Στο σημερινό «κόσμο» ανεβαίνει κατακόρυφα ο πυρετός της απογοήτευσης, της απόγνωσης, της οργής, της αγανάκτησης, της εξέγερσης.
Ο «κόσμος». Περίεργη συχνά η τύχη μερικών λέξεων, που άλλο νόημα είχαν στη γέννησή τους και άλλο πήραν στη διαδρομή τους.
Πρώτος ο Πυθαγόρας ονόμασε «κόσμον» το Σύμπαν («την των όλων περιοχήν»). Επειδή χαρακτηρίζεται από «αρμονία, ενότητα, τάξη» (Πλουτάρχου, Ηθικά, 886 Β). Άλλωστε η λέξη πήρε να σημαίνει και «στολίδι, κόσμημα».
Όταν η ίδια λέξη αναφέρεται στους κατοίκους του πλανήτη μας, στο βίο τους και στα έργα τους, τότε η αρμονία, η ενότητα, η τάξη μετατρέπονται ειρωνικά σε κόσμο γεμάτο αλληλοσπαραγμούς, αλληλοσφαγές, αλληλοφαγίες, χάος.
Σ’ αυτό το κλίμα γενικής κρίσης και έκπτωσης των αξιών, απεγνωσμένες φωνές ζητάνε επιστροφή στον πολιτισμό.
Συνιστά άρα στις μέρες μας η επιστροφή στον πολιτισμό μια νέα ελπίδα; Ανέκαθεν ήταν η μόνη ελπίδα. Επειδή ο κόσμος χάνεται, πρέπει να έχουμε μέσα μας τον πολιτισμό και με αυτόν για δόρυ και ασπίδα να αντιμετωπίσουμε τα δεινά.
Ο Έλληνας βλέπει σήμερα τον Μπιλ Γκέιτζ να στέκεται απέναντι στον Όμηρο.
Οι επιφανείς και οι αφανείς άνθρωποι του πνεύματος, πλήττονται από την παγκοσμιοποίηση.
Στην εποχή μας πρέπει να αναδειχθεί ο διανοούμενος άνθρωπος, διότι αποτελεί τη μόνη απάντηση και λύση στα παναθρώπινα προβλήματα.
Πολιτισμός είναι κάθε έκφραση. Οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν το διαχωρισμό μεταξύ θνητών και αθανάτων. Επειδή γνωρίζουμε ότι είμαστε θνητοί, αυτό μας ωθεί στη δημιουργία. Ο πολιτισμός είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας όχι του ενός, αλλά των πολλών.
Ποιας δημιουργίας; Με ποια μέσα; Με αυτά που διαθέτει ο καθένας διότι καμία δημιουργία δεν είναι φτωχή, όπως καμία ψυχή δεν είναι φτωχή.
Με λίγο απλό κουράγιο, πολλά θα ήταν διαφορετικά. Το κουράγιο να τολμάς και να μετέχεις παντού όπου μπορείς. Είναι επικίνδυνο όταν περιφρονούμε το εφικτό.
Ελπιδοφόρα μηνύματα υπάρχουν; Ευτυχώς ναι. Οι Ενώσεις, οι εταιρίες, μοναχικοί εκδότες, οι σύλλογοι και άλλα, κυψέλες μικρών και μεγάλων κοινωνιών αποτελούν βήματα ελεύθερης πνευματικής έκφρασης, χώρους διαλογισμού και στοχασμού, εφαλτήριο απ’ όπου αναδείχτηκαν κρυφά ταλέντα.
Στόχος τους, να αποτελέσουν την αφετηρία μιας έκφρασης, μιας κατάθεσης ψυχής, μιας αγάπης, ταπεινή προσφορά του ευαίσθητου οραματιστή, του τολμηρού απλού δημιουργού πολίτη, ο οποίος «Συλλογάται καλά, γιατί ελεύθερα συλλογάται».
Το έργο του συγγραφέα και του πλέον ταπεινού είναι κοινωνικό.
Όλα τα γεγονότα της ζωής πρέπει να τα βλέπουμε κάτω από το πρίσμα του χρόνου. Τότε μπορούμε να διακρίνουμε τις πραγματικές τους διαστάσεις.
Η εποχή μας, εποχή της εικόνας, τονίζει, εκθειάζει, διαφημίζει, το νεανικό, το όμορφο, το πλούσιο, το άνετο, το απολαυστικό, το γρήγορο. Ο πλούτος, η δόξα, το κάλλος είναι ματαιότης διότι τα σβήνει ο χρόνος.
Η ικανότητα της γραπτής κατάθεσης είναι αρετή και γενικώς οι αρετές δεν είναι ματαιότης διότι σε συνοδεύουν και στην άλλη ζωή.
Η τάση του σημερινού ανθρώπου και η επιδίωξή του για περισσότερες και μεγαλύτερες ηδονές και απολαύσεις του στερούν τη δυνατότητα να δρέψει τις απείρως μεγαλύτερες πνευματικές ηδονές. Ξεχνάμε μάλλον ότι η ηδονή και η οδύνη είναι δύο καταστάσεις που δεν απέχουν και πολύ μεταξύ τους.
Οι άνθρωποι οι απλοί, οι ταπεινοί, δεν περιμένουν ανταπόδοση. Προσπαθούν απλά να συνεισφέρουν τίμια, ανθρώπινα.
Από τους ανθρώπους να δεχόμαστε ό,τι μας δίνουν, ό,τι μας προσφέρουν.
Δεν υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος να μη διαθέτει κάποια λεπτή χορδή, την οποία αν βρούμε και την πλήξουμε θα βγάλει μελωδία.
Η ενασχόληση με τα γράμματα, τον πεζό ή ποιητικό λόγο, είναι από τις πλέον ευγενικές ασκήσεις κι από τους πλέον υψηλούς πόθους του ανθρώπου.
Ο κάθε πρωτάρης στα γράμματα, ο άπειρος που για πρώτη φορά εμφανίζεται σ’ αυτόν τον στίβο και διακρίνεται για τη μετριοφροσύνη του, την ταπεινοφροσύνη του και την επίγνωση της αδεξιότητάς του, ας μην ξεχνά τα λόγια του Γιάννη Μακρυγιάννη, τον οποίο η διανοούμενη Ελλάδα συνήθιζε να θεωρεί ως έναν απλό και ανεύθυνο άνθρωπο του λαού, «παρθένο από κάθε εσωτερικό δούλεμα και κάθε προσωπικό στοχασμό», αλλά του οποίου η σπουδαιότητα βρίσκεται ακριβώς στην απλότητα της ψυχής του και της σκέψης του, στον αφελή αυθορμητισμό του.
Ο Ρουμελιώτης, λοιπόν, πρόμαχος της ελευθερίας και της αρετής, με διάθεση αυτοκριτικής για το θρυλικό πια έργο του «Τα Απομνημονεύματα» λέει: «Δεν έπρεπε να έμπω εις αυτό το έργο, ένα αγράμματος, να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς της κοινωνίας και να τους βάζω σε βάρος, να τους κινώ την περιέργειά τους και να χάνουν τις πολύτιμες στιγμές εις αυτά».
Οι σκέψεις αυτές του Μακρυγιάννη περνάνε αναπόφευκτα και από το μυαλό του κάθε αρχάριου συγγραφέα.
Όμως, αλήθεια, γιατί αυτός ο αδιάλειπτος αγώνας για την έκφραση με την πένα, που με πολύ δυσκολία την κυβερνούν τα δάκτυλα του κάθε επίδοξου συγγραφέα λογοτέχνη;
Γιατί στο νου και στην καρδιά του ξεχειλίζει ένας «κόσμος» από ιδέες και συναισθήματα, ένας «κόσμος» ολοκληρωμένος που τον βασανίζει και δεν τον αφήνει να τον κρατήσει μέσα του.
Φίλος ανέκαθεν, υπήρξε πιστός το βιβλίο, το οποίο κατά τον Γιώργο Σεφέρη «μας συντροφεύει, μας φωτίζει, μας παρηγορεί σε χαρούμενες και σε πικρές στιγμές».
Κάθε χρόνο στη Λάρισα, από Οκτώβριο μέχρι Μάιο, διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις στους συνήθεις δημόσιους χώρους, αλλά και σε βιβλιοπωλεία, σε σχολεία και αλλού. Στο σημερινό άρθρο θέλω να τιμήσω και να ενθαρρύνω τις προσπάθειες εκείνων των συνανθρώπων μας συγγραφέων, αρχαρίων ή μη, οι οποίοι παρουσίασαν το πόνημά τους φέτος, έστω και σε 7, 23 ή 36 άτομα, συμβάλλοντας έτσι ταπεινά σε μια έκφραση πολιτισμικής δημιουργίας.
* Ο Τζίνο Πολέζε είναι καθηγητής Ελληνικής - Γαλλικής και Ιταλικής Φιλολογίας, μεταφραστής, πρώην διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Λάρισας