Αναρωτιέμαι σε ποιο βαθμό, πίσω από το οικονομικό πρόβλημα, αλλά και πίσω από την ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική κρίση, κρύβεται ο συνεχιζόμενος από καιρό και με κάθε ευκαιρία κλιμακούμενος, πόλεμος δολαρίου – ευρώ. Όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι η επίθεση των κερδοσκόπων κατά της Ελλάδας σήμερα – και ίσως και άλλων χωρών αύριο – οργανώθηκε από το τραπεζικό κεφάλαιο των ΗΠΑ και είχε σαν στόχο την αποδυνάμωση του ευρωπαϊκού νομίσματος, πράγμα που εν μέρει το πέτυχε.
Είναι επίσης γνωστό ότι το ευρώ ως ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, είναι το βασικό εργαλείο ενάντια στον «ιμπεριαλισμό του δολαρίου» και αποτελεί το κατ΄εξοχήν κόκκινο πανί για τους Αμερικανούς. Κατά την επικρατέστερη άποψη η εν λόγω κρίση υποδαυλίζεται πάντα από την αντιπαράθεση του αμερικανικού με το ευρωπαϊκό νόμισμα.
Πολλοί πιστεύουν ότι είναι «δημιούργημα» αμερικανικής επινόησης, κατά τα φαινόμενα, στο πλαίσιο των προσπαθειών της Ουάσιγκτον να δείξει στους Ευρωπαίους «φίλους» της ότι γελάστηκαν όταν πίστεψαν πως με το ενιαίο νόμισμά τους θα έθεταν το δολάριο σε δεύτερη μοίρα διεθνώς. Γι΄ αυτό τώρα αρκεί να σκεφτεί κανείς ποιος ωφελείται από ενδεχόμενη κατάρρευση του ευρώ.
Δεν είμαι από κείνους που ισχυρίζονται ότι πίσω από όλα τα δεινά της ανθρωπότητας κρύβονται οι... Αμερικανοί. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει σημασία τι πιστεύει ο καθένας. Είναι κοινό μυστικό πως οι ΗΠΑ δεν θέλουν την Ευρώπη οικονομικά εύρωστη σε βίο παράλληλο με τη δική τους ευρωστία. Προτιμούν να τη βλέπουν κατά διαστήματα σε κατάσταση ανάγκης ώστε να τη... βοηθούν να ορθοποδήσει. Με το αζημίωτο βέβαια αφού η βοήθειά τους... επιβάλλεται με όρους που σε τελευταία ανάλυση εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα. Υποθέτω ότι το ‘χουν υπ΄ όψιν τους αυτό όσοι προσδοκούν κάποια οφέλη από το πρόσφατο ταξίδι του πρωθυπουργού. Οι ΗΠΑ θα θελήσουν και σ΄ αυτή την περίπτωση να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα πρώτα, σε σκοπιανό, κυπριακό και Αφγανιστάν, όπου η Ελλάδα καλείται να καταβάλει 48 εκατ. ευρώ για τη συντήρηση της δύναμής της.
Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει, η αμερικανική οικονομία έχει και αυτή τα χάλια της, αλλά καλό είναι να θυμάται κανείς την πάγια τακτική των ΗΠΑ όταν πρόκειται για τα συμφέροντά τους.
Κάτι σχετικό, αλλά σε άλλο πλαίσιο, είχε συμβεί και στις αρχές του 1940, τότε που ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνονταν κλίνοντας σαφέστατα υπέρ των ναζιστών και οι ΗΠΑ δεν είχαν αποφασίσει ακόμα να ταχθούν αναφανδόν υπέρ των Ευρωπαίων συμμάχων, αφού δεν κινδύνευαν τα άμεσα συμφέροντά τους.
Κατά τον ιστορικό Ρεϊμόν Καρτιέ οι Αμερικανοί είχαν επιχειρήσει από τότε και είχαν κατορθώσει να εκμεταλλευτούν τους εμπόλεμους, πάντοτε προς ίδιο όφελος:
Τον Αύγουστο του 1940 οι ΗΠΑ μέσω της συμφωνίας του Όγκντενσμπουργκ, έβαλαν στο χέρι όλους τους μοχλούς άμυνας του Καναδά, ασκώντας έτσι πίεση αλλά και εκβιασμό στην Αγγλία, που μετά την πανωλεθρία στη Δουνκέρκη υπέφερε από ανεπάρκεια σε οπλισμό. Η Ουάσιγκτον πρότεινε στους Άγγλους να τους προμηθεύσει τον αναγκαίο εξοπλισμό, αλλά ταυτόχρονα τους πρόβαλε ένα σωρό καταπιεστικούς όρους και απαράδεκτες για σύμμαχο αξιώσεις. Μεταξύ των άλλων οι ΗΠΑ ζητούσαν από το Λονδίνο να παραδώσει σ΄αυτές όλες τις νεότατες, για την εποχή, αγγλικές εφευρέσεις, τις επιστημονικές ερευνητικές εργασίες των Βρετανών, καθώς και τις σπουδαιότερες πολεμικές τους βάσεις στον Ατλαντικό.
Οι ΗΠΑ καρπώθηκαν γρήγορα τα οφέλη από τη συμφωνία αυτή. Πήραν από την Αγγλία τις στρατηγικές πρώτες ύλες και μια σειρά από σημαντικές εφευρέσεις, όπως: το ραντάρ, τη συσκευή σκόπευσης του Νόρτεν για βομβαρδισμούς, τον κινητήρα αεροπλάνων τύπου 1820 και πολλές άλλες. Ακόμη ο Αγγλος φυσικός Ρ. Χ. Φάουλερ, με εντολή της κυβέρνησης του Τσόρτσιλ, πήγε στις ΗΠΑ και παρέδωσε όλες τις εργασίες Βρετανών και Γάλλων επιστημόνων για την κατασκευή ατομικών βομβών. Λίγο αργότερα άλλος Άγγλος φυσικός, ο Τζόρτζ Τόμσον, έδωσε στις ΗΠΑ τα προκαταρκτικά σχέδια για τη βόμβα ουρανίου και την κατασκευή αντιδραστήρα παραγωγής πλουτωνίου, καθώς και για ένα εργοστάσιο ουρανίου 235 με αέριο διήθησης.
Αγγλικές βάσεις στον Ατλαντικό νοικιάστηκαν στους Αμερικανούς για 99 χρόνια, με άλλη συμφωνία που υπογράφηκε ένα μήνα αργότερα (2 Σεπτεμβρίου 1940) γεγονός που άλλαξε υπέρ των ΗΠΑ τον συσχετισμό των δυνάμεών τους με τη Βρετανία. Ειδικότερα οι Αμερικανοί εξασφάλισαν βάσεις στα νησιά Νέα Γη, Βερμούδες, Μπαχάμες, Τζαμάικα, Σάντα Λουτσία, Τρινιντάντ, Αντίγκουα και στις ακτές της Βρετανικής Γουιάνας. Σύμφωνα με δημοσίευμα των «Τάιμς της Νέας Υόρκης» (4 – 9 – 1940 ) ο πρόεδρος Ρούσβελτ σε μήνυμά του προς το Κογκρέσο γι΄ αυτήν τη συμφωνία ανέφερε: «Η αξία αυτών των προφυλακών είναι ανεκτίμητη για την ασφάλειά μας, γι΄αυτό και εκμεταλλεύτηκα τις δυνατότητες που μας προσφέρθηκαν για να τις αποκτήσουμε».
Το αντίτιμο για την Αγγλία ήταν 50 αντιτορπιλικά και μια υπόσχεση, μάλλον ασαφής, ότι οι ΗΠΑ αν χρειαστεί θα υπερασπίσουν τις βρετανικές κτήσεις στο δυτικό ημισφαίριο.
Αλλά ο Ρούσβελτ δεν σταμάτησε εκεί. Τους πρώτους μήνες του 1941 οι οικονομικές δυνατότητες της Αγγλίας είχαν περιοριστεί ακόμα πιο πολύ. Έτσι τα αμερικανικά μονοπώλια άρπαξαν την ευκαιρία για να διεισδύσουν περισσότερο στην ευρωπαϊκή αγορά χωρίς να έχουν ανταγωνιστές. Άρχισαν λοιπόν να τοποθετούν προϊόντα τους στην Αγγλία και μέσω αυτής στις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Στο μεταξύ η συντριβή της Γαλλίας και η κατάκτησή της από τα χιτλερικά στρατεύματα ενίσχυσαν τη Γερμανία, γεγονός που έκανε τον Ρούσβελτ να σκεφτεί πως η Αγγλία και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη έπρεπε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τους επιδρομείς. Για να βοηθήσει λοιπόν τους Ευρωπαίους προς την κατεύθυνση αυτή, η αμερικανική κυβέρνηση επεξεργάστηκε ένα σχέδιο που προέβλεπε τον δανεισμό ή τη μίσθωση όπλων σε οποιαδήποτε χώρα που η άμυνά της θα είχε ζωτική σημασία για την άμυνα των ΗΠΑ.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το «ζουμί»: βοηθάμε μόνον όταν η βοήθειά μας βοηθά εμάς τους ίδιους. Κάτι παρόμοιο δεν κάνουν και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας έναντι της χώρας μας, όταν μας αναγκάζουν να υποκύψουμε σε δυσβάσταχτους όρους και σε απαλλοτρίωση κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, με αντάλλαγμα τη βοήθειά τους, που ακριβοπληρώνουμε τελικά;
Την εποχή εκείνη με αυτά και με άλλα – η χώρα μας έχει πικρή πείρα σχετικώς - εδραιώθηκε ο αγγλο - αμερικανικός συνασπισμός που υφίσταται ως σήμερα, παίζοντας σκληρό παιχνίδι σε βάρος της Ευρώπης, ενωμένης ή μη.
Ο στόχος όμως ήταν από τότε ένας και τον εξέφρασε ξεκάθαρα στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» (11 – 1 – 1941) η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Ντόροθι Τόμσον:
«Ονειρεύομαι μια όμορφη μέρα που θα ενωθεί όλος ο Αγγλοσαξονικός κόσμος! Είναι βέβαια φανερό ποια ομάδα τότε θα κυριαρχεί: κέντρο αυτού του αγγλοσαξονικού κόσμου (διάβαζε «άξονα») θα είναι η Αμερική, όπου θα έχει συγκεντρωθεί η πιο μεγάλη στρατιωτική και ναυτική ισχύς, η πιο ισχυρή βιομηχανία, οικονομία και τεχνική».
Κάτι ανάλογο δεν ονειρεύονταν τότε και ο Χίτλερ για τη – σαξονική - Γερμανία του;
Κάθε συσχετισμός με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα ίσως να έβγαζε χρήσιμα συμπεράσματα για το τι κρύβει αυτός ο νέος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος δολαρίου – ευρώ και για το αν η Γερμανία παίζει τώρα και το παιχνίδι των ΗΠΑ στην αντιπαράθεση δολαρίου – ευρώ για την πρωτοκαθεδρία.