Καφενείο, ταβέρνα, κρασοπουλειό, καπηλειό κ.λπ. είναι ονομασίες που χαρακτηρίζουν τον ίδιο χώρο. Όμως, όπως πολλές φορές ήταν φτωχό το καπηλειό, έτσι και ο ορισμός είναι φτωχός. Είναι ένας ανεπαρκής προσδιορισμός ενός χώρου. Ενός χώρου με πολλούς συμβολισμούς και πολλές έννοιες και σημασίες.
Το καφενείο το παραδοσιακό, το ουζερί, το καπηλειό είναι ο χώρος επικοινωνίας και ανθρώπινης επαφής, έκφρασης του λαικού κεφιού, διασκέδασης, χαράς και γέλιου. Είναι ο χώρος των εξομολογήσεων, των αλληλοεκμνυστηρεύσεων, των οικογενειακών μυστικών, των πονεμένων ιστοριών, ερωτικών και άλλων. Εκεί συναντούσαν οι Νεοέλληνες τους γνωστούς και τους φίλους, εκεί συζητούσαν, συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν, άλλοτε φωναχτά και άλλοτε κρυφομιλώντας σε πέτρινα και δύσκολα χρόνια. Και όταν σηκώνονταν να χορέψουν το αντρίκιο ζεϊμπέκικο, αυτή την πανάρχαιη και πανέμορφη μελωδία των εννέα όγδοων, όπως λέγεται στη μουσική γλώσσα, έσπαζαν τον νταλκά τους. Έβγαζαν τα απωθημένα τους. Τη ζωή τους που άρχιζε να ενδίδει. Τα έργα τους που απέτυχαν. Τα όνειρά τους που κατέληξαν εφιάλτες. Και ξαλάφρωναν. Έφταναν στην κάθαρση.
Εκεί διαμορφώνονταν χαρακτήρες και συμπεριφορές. Αυτό ήταν η πυξίδα της πολιτιστικής πορείας, η κυψέλη της λαϊκής μας ιδιοσυγκρασίας, της εθνικής μας ταυτότητας και γνησιότητας. Ήταν ντροπή για τους θαμώνες του καφενείου να είναι δειλοί ή θρασείς, έπρεπε να είναι θαρραλέοι. Ήταν απαράδεκτο να είναι σοβαροφανείς ή γελοίοι, μπορούσαν να έχουν πηγαίο χιούμορ χωρίς να κάνουν πλάκα. Ήταν λαϊκοί, όχι λαϊκιστές, ούτε σνομπαρίες. Ήταν χαρούμενοι, όχι κατσούφηδες ούτε χαζοχαρούμενοι. Με λίγα λόγια, χωρίς να έχουν υπόψη τους τον Αριστοτέλη, ακολουθούσαν τη μεσότητά του. Απέφευγαν και την έλλειψη και την υπερβολή.
Ήταν το καφενείο ο χώρος όπου καλλιεργούνταν οι Ελληνικές λαϊκές αξίες. Το φιλότιμο, η ευθύτητα, η εντιμότητα, η αξιοπιστία, η αξιοπρέπεια. Οι θαμώνες του μπορεί να μην ήταν σπουδαγμένοι, αλλά δεν ήταν αγροίκοι και άξεστοι. Είχαν ευγένεια, ευαισθησία, καλλιέργεια. Μπορεί να μην είχαν πολλές γνώσεις, αλλά είχαν γνώση, κρίση, σοφία, κοινό νου. Στη Γαλλία είχαν το μπιστρό, στην Αγγλία είχαν την παμπ, οι Έλληνες είχαν το καφενείο. Ήταν σαν τις βρετανικές λέσχες, που ήταν, όμως, ανοιχτό σε όλο τον κόσμο, χωρίς διακρίσεις και διαχωρισμούς.
Πρίν από μερικές δεκαετίες όλα αυτά τα απεμπολήσαμε. Το καφενείο έγινε καφετέρια, η ταβέρνα έγινε μπαρ. Τα ποτά μας τα περιφρονήσαμε. Ανακαλύψαμε το ουίσκι, το μαρτίνι, τη βότκα και άλλα ευγενή ποτά. Τα δημοτικά και λαϊκά μας τραγούδια τα συκοφαντήσαμε. Τα δημοτικά πλέον είναι για τους χωριάτες και τα λαϊκά για τους αλήτες. Οι μοντέρνοι και καθώς πρέπει προτιμούν το αργεντινό ταγκό, το ισπανικό φλαμέγκο, το βιεννέζικο βαλς κ.λπ. Επικρατεί μια άκρατη ξενομανία και ένας αφόρητος μιμητισμός. Κυριαρχούν τα ιδανικά της καταναλωτικής κοινωνίας με στοχοπροσήλωση στην καριέρα, στον πλούτο, στην επίδειξη και στην κοινωνική ανέλιξη. Το αν όλα τα αποκτούν, οι περισσότεροι, βερεσέ, δηλαδή με δανεικά ουδείς το λογαριάζει. Το ότι όλα αυτά οδηγούν στην αλλοτρίωση, στην αποξένωση και στην υποθήκευση της προσωπικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας και στο ξεπούλημα της ψυχής κανείς δεν το σκέφτεται.
Ίσως σήμερα, η βαριά οικονομική κρίση που βιώνουμε μας οδηγήσει σε αναπροσδιορισμό κάποιων αξιών όπως τα κοινωνικά, ενδιαφέροντα, η συλλογική δράση, η εθνική συνοχή και η επιστροφή στη γνησιότητα. Ίσως θυμηθούμε το καπηλειό που ήταν φτωχό και βερεσέ δεν έδινε και τους θαμώνες του που δεν καταδέχονταν να δανειστούν για να αγοράσουν αυτοκίνητο, να πάνε διακοπές και να το παίξουν σπουδαίοι και τρανοί. Πού θεωρούσαν ξεφτίλες τα κομματόσκυλα και όλους αυτούς που θεωρούσαν κατόρθωμα το ρουσφέτι, τη συναλλαγή, την κλεψιά, τη διαφθορά, τη λαμογιά. Επειδή, απλώς, είχαν αξιοπρέπεια, είχαν περηφάνεια.