Έφθασε λοιπόν και αυτό το «περιβόητο» συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, στο οποίο τόσες ελπίδες έχει στηρίξει, προκειμένου να βγει από τα αδιέξοδά της και να το χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για μια νέα πορεία.
Τώρα, από το να ελπίζει κανείς ότι όλα αυτά θα συμβούν στο πλαίσιο ενός συνεδρίου από το να συμβούν όντως, υπάρχει μεγάλη απόσταση και απομένει εκ των πραγμάτων να δούμε εάν όντως θα καλυφθεί.
Το συγκεκριμένο συνέδριο είναι το πρώτο που γίνεται υπό το νέο πρόεδρο του κόμματος, Αντώνη Σαμαρά, και φυσικά ο προφανής στόχος του νέου προέδρου είναι η... «Σαμαροποίηση» της Ν.Δ. Όχι ότι ο συγκεκριμένος επιχειρεί κάτι διαφορετικό από αυτό που επιχείρησαν κατά καιρούς οι προκάτοχοί του. Γιατί όλοι οι πρόεδροι, όλων των κομμάτων, πολύ περισσότερο δε των μεγάλων, έχουν την ανάγκη να ελέγχουν πλήρως το κόμμα, για να αισθάνονται ασφαλείς. Δεν σημαίνει ότι το καταφέρνουν πάντα. Σίγουρα, όμως, το προσπαθούν πάντα. Η διαδικασία «Σαμαροποίησης» άρχισε, εξάλλου, αμέσως μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Α. Σαμαρά, με νέα οργάνωση και διάρθρωση του κόμματος και τοποθέτηση «ανθρώπων του προέδρου», που τον στήριξαν κατά την εσωκομματική μάχη σε καίριες διοικητικές θέσεις της νέας κομματικής μηχανής. Και θα ολοκληρωθεί τώρα στο συνέδριο, με την εκλογή της νέας Κεντρικής Επιτροπής, η οποία αναμφίβολα, στη συντριπτική της πλειοψηφία, θα είναι επιρροής και ελέγχου Σαμαρά. Άλλωστε, από τη στιγμή που το «αντίπαλο δέος», Ντόρα Μπακογιάννη, είναι εκτός κόμματος, η διακριτή «κόντρα» για την Κεντρική Επιτροπή δεν υπάρχει και θα περιοριστεί στις φιλοδοξίες «δεύτερων» στελεχών να περάσουν κάποια άτομα στη νέα Κ.Ε., μέσω των γραμμών που θα λειτουργήσουν. Και φυσικά, η «Σαμαροποίηση» θα ολοκληρωθεί λίγες μέρες μετά, με την εκλογή του νέου γραμματέα της Κ.Ε.
Αυτά είναι τα διαδικαστικά θέματα εσωτερικού ελέγχου, που στην πραγματικότητα πολύ λίγο ενδιαφέρουν οιονδήποτε άλλον εκτός Ν.Δ., για να μην πούμε οιονδήποτε άλλον εκτός των συνέδρων.
Η Νέα Δημοκρατία, όπως δείχνουν και οι μετρήσεις απανωτά, βρίσκεται στο χειρότερό της σημείο. Στο ιστορικό χαμηλό της. Και παρότι και τα ποσοστά του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι ιδιαίτερα χαμηλά, γεγονός παραμένει ότι μεταξύ των δύο διατηρείται μια διαφορά οκτώ ποσοστιαίων μονάδων. Με τόσα επαχθή και αντιλαϊκά μέτρα που έλαβε και λαμβάνει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και μολαταύτα η Ν.Δ. δεν λέει να πάρει τα πάνω της. Αυτό που παίρνει διαρκώς τα πάνω του είναι η αδιαφορία των πολιτών για την πολιτική και η αποχή.
Σε ένα τέτοιο κλίμα, λοιπόν, γενικής απαξίωσης της πολιτικής και ειδικής υποβάθμισης της Ν.Δ., το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσέρχεται στο συνέδριο ελπίζοντας ότι, ξεκαθαρίζοντας τα ιδεολογικά θέματα και αλλάζοντας καταστατικά ζητήματα, θα κάνει μια νέα αρχή και θα ξεκινήσει μια νέα πορεία προς το λαό.
Είναι, όμως, δεδομένων και των ευρύτερων κοινωνικών συγκυριών και αλλαγών, να αναρωτιέται κανείς αν τα συνέδρια αποτελούν πλέον απαντήσεις για τα κόμματα. Γιατί, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν αποτελούσαν λύσεις ή απαντήσεις, έτσι κι αλλιώς. Πόσο μάλλον τώρα, που όλο αυτό φαντάζει να είναι η υπαρξιακή αναζήτηση ενός κομματικού μικρόκοσμου, που κανέναν δεν αφορά και σε κανέναν δεν δίνει λύσεις.
Η καθαρότητα της ιδεολογίας ή οι δομικές και λειτουργικές αλλαγές δεν είναι πλέον αρκετές για ν’ αλλάξει ένα κόμμα επί της ουσίας και κυρίως να πείσει. Σε μια εποχή που όλα αλλάζουν, όχι γιατί το επιλέγουμε, αλλά γιατί εκ των πραγμάτων μας επιβάλλεται, επιβεβλημένες είναι και οι ουσιαστικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, ξεκινώντας από τις αλλαγές νοοτροπίας, φιλοσοφίας και λειτουργίας των κομμάτων. Και σίγουρα ένα συνέδριο δεν μπορεί να φέρει την άνοιξη και ν’ αποτελέσει τη λύση των προβλημάτων.