Με έναν τίτλο ο οποίος παρέπεμπε στο καβαφικό ποίημα «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» περιέγραψε την περασμένη εβδομάδα τη σημερινή τραγική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα.
Κατάσταση που οφείλεται σε άφρονες πολιτικές στον οικονομικό και τον κοινωνικό τομέα που εφαρμόστηκαν την τελευταία 30ετία στη χώρα – ιδιαίτερα δε την τελευταία 5ετία – πολιτικές που κολάκευαν και ικανοποιούσαν τους πολίτες (οι οποίοι «αντάμειβαν» τους πολιτικούς με την ψήφο τους, χωρίς, όμως, να νοιάζονται «πού βρέθηκαν τα λεφτά») πολιτικές στις οποίες στηρίχθηκε η (υποτιθέμενη) ανάπτυξη του τόπου, πολιτικές με δανεικά, τα οποία πιστέψαμε πως θα είναι και... αγύριστα!
«Αποχαιρέτα την Ελλάδα που ήξερες», μας προέτρεψε, λοιπόν, η εφημερίδα, η οποία είχε προφανώς πάρει την αφορμή από την καβαφική αναφορά του πρωθυπουργού Γιώργου Α. Παπανδρέου σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου (στην οποία μας ανακοίνωσε την τριμερή, έξωθεν, κηδεμονία της χώρας και μας γνωστοποίησε πως απωλέσαμε μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας).
Μας μίλησε, λοιπόν, ο Γιώργος Α. Παπανδρέου για την Οδύσσεια της Ελλάδος, σημειώνοντας ότι είναι στο δικό μας χέρι να φτάσουμε στην Ιθάκη, αν και έσπευσε να προσθέσει πως «δεν γνωρίζουμε τι θα βρούμε στο δρόμο προς την Ιθάκη... Τους Κύκλωπες, τους Λαιστρυγόνες κι όλους τους άλλους».
Μέχρι, λοιπόν, να φτάσουμε στην Ιθάκη, θα έχουμε αποχαιρετίσει την Αλεξάνδρεια (όπως μας έλεγε ο Καβάφης) και την Ελλάδα «που ξέραμε», όπως μας είπε η «Ελευθεροτυπία».
Μια Ελλάδα στην οποία, τα τελευταία, αρκετά, χρόνια, ζούσαμε με την ψευδαίσθηση της πλαστής, πλαστικής (αυτής των πιστωτικών καρτών) και δανεικής (ως πολίτες και ως χώρα) ευημερίας, μιας Ελλάδος η οποία προφανώς, όπως αποδεικνύεται, «μικρομεγάλιζε», όπως για παράδειγμα με την Ολυμπιάδα των Αθηνών (του 2004) την οποία, κατά τα λοιπά, επικαλούμαστε ως παράδειγμα («πως ήμασταν και πως καταντήσαμε» – αν και ουδείς γνωρίζει γιατί έχουμε αναξιοποίητα τα Ολυμπιακά Ακίνητα).
Μια Ελλάδα στην οποία οι πολίτες πίστεψαν πως εν μία νυκτί μπορεί να πλουτίσουν, τζογάροντας στο Χρηματιστήριο, όπου, όμως, οι πάσης φύσεως αετονύχηδες τους ξεγέλασαν.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί, θεωρώντας πως ο πλούτος αποκτάται με τον τζόγο, «έπαιξαν τα ρέστα τους», δανείστηκαν, πούλησαν τα υπάρχοντά τους, τζόγαραν, κέρδισαν, απέκτησαν σπίτια, αυτοκίνητα και άλλα, δίχως να σκεφτούν πως θα τα διαχειριστούν και τελικώς τα έχασαν όλα.
Κι, όμως, αυτοί που τους κορόιδεψαν, αυτοί που τους υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια, δεν έχασαν, αντίθετα κέρδισαν και κέρδισαν πολλά (ως φαίνεται δε – με βάση σχετικές έρευνες – οι κερδισμένοι ανήκουν σε όλα τα κόμματα), ενώ ουδείς εκ των υπαιτίων για το διαβόητο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου δεν μπήκε στη φυλακή...
Μια Ελλάδα στην οποία βολευτήκαμε, με διορισμούς στο δημόσιο από το παράθυρο, μια Ελλάδα στην οποία ο δημόσιος πλούτος καταληστεύτηκε, μια Ελλάδα στην οποία η όποια αλλαγή, ή η όποια (έστω στα λόγια – γιατί στην πράξη ουδέν έγινε) μεταρρύθμιση μας ξεβόλευε.
Κι οι υπεύθυνοι για όλα αυτά (όχι πως εμείς οι πολίτες είμαστε τελείως ανεύθυνοι...) μας φλόμωσαν με φληναφήματα για το ηθικό και το νόμιμο, με βαρύγδουπες εξαγγελίες πως θα χυθεί παντού φως, πως θα πατάξουν τους νταβατζήδες και φτάσαμε στο σημείο να είμαστε εμείς οι ίδιοι νταβατζήδες των παιδιών και των εγγονιών μας, αφού το δικό τους μέλλον έχουμε υποθηκεύσει, με τα δανεικά που απολαμβάναμε τα προηγούμενα χρόνια.
Και φτάσαμε στο σήμερα, με κάθε παλαιά βεβαιότητα να έχει καταρρεύσει, με τη μεσαία τάξη να μην υπάρχει – κοινωνία δύο ταχυτήτων (πλούσιοι – φτωχοί) φτάσαμε να ζούμε σε μια Ελλάδα με υπερχρεωμένα νοικοκυριά, με σαράφηδες (από τους οποίους λάμβάνονται δάνεια επ’ ενεχύρω...) με πολίτες που θα γεράσουν δουλεύοντας, με πολίτες που θα ζήσουν τα επόμενα χρόνια στη φτώχεια, με πολίτες που θα καταφεύγουν, εκ νέου, όπως πριν από πολλά - πολλά χρόνια, στο τεφτέρι του μπακάλη.
Ουδείς φαντάζομαι ότι πιστεύει πως αυτή η κατάσταση μπορεί να συνεχισθεί για πολύ.
Ουδείς φαντάζομαι θα πρέπει να πιστεύει ότι μπορεί η κοινωνία να κάθεται σκυθρωπή και να παρακολουθεί τα όσα παίζονται εις βάρος της από κυβερνήσεις και πολιτικούς, που δεν έχουν τα κότσια να λάβουν αποφάσεις που θα θίγουν τους έχοντες και κατέχοντες και εν πάση περιπτώσει αυτούς που ευθύνονται για τη σημερινή κατρακύλα.
Κι η κοινωνία που έχει αρχίσει να ξεπερνά τα όριά της, κάποια στιγμή θα εκραγεί, αφού δεν θα έχει άλλη επιλογή.