Απορώ από μόνος μου και σκέφτομαι πώς πήρα την απόφαση να γράψω για τη νυφούλα την αμυγδαλιά. Ο κόσμος πνίγεται αυτόν τον καιρό και δεν ξέρει πού να βαδίσει από την αβεβαιότητα για τη δουλειά του, το μισθό, τη σύνταξη και την ασφάλειά του, κι εγώ βρήκα το κουράγιο να γράψω για τους πρωτόβγαλτους ανθούς της αμυγδαλιάς. Ίσως το θεώρησα σκόπιμο και επίκαιρο να δώσω λίγο κουράγιο και ελπίδα και να διασκεδάσω κάπως την απαισιοδοξία των ανθρώπων, που βαριόμοιροι και απογοητευμένοι υποφέρουν καθημερινά.
Ίσως ακόμα να επηρεάστηκα κι από μια ιστορία που άκουσα πρόσφατα για την αμυγδαλιά. Διωγμένη και ξεσπιτωμένη η Παναγιά μας, έφευγε για την Αίγυπτο για να σώσει το παιδάκι της από το θηριώδη Ηρώδη. Με το Χριστό αγκαλιά, κι ύστερα από πολύ δρόμο, βρήκε κάπου νερό και κατάκοπη και ταλαιπωρημένη ξέπλυνε τα ρουχαλάκια του μωρού και τα κρέμασε σε μια αμυγδαλιά να στεγνώσουν γρήγορα, γιατί φτωχή όπως ήταν, δεν είχε και πολλά να το περιποιηθεί.
Όμως, πριν προφτάσει καλά-καλά να τα κρεμάσει, τα είδε να στεγνώνουν. Τα πήρε και με χαρά είπε στην αμυγδαλιά: Να είσαι ευλογημένη και ν’ ανθίζεις πρώτη απ’ όλα τα δένδρα για να δίνεις κουράγιο κι ελπίδα στους ανθρώπους που είναι βαριεστημένοι κι απογοητευμένοι από τη βαρυχειμωνιά.
Άκουσα την όμορφη αυτή παραδοσιακή ιστορία και συγκινήθηκα πολύ. Στο νου μου ήρθε ένα κείμενο που έγραψα πριν είκοσι περίπου χρόνια για τη «Νυφούλα την Αμυγδαλιά» και το θεώρησα πολύ χρήσιμο και επίκαιρο για τις δύσκολες μέρες που περνάμε να το γράψω ξανά.
- Δυο τρεις αμυγδαλιές, από τις παλιές που απόμειναν, ξεπροβάλλουν τις μέρες αυτές τους ανθούς τους και γιομίζουν την ψυχή μας με αισιοδοξία και χαρά. Προάγγελοι μιας καινούριας εποχής αναθαρρεύουν κάθε χρόνο τις ελπίδες μας και μας μηνύουν πως ο χειμώνας πέρασε και οι άνοιξη ετοιμάζει τον ερχομό της μ’ όλες τις δόξες και τα κάλλη της τ’ ανθηρά.
Απ’ τα πολλά της φύσης τ’ αξιοδιάλεκτα, ετούτοι οι ανθοί οι πρώιμοι γλυκαίνουν και ηρεμίζουν τη ζωή μέσ’ του χειμώνα την παγωνιά. Με το παρθενικό τους χρώμα και τ’ απαλό τους άρωμα εξαγνίζουν τις σκέψεις μας και ξεπλένουν τους ρύπους και της κοινωνίας μας την ασχήμια. Δεν τη χορταίνουν τα μάτια μου τη νυφούλα την αμυγδαλιά και η ψυχή μου αναγαλλιάζει κι ανασκιρτά στην τόση της ομορφιά. Ώρες κάθομαι και την κοιτώ με θαυμασμό κι αγάπη, κι αυτή σαν κόρη ακριβή, αγνή και γλυκοθώρητη, ντυμένη στα νυφικά, βάφεται από ντροπή στα ρόδινα ως τ’ ανθοπέταλά της τ’ ακρινά.
Έτσι μου ’ρχεται κάθε φορά που τη βλέπω ασπροντυμένη και θαρρετή να ξεπετάει προκλητικά τα λουλούδια της στο χιονιά, να την αγκαλιάσω σφιχτά και στοργικά για να της δείξω όλη μου την αγάπη για την τόση ανοιξιάτικη προσφορά μέσα στης ζωής μου τη χειμωνιάτικη ερημιά. Πώς να μη θαυμάσει κανείς και να μη λυγίσει μ’ ευλάβεια το γόνυ του μπροστά στου πλάστη τις ανεξιχνίαστες βουλές που στέλνει τις αλκυονίδες ημέρες μέσ’ του χειμώνα την καρδιά κι ανοίγει πρώιμα τα λουλούδια της αμυγδαλιάς για να δώσει κουράγιο και δύναμη στη βαρεμένη καρδιά μας απ’ του χειμώνα τα κρύα και την παγωνιά.
Πόσο όμορφα θα ήταν, αναλογίζομαι, ν’ ανθίζουν από αγάπη και οι δικές μας οι ψυχές σαν τη νυφούλα την αμυγδαλιά και να δίνουν κουράγιο κι αισιοδοξία στου κάθε συνανθρώπου μας την πονεμένη καρδιά. Πόσο ανθρώπινο θα ήταν να γίνεται η καρδιά μας ένα ανθογυάλι κρυστάλλινο, γιομάτο καλοσύνη κι αγάπη σαν τους κλώνους τους ανθισμένους της αμυγδαλιάς. Ένας ανθώνας ευωδιαστός. Μια τέλεια ζωγραφιά.