Είναι πανθομολογούμενο από όλους εκείνους που ασχολούνται με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ότι η Τουρκία ακολουθεί μία συγκεκριμένη στρατηγική η οποία αποσκοπεί στη Φινλανδοποίηση της Ελλάδας. Δηλαδή, στη δορυφοριοποίηση της χώρας, προκειμένου στη συνέχεια να πετύχει τους στόχους της, είτε στο Κυπριακό, είτε στο Αιγαίο, είτε ακόμα και στην ακριτική περιοχή της ελληνικής Θράκης.
Προσπαθώντας να απαντήσει σ’ αυτόν τον τουρκικό αναθεωρητισμό η ελληνική εξωτερική πολιτική προβάλλει δύο επιχειρήματα. Επιχείρημα πρώτο. «Έχουμε το Διεθνές Δίκαιο με το μέρος μας, άρα, δεν πρέπει να φοβόμαστε τίποτα». Μέγιστο λάθος. Το Διεθνές Δίκαιο είναι με το μέρος μας, αλλά όπως μας δίδαξε και ο Θουκυδίδης απ’ τον 5ο προ Χριστού αιώνα, δεν αρκεί αυτό. Θα πρέπει να έχω την ισχύ, να στηρίζω το Διεθνές Δίκαιο που με αφορά. Διαφορετικά θα ακολουθήσουν δεινά, γιατί χρησιμοποιώ το Διεθνές Δίκαιο για να στρουθοκαμηλίσω και τίποτα παραπέρα.
Επιχείρημα δεύτερο. «Δεν έχουμε καμία διαφορά με την Τουρκία, παρά μόνο μία νομικής φύσεως, που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας». Σύμφωνα, όμως, με δηλώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού, αλλά και σύμφωνα με δηλώσεις που κάνουν κατά καιρούς Τούρκοι αξιωματούχοι που δεν διαψεύδονται από την ελληνική πλευρά, πάνω στο τραπέζι του διαλόγου δεν είναι μόνο η υφαλοκρηπίδα, αλλά όλα τα ζητήματα. Η Κυβέρνηση συζητά όλες τις μονομερείς διεκδικήσεις της Άγκυρας! Και δεν κατανοεί ότι συζητώντας τις μονομερείς διεκδικήσεις της Άγκυρας, τις μεταβάλλει αυτομάτως σε διμερείς διαφορές που θα πρέπει να διευθετηθούν. Αυτό είναι ένα μέγιστο στρατηγικό σφάλμα.
Άλλωστε, πώς είναι δυνατόν, να συζητάμε για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, χωρίς να συζητήσουμε για το εύρος των χωρικών υδάτων; Ακόμη και ο πρωτοετής φοιτητής του διεθνούς δικαίου ή του δικαίου της θάλασσας ξέρει ότι η υφαλοκρηπίδα αρχίζει από εκεί που τελειώνει η αιγιαλίτιδα ζώνη. Αν δεν διευθετηθεί αυτό το μείζον ζήτημα, όλα τα άλλα δεν μπορούν να διευθετηθούν. Διότι ο εναέριος χώρος, η υφαλοκρηπίδα, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η συνορεύουσα ζώνη συναρτώνται με το εύρος των χωρικών υδάτων. Γι’ αυτό και η Τουρκική Εθνοσυνέλευση του 1995 αποφάσισε, ότι σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων πέραν των έξι μιλίων αυτό θα αποτελέσει αιτία πολέμου (casus belli) ανάμεσα στις δύο χώρες.
Πρέπει, λοιπόν, η Κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τη στάση της έναντι κάποιων ερωτημάτων που τίθενται, τόσο από τους ειδήμονες των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όσο και από την ελληνική κοινή γνώμη.
Ερώτημα πρώτον: Υπάρχει σκέψη, από την ελληνική πλευρά, όσον αφορά στο εύρος των χωρικών υδάτων, να εφαρμοστεί ένα σχέδιο κυμαινόμενου εύρους που θα καθορίζει σε κάποιες περιοχές που δεν ενδιαφέρουν την Τουρκία δώδεκα ναυτικά μίλια εύρος, ενώ σε κάποιες άλλες περιοχές που την ενδιαφέρουν πάρα πολύ έξι ναυτικά μίλια εύρος και σε κάποιες άλλες που την ενδιαφέρουν εν μέρει, οκτώ ή εννιά μίλια εύρος χωρικών υδάτων;
Δεύτερο ερώτημα: Πώς θα διευθετηθεί το ζήτημα των «γκρίζων ζωνών»; Διότι οι «γκρίζες ζώνες» είναι αμφισβήτηση εθνικού εδάφους. Και βεβαίως, όταν έχουμε αμφισβήτηση εθνικού εδάφους, έχουμε και αμφισβήτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης, δηλαδή των χωρικών υδάτων.
Τρίτο ερώτημα. Τι θα γίνει με την οριοθέτηση άλλων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας; Τι θα γίνει, για παράδειγμα, με την οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και με την οριοθέτηση της συνορεύουσας ζώνης;
Από την πλευρά του ο ΛΑ.Ο.Σ. κάνει την εξής πρόταση: Να καταστεί πάγια θέση της Ελλάδας η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση του εύρους των χωρικών υδάτων και όχι για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Στο μέλλον όλα θα εξαρτηθούν από τον χειρισμό που θα κάνει η Κυβέρνηση, ο οποίος θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός, έτσι ώστε να μην δοθεί η δυνατότητα στην Τουρκία να υποσκάψει τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα που κατοχυρώνονται πλήρως τόσο από τις Διεθνείς Συμβάσεις όσο και από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του 1982.
Ο Αστέριος Ροντούλης είναι βουλευτής Λάρισας του ΛΑΟΣ