Πάνω στων βουνών μας τις πανύψηλες κορφές,
Θέλω ν’ ανέβω να βρεθώ πάνω σ’ αυτές,
να νιώσω δέος να ενωθώ με τις φωνές
των άγριων ζώων να συρθώ μαζί τους στις φωλιές.
Εκεί να ζήσω παρέα τους μακριά απ΄τις βουές,
ανθρώπων θηριών που νομίζεις ζούνε σε σπηλιές,
άγριοι μοιάζουνε σαν επιτίθονται βγάζοντας κραυγές
να τρέξω να φύγω να γλιτώσω των νυχιών τους γρατζουνιές.
Θηρίο ο άνθρωπος το μεγαλύτερο ειν’ αληθές
δεν παλεύεται εκείνον να φοβάσαι και να λες,
Θεέ μου φυλαξέ μου μακριά του σαν αγριέψει κι αρχινά τις απειλές,
με φοβίζουν τόσο πιο πολύ κι απ’ του ουρανού μας τις βροντές.
Θηρία ανήμερα είμαστε που πασχίζουν μέσα σε άγριες εποχές
η ζωή μας έγινε κυνήγι τρέξιμο δυσκολίες άγχος, στρες,
Παλεύουμε να επιβιώσουμε κι αντιδρούμε σαν των αγρίων τις φυλές,
Σε τίποτα δεν διαφέρουμε αν γινόταν να εξοντώσουμε.
ο ένας τον άλλονε μαθές.