Κατά βάσιν το «διαζύγιο» ήταν συναινετικό. Αν υπήρξε ένα πράγμα στο οποίο οι δύο τους συμφωνούσαν, ήταν ότι σε όλα... διαφωνούν και η συμβίωση ήταν ανέφικτη. Χρόνια τώρα, άλλωστε, δεν άντεχαν ο ένας τα χνώτα του άλλου γιατί υπάρχει και προϊστορία. Και, όταν έφτασαν να διεκδικούν και την ίδια θέση, τότε έγινε σαφές ότι αυτή η «σχέση», που είχε παρελθόν αλλά όχι παρόν, δεν θα μπορούσε να έχει και μέλλον.
Ωστόσο, ένας χωρισμός δεν είναι εύκολη υπόθεση. Υπάρχουν πολλά πρακτικά και νομικά κωλύματα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν και να ξεπεραστούν.
Εκείνος έψαχνε μια σοβαρή αφορμή για να τη διώξει, χωρίς όμως να εκτεθεί στον περίγυρο και να φανεί ότι την ξωπετάει μετά από τόσα χρόνια. Έπρεπε να τηρηθούν και τα προσχήματα, παρότι του καθόταν πλέον στο στομάχι. Έκανε υπομονή, λοιπόν, περιμένοντας την κατάλληλη αφορμή και ελπίζοντας ενδόμυχα ότι αφού της έσπαγε τα νεύρα, μπορεί να σηκωνόταν μόνη της και να ’φευγε.
Εκείνη ήθελε να φύγει γιατί δεν την κρατούσε πλέον ο τόπος, παρότι βρίσκονταν σε αυτόν πάνω από 25 χρόνια. Ξαφνικά ένιωθε έξω από τα νερά της. Σκεφτόταν ότι ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήρεμα. Και κάθε που τον έβλεπε στον ίδιο χώρο με κείνη, της ερχόταν αναγούλα. Αλλά δεν έφευγε. Και δεν έφευγε, γιατί δεν ήθελε να κατηγορηθεί για εγκατάλειψη... συζυγικής στέγης. Πράξη που θα μπορούσε να είναι επιβαρυντική για το μέλλον της όταν θα ’ρχόταν η ώρα να δώσουν λόγο στον περίγυρο και να πάνε και στα δικαστήρια, που λέει ο λόγος. Λαϊκά δικαστήρια, εν προκειμένω. Ήθελε να την... φύγει αυτός, με κάποιο τρόπο, για να μην επωμιστεί η ίδια το κόστος της αποχώρησής της.
Και περνούσαν οι μήνες. Το σύνολο σχεδόν έξι. Έξι «μαρτυρικοί» μήνες και για τους δύο. Το ζητούμενο ήταν ποιος θα έσπαγε πρώτος τα νεύρα τ’ αλλουνού. Και περίμεναν και οι δυο έναν «από μηχανής θεό» να δώσει λύση στο πρόβλημα, πριν γίνουν τα νεύρα τους «τσατάλια».
Και ξαφνικά μπήκε στη ζωή τους το «τρίτο πρόσωπο». Γιώργο το λέγανε. Το οποίο ήρθε κι έδρασε σε αυτή την «ανάρμοστη σχέση» ως καταλύτης. Και έδωσε διέξοδο στο πρόβλημά τους. Εκείνος, ο Αντώνης, να τη διώξει «για ανυπακοή την απείθαρχη γυνή» γιατί παρεμπιπτόντως του είχε πατήσει και το πόδι σε κείνον τον «πολιτικό γάμο» που είχαν τσάτρα-πάτρα συνάψει. Και, επιπλέον, να έχει και δικαιολογία, διότι... Διότι δεν έφταιγε αυτός που την έδιωξε! Η γυνή ήτο απείθαρχη και παράκουσε τις εντολές του άντρα και αφέντη. Εκείνη, η Θοδωρούλα, η απείθαρχη, να του δώσει πασαπόρτι για να βρει καινούριο μόρτη, χωρίς να φαίνεται ότι τον εγκατέλειψε κιόλας. Να μην έχει να λέει και ο περίγυρος. Γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής αυτός την έδιωξε. Και, και οι δύο μαζί να έχουν να επικαλεστούν μια ιδιαίτερα σοβαρή αφορμή, με βαρύτητα εθνικής εμβέλειας για τις επιλογές, τις αποφάσεις και τις πράξεις τους.
Ουτοπώς το διαζύγιο μπορούμε να πούμε ότι βγήκε «συναινετικό». Βέβαια, το θέμα είναι τι θα γίνει από δω και πέρα, που και οι δυο θα αρχίσουν να διεκδικούν την κοινώς αποκτηθείσα κομματική περιουσία κατά τη διάρκεια της πολιτικής συμβίωσης. Διότι μπορεί ο Αντώνης να κράτησε το σπίτι για λογαριασμό του και η Θοδωρούλα να τραγουδάει «τα μάζεψα τα πράγματα κι έφυγα από το σπίτι», αλλά... Αλλά το γεγονός παραμένει ότι η Θοδωρούλα και από μεγάλο πολιτικό σπίτι είναι και μεγάλη πολιτική «προίκα» διαθέτει και δημιούργησε προσωπικό «κομπόδεμα» πολύ σημαντικό κατά τη διάρκεια τού έως τώρα πολιτικού της βίου.
Κι έτσι ο Αντώνης έμεινε μόνος στο σπίτι, ανακουφισμένος μεν, αλλά ν’ αναρωτιέται τι θα κάνει η Θοδωρούλα, τι θα διεκδικήσει, τι «διατροφή» θα ζητήσει, και τι θα του πάρει τελικά. Γιατί από τους «λοιπούς συγγενείς» υπάρχουν αρκετοί συμπαθούντες τη Θοδωρούλα. Για να δούμε, για να δούμε, μήπως τελικά το πράγμα εξελιχθεί σε «πόλεμο των Ρόουζ»!