* Του Θανάση Αλεξίου, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Γίνεται όλο και πιο σαφές πως τα μέτρα για τη μείωση των μισθών στο Δημόσιο και η αντίστοιχη που εκ των πραγμάτων θα ακολουθήσει στον ιδιωτικό τομέα (βλ. της δηλώσεις του αρμόδιου ευρωπαϊκού επιτρόπου), αποτελούν μέρος μιας στρατηγικής που αποσκοπεί στη μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση της εργασίας. Ανεξάρτητα από τη ζημιά που προκλήθηκε στην εικόνα της χώρας στο εξωτερικό με τη φιλολογία της πτώχευσης (βλ. και σχετικό δημοσίευμα της Wall Street Journal), αυτή αποσκοπούσε στο εσωτερικό της στη διαμόρφωση μιας ψυχολογίας ανημποριάς και ηττοπάθειας ώστε η κοινωνία να αποδεχτεί στη συνέχεια, χωρίς, ή με τη μικρότερη αντίσταση τον εκβιασμό. Ο εκβιασμός είχε και έχει ως διακύβευμα το κοινωνικό και πολιτισμικό κεκτημένο που προέκυψε από κοινωνικούς αγώνες δεκαετιών, το οποίο προσδιόριζε τα όρια εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, διασφαλίζοντας κατά κάποιο τρόπο τη βιολογική και κοινωνική αναπαραγωγή της. Στην κατεύθυνση αυτή η δημόσια συζήτηση εξομολογήθηκε από την αρχή, με πρωτοβουλία του ίδιου του πρωθυπουργού και άλλων κυβερνητικών στελεχών με όρους «χρεοκοπίας» και «κατάρρευσης», πράγμα που ευνόησε την κερδοσκοπία των αγορών. Στη διαμόρφωση αυτού του κλίματος σημαντικά συνέβαλαν οι σχολιαστές και οι δημοσιογράφοι του «Δελτίου των οκτώ» που εκφράζουν συγκεκριμένα εκδοτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα.
Αν η παθητικοποίηση της κοινωνίας ήταν το ένα ζητούμενο, το άλλο ήταν να εμφανιστεί η μονεταριστική πολιτική που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση ως η μοναδική λύση. Εξ αρχής κάθε άλλη προσέγγιση, -κυρίως προτάσεις κεϋνσιανής λογικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος-, ακόμη και μέσα στην ίδια την Κυβέρνηση, απαξιώθηκαν εμφανιζόμενες ως μεταφυσικές αγωνίες. Δεν τέθηκε καν, ούτε ως υπόθεση εργασίας, το ζήτημα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας με τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία κ.ά.), πόσο μάλλον η εκ νέου διαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους, η έξοδος της χώρας από τη ζώνη του Ευρώ ή ο ενιαίος προσδιορισμός της τιμής της εργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η ένταξη στην ΕΟΚ προκάλεσε ένα κύμα αποβιομηχάνισης στη δεκαετία του ΄80, ενώ η χώρα από σχεδόν αυτάρκης στον αγροτικό τομέα εισάγει σήμερα και σκόρδα. Δεν τέθηκαν επίσης τα αυτονόητα για τα συμφέροντα ενος εθνικού κράτους, ερωτήματα, όπως γιατί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν δανείζει την Ελλάδα με το ίδιο επιτόκιο που δανείζει τις εμπορικές τράπεζες, δηλαδή με 1%, αλλά αφήνει αυτές να δανείζουν το Δημόσιο με επιτόκιο, 5% και 6%; Γιατί λόγου χάρη δεν εγγράφονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα 28 δισ. ευρώ που έδωσε πέρυσι το ελληνικό κράτος στις τράπεζες (πρακτική που ακολούθησαν σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη) στο δημοσιονομικό έλλειμμα και εγγράφεται όμως η συμβατική υποχρέωση του κράτους στο πλαίσιο της τριμερούς χρηματοδότησης έναντι των ασφαλιστικών ταμείων.
Ο δογματισμός που χαρακτηρίζει τη νεοφιλελεύθερη σκέψη και αποτυπώνεται με σαφήνεια στα μέτρα που ελήφθησαν αλλά και σ’ αυτά που σκοπίμως δεν ελήφθησαν, συμπληρώνεται από ένα ταξικό μίσος απέναντι στους ανθρώπους της εργασίας, του μόχθου και της βιοπάλης με πρόδηλο στόχο το γονάτισμα της κοινωνίας. Δεν μειώνονται μόνο οι μισθοί, αλλά αυξάνονται και οι έμμεσοι φόροι αλλά και ο ΦΠΑ που πλήττουν πρωτίστως τα λαϊκά, τα εργατικά στρώματα αλλά και τις μικροβιοτέχνες. Οι κινήσεις αυτές θα εξουθενώσουν ακόμη παραπέρα αυτά τα στρώματα ενώ θα μειώσουν και τα κρατικά έσοδα καθώς θα μειωθεί η κατανάλωση. Και όμως μια φορολογική πολιτική με συντελεστή 45% (που ίσχυε έως το 2004) επί των 166 κερδοφόρων εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιριών, οι οποίες είχαν σύμφωνα με τα δικά τους στοιχεία, το τελευταίο 9μηνο του 2009 κέρδη 11,8 δισ. ευρώ, θα είχε αποδώσει, τη στιγμή που το ποσό από τη μείωση των μισθών φτάνει στο 4,8 δισ. ευρώ, έσοδα ύψους 5,3 δισεκατομμυρίων. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς αντί να έχουμε μεταβίβαση από τα υψηλά εισοδήματα προς τα κατώτερα, έχουμε μεταβίβαση από τα δεύτερα στα πρώτα. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως το κράτος στερείται των αναγκαίων εσόδων για να κάνει κοινωνικές και αναπτυξιακές πολιτικές και προσφέρει στους μέλλοντες αγοραστές τα κεφάλαια για να εξαγοράσουν αντί πινακίου φακής τις δημόσιες επιχειρήσεις. Εδώ πρόκειται σαφώς για ταξική πολιτική.
Αν το 2004 η απογραφή που επίμονα ζητούσε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ήταν η πρόφαση για την αναίρεση των προεκλογικών της υποσχέσεων και την «ήπια προσαρμογή», ο κίνδυνος «χρεοκοπίας» εμφανίζεται σήμερα ως το πρόσχημα για να ακυρώσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τις προεκλογικές της δεσμεύσεις (αύξηση των μισθών, καμία αύξηση του ΦΠΑ κ.ά.). Κοινός παρονομαστής και στις δύο περιπτώσεις ο εμπαιγμός και η κοροϊδία της κοινωνίας. Αλλά ας δούμε σύντομα τα πραγματολογικά στοιχεία του προβλήματος. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε έως το φθινόπωρο του 2009 ένα δημοσιονομικό έλλειμμα όπως σχεδόν όλες οι χώρες της ευρωζώνης ενώ από τις αρχές του 2010 αδυνατεί να δανειστεί με χαμηλά επιτόκια. Αυτό όμως ήταν, από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός της χώρας επαναλάμβανε ξανά και ξανά με δραματικούς τόνους ότι η χώρα βρίσκεται σε χρεοκοπία, αναμενόμενο. Ποιος δανείζει με χαμηλά επιτόκια μια χώρα που βρίσκεται σύμφωνα με πρωθυπουργό της σε κατάσταση χρεοκοπίας; Εντούτοις αν λάβει κανείς υπόψη τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου η Ελλάδα κινδυνεύει να χρεοκοπήσει στον ίδιο βαθμό που κινδυνεύουν χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία κ.ά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, (Γ. Δελαστίκ, Έθνος 11-2-2010) το συνολικό χρέος της Ελλάδας είναι, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 175%, στο ύψος του 179% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα στην Ολλανδία το χρέος είναι 234%, στο Βέλγιο 219%, στην Ισπανία 207%, στην Πορτογαλία 197%, στην Ιταλία 194% ενώ στη χώρα πρότυπο νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης έως το 2007, στην Ιρλανδία, το χρέος είναι 222%.
Εντούτοις το τίμημα για την κοινωνία που θα δεχτεί αυτόν τον ιταμό εκβιασμό είναι πολύ μεγαλύτερο από τις οποιεσδήποτε οικονομικές επιπτώσεις και θα πλήξει ανεπανόρθωτα τις σχέσεις των ανθρώπων και στις πλέον καθημερινές τους στιγμές. Δεν είναι μόνο η ένταση και ο ανταγωνισμός που θα μεταφερθεί στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην οικογένεια που δεν τα βγάζει πέρα, στα ζευγάρια που δεν μπορούν να σχεδιάσουν για το μέλλον, στους γονείς που δεν μπορούν να σκεφτούν με αισιοδοξία το μέλλον των παιδιών τους, αλλά είναι και η μιζέρια, η αναξιοπρέπεια και η δουλοπρέπεια που θα φωλιάσουν στον κοινωνικό ψυχισμό των ατόμων, προσφέροντας, όπως έχει δείξει η Ιστορία, γόνιμο έδαφος για πολιτικές που αγγίζοντας τα πλέον ταπεινά κίνητρα, θα τα συμπαρασύρουν στο μεσσιανισμό, στη μισαλλοδοξία και στο φαταλισμό. Επίσης η κατάργηση του δημόσιου συστήματος ασφάλισης που προωθείται με την ανταποδοτική σύνταξη και την «κατώτατη εγγυημένη σύνταξη», σε συνάρτηση με την υπόσκαψη και κατάργηση μέσω του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος» των συλλογικών συμβάσεων, θα διαρρήξει πλήρως τη διαγενεακή και κοινωνική αλληλεγγύη, απελευθερώνοντας τα πλέον εγωιστικά ένστικτα αυτοσυντήρησης, επαναφέρνοντας την κοινωνία στην προκοινωνική κατάσταση «όλων ενάντια σε όλους» (homo homini lupus).
Και όμως η ελληνική κοινωνία έχει τις δυνατότητες να βγει με δικές της δυνάμεις από το αδιέξοδο που την έχουν σπρώξει τα αστικά κόμματα. Παρόλο που η αποκοπή του ΠΑΣΟΚ από τη λαϊκή του βάση ελαχιστοποιεί το ενδεχόμενο ανοικτής ρήξης στο εσωτερικό του, όπως το 2001 με το Ασφαλιστικό, το γεγονός ότι βουλευτές αλλά και συνδικαλιστικά του στελέχη έχουν εκλεγεί με την υποστήριξη λαϊκών στρωμάτων, δεν μπορεί να αποκλείσει στο μέλλον και εφόσον τα πράγματα οξυνθούν ακόμη και αυτό το ενδεχόμενο, πόσο μάλλον όταν ο πλήρης παραγκωνισμός τους από τους γιάπηδες του Προέδρου, διαμορφώνει ένα κλίμα διαρκούς και υφέρπουσας δυσαρέσκειας στις τάξεις τους. Ναι λοιπόν η ελληνική κοινωνία διαθέτει αντικειμενικά, έστω κι αν ο υποκειμενικός παράγοντας εμφανίζεται προς το παρόν να μένει πίσω, εκείνους τους πόρους, ηθικούς, κοινωνικούς, οργανωσιακούς για να προβάλλει κοινωνική αντίσταση και να οργανώσει την κοινωνική ανάταση. Το ανάχωμα που προσφέρουν οι ταξικές δυνάμεις στη διατήρηση του εργασιακού κεκτημένου, σε κοινωνική συμμαχία με το εκπαιδευτικό κίνημα, αλλά και με άλλα κομμάτια της κοινωνικής αντιπολίτευσης μπορούν να οδηγήσουν πραγματικά σ’ ένα συγχρονισμό του αντικειμενικού με τον υποκειμενικό παράγοντα, ώστε να συμπτυχτεί το ενιαίο μέτωπο αντίστασης και να αναληφτούν οι αναγκαίες ηγεμονικές πρωτοβουλίες. Το εγχείρημα αυτό κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, συνιστά όμως και τη μοναδική λύση για να τεθεί το πρόβλημα στη σωστή του διάταξη, αρκεί να αρθούν όλοι και όλες στο ύψος των περιστάσεων και «να ψηλώσουν κομμάτι».