Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η χώρα μας διέρχεται μία από τις κρισιμότερες περιόδους της ιστορίας της. Η απελπιστική οικονομική κατάσταση, που καθημερινά επιδεινώνεται και οδηγεί εκ του ασφαλούς στη θρυλουμένη από καιρό πτώχευση, ο καταιγισμός των αποκαλυπτομένων κάθε τόσο σκανδάλων, η διαφθορά σε όλους τους τομείς του πολιτικού και κοινωνικού βίου, η διεθνής διαπόμπευση και εξευτελισμός μας σαν έθνος, μας γέμισε πικρία, απογοήτευση και κατάθλιψη. Τις συνέπειες της βαθιάς οικονομικής, αλλά ιδίως της ηθικής κρίσης της χώρας μας εισπράττουν σε μεγαλύτερο βαθμό οι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι προβληματίζονται για το ζοφερό μέλλον που προδιαγράφεται για την κοινωνική και επαγγελματική τους αποκατάσταση εξαιτίας της ανεργίας, της μειώσεως των θέσεων εργασίας και των επιτακτικών αναγκών καλύψεως των δαπανών αξιοπρεπούς διαβίωσής τους. Αγχωμένοι και απελπισμένοι μπροστά στην τραγική κατάσταση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι νέοι μας, κάνουν απέλπιδες προσπάθειες να βρουν τρόπους για την αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων τους. Έτσι ένα μέρος των νέων ρέπει στον τζόγο, τα φανταχτερά τηλεπαιχνίδια που μοιράζουν αγνώστου προελεύσεως εκατομμύρια, τα καλλιστεία και τα επονομαζόμενα «talent sows» για την ανάδειξή τους μέσω της τηλεόρασης σε καλλιτεχνικούς αστέρες, ενώ το μεγαλύτερο μέρος αγωνίζεται και αγωνιά για την εξασφάλιση κάποιας θέσεως στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, κάνοντας μεταπτυχιακές σπουδές και μαζεύοντας πανεπιστημιακούς τίτλους εγχώριους και του εξωτερικού με υπέρογκες δαπάνες που επιβαρύνονται οι γονείς τους. Δεν λείπει ατυχώς όμως και ένα ποσοστό που το «ρίχνει» στο ποτό και τα ναρκωτικά για να αποδράσει από την οδυνηρή πραγματικότητα. Και το μεν επίσημο κράτος, υπερχρεωμένο και δεσμευμένο πια για χρόνια από τους σκληροτράχηλους δανειστές μας, αδυνατεί εκ των ενόντων να δώσει διέξοδο και λύση στα διογκούμενα καθημερινά προβλήματα επιβίωσης και αποκατάστασης των νεόπτωχων και εξαθλιωμένων κατά ένα μεγάλο ποσοστό Νεοελλήνων. Στο μεταξύ αυξάνεται η πελατεία των ψυχιάτρων και ψυχολόγων, καθώς και η κατανάλωση ηρεμιστικών και αντικαταθλιπτικών φαρμάκων από άλλοτε ψυχικά υγιείς και χαμογελαστούς ανθρώπους. Άγχος, θλίψη, απογοήτευση, φόβος για το αύριο, στενοχώρια και απελπισία είναι τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου της καθημερινότητας.
Και ερχόμαστε τώρα στη μοναδική ίσως ελπίδα που απομένει στην αντιμετώπιση των δυσχερών ψυχολογικών αλλά και οικονομικών καταστάσεων της σύγχρονης επικαιρότητας. Μιλάμε για την Εκκλησία, ως θείο καθίδρυμα, ως κιβωτό σωτηρίας, παρηγορίας και ανακούφισης των πασχόντων συνανθρώπων.
Βέβαια ο πολύς κόσμος και ίσως δικαίως, λόγω της εσφαλμένης εικόνας που δίνει προς τα έξω, θεωρεί την Εκκλησία σαν ένα οργανωμένο σωματείο ή εταιρία με αμύθητα περιουσιακά στοιχεία, που διατηρεί πολυτελείς μεγαλοπρεπείς ναούς και μητροπολιτικα μέγαρα και που εισπράττει από ζώντες και νεκρούς, χωρίς να αντιπαρέχει στο πάσχον ποίμνιο τη δέουσα οικονομική στήριξη.
Παραβλέπουν ή παραθεωρούν οι περισσότεροι τα οργανωμένα συσσίτια πολλών Μητροπόλεων, τα οποία θεωρούν υποτιμητικά της στοιχειώδους αξιοπρέπειας, καθώς θυμίζουν κατοχική περίοδο. Ωστόσο και η προσφορά αυτή της Εκκλησίας με τη συνδρομή εθελοντών ενοριτών δεν επιλύει προφανώς τα ουσιωδέστερα και βαθύτερα ψυχολογικά προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου, που οπωσδήποτε μπορεί να πηγάζουν και από την τρέχουσα οικονομική κρίση.
Και για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα η ανακούφιση των ενδεών και η κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών διαβίωσης των πραγματικά πασχόντων ανθρώπων είναι έργο και καθήκον του αρμόδιου κρατικού φορέα που λέγεται Υπουργείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Πρόνοιας. Η Εκκλησία μόνο επικουρικά στο πλαίσιο της φιλανθρωπικής της αποστολής μπορεί να στηρίζει, εφόσον έχει τη δυνατότητα, τα έχοντα ανάγκη τέκνα της. Το κύριο έργο της ζώσης Εκκλησίας είναι ο καθαγιασμός των πιστών, η παραμυθία, η ανακούφιση και η ψυχολογική στήριξη του ποιμνίου στο πλαίσιο της ενορίας, η οποία τείνει να εκλείψει. Η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε σήμερα να δώσει νόημα βίου, ελπίδα στα κοσμικά αδιέξοδα, αφοβία θανάτου, ήθος και ενάρετη βιωτή με τη σεμνότητα, την ταπεινότητα και την παραδειγματική αυταπάρνηση των εκπροσώπων των κληρικών. Σε μια Ελλάδα που απαγοητεύει καθημερινά τίμιους και ειλικρινείς, ήρθε η ώρα της Εκκλησίας να νοηματοδοτήσει το περιεχόμενο και την αξία της ζωής του παραπέοντος απογοητευμένου ανθρώπου. Του νέου ιδίως συνανθρώπου που αναζητά τη γνησιότητα, την αλήθεια και το φωτεινό παράδειγμα ενάρετων καθοδηγητών, που θα απαντήσουν στις υπαρξιακές του αναζητήσεις και θα δώσουν διέξοδο στα άγχη και τις στενοχώριες της καθημερινότητας.
Οι νέοι μας στο μεγαλύτερο ποσοστό τους αναζητούν τη χριστιανική αλήθεια εκεί που βιώνεται πράγματι. Έτσι εξηγείται ο μεγάλος αριθμός νεαρών προσκυνητών στα αγιορείτικα ασκηταριά και μοναστήρια και στα απομακρυσμένα και απέριττα εξωκλήσια. Οι τεράστιοι και φορτωμένοι εξεζητημένης διακόσμησης ναοί με το εκτυφλωτικό φως των ηλεκτρικών πολυελαίων και προβολέων, τα θηριώδη ηχεία και οι επηρμένες ψαλμωδίες, τα πολυτελή και χρυσοστόλιστα άμφια και ο ξύλινος κηρυκτικός λόγος με διαρκή παροχή συμβουλών και διδαγμάτων, καθώς και τον άστοχο πολλές φορές βομβαρδισμό των «ασεβών» και αμαρτωλών, που γεμίζει ενοχές το εκκλησίασμα, απομακρύνει τους νέους από την ευχαριστιακή σύναξη, την κοινωνία αδελφών εν αγάπη Χριστού και τη συμπροσευχή με ταπείνωση και κατάνυξη προς καθαγιασμό και ειρήνευση των πιστών, που αποτελεί την πεμπτουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ώρα λοιπόν στην κρίσιμη κατάσταση που διέρχεται η χώρα μας, να συνέλθει η Εκκλησία και δίδοντας πρώτη το παράδειγμα λιτότητας και εγκράτειας να προσφέρει το αληθές νόημα βίου και παραμυθία στο ποίμνιό της, αγκαλιάζοντας με ανιδιοτελή, ειλικρινή και θυσιαστική αγάπη ιδιαίτερα τα πάσχοντα μέλη της.