα την Αργεντινή; Ωραίο ανέκδοτο. Τουλάχιστον πέσαμε αξιοπρεπώς και από πολύ ισχυρό αντίπαλο. Είναι και αυτή μια παρηγοριά. Για το ποδόσφαιρο και όχι μόνο.