«Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα θα ήταν παράνομες». Αυτή η ανώνυμη ρήση ήρθε στο νου μου για μια ακόμη φορά με αφορμή τη μεγάλη αποχή που σημειώθηκε στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές.
Δεν ξέρω αν όσοι επέλεξαν αυτή τη φορά την αποχή ή τη λευκή ψήφο είχαν στο μυαλό τους τη λογική της παραπάνω φράσης και γι’ αυτό θεώρησαν περιττό να πάνε να ψηφίσουν. Αλλά όταν φτάνουμε στο σημείο να παρακαλούν οι πολιτικοί τους πολίτες να προσέλθουν στις κάλπες (κι όχι απλά να τους ψηφίσουν) τότε κάτι πρωτοφανές συμβαίνει στα πολιτικά χρονικά της χώρας μας. Κάτι εκρηκτικό εγκυμονεί αυτή η εκλογομετάλλαξη. Αν αυτό δεν είναι σαφής προειδοποίηση στους πολιτικούς για την απαξίωση του πολιτικού μας συστήματος, τότε δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να σημαίνει.
Τις μέρες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν των εκλογών, διαβάσαμε και ακούσαμε πληθώρα αναλύσεων γύρω από το φαινόμενο της αποχής, ενώ παράλληλα στήνονταν μηχανισμοί ποδηγέτησης του εκλογικού σώματος με διλήμματα, απειλές, κινδυνολογία και κάθε είδους αδιέξοδα, προκειμένου να υπηρετήσουν τους σκοπούς της πολιτικής εξουσίας.
Τα πράγματα όμως είναι απλά, όσο κι αν οι αναλυτές τα εμφανίζουν ως περίπλοκα: Τόσο η αποχή, όσο και τα λευκά ή άκυρα που παρατηρήθηκαν στις δύο ψηφοφορίες, δεν εκφράζουν παρά μόνο την έντονη αποδοκιμασία των πολιτών για τον τρόπο που ασκείται η πολιτική σήμερα και την απώλεια εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων προς τους πολιτικούς.
Αυτό που διαπιστώνεται για μια ακόμα φορά είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, που έχει το δικαίωμα - και την υποχρέωση - του εκλέγειν, έχει βαρεθεί τις αλληλοκατηγορίες των πολιτικών, τα εκλογικά εσωκομματικά μαγειρέματα, τις παροχολογίες και τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Κουράστηκε από τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», όλων των κομμάτων και των παρατάξεων που συνθηματολογούν μετά μανίας και αλληλοϋβρίζονται με περισσή αυτοϊκανοποίηση. Όλος αυτός ο κόσμος και κυρίως ο κόσμος των νέων, προσπαθεί με την αποχή ή τη λευκή και άκυρη ψήφο, να εκφράσει την αποδοκιμασία του σ’ ένα πολιτικό σύστημα που τον... δουλεύει παρακάμπτοντας ουσιαστικά και κρίσιμα προβλήματά του.
Το γεγονός ότι η αποχή, όπως και η λευκή και άκυρη ψήφος, συγκεντρώνουν την προτίμηση των ψηφοφόρων δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά τους πολιτικούς οι οποίοι αρκούνται αυτοϊκανοποιημένοι στα δικά τους μικρά ποσοστά, αρκεί να τους εξασφαλίζουν την ποθητή «καρέκλα» της εξουσίας και την υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους.
Δυστυχώς η αποχή, όπως και η λευκή ή άκυρη ψήφος δεν λύνουν τα προβλήματα. Παραμένουν απλά τρόποι διαμαρτυρίας χωρίς άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα. Τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν προβληματίζονται και πολύ από την αποχή και τα λευκά, γιατί ξέρουν ότι αυτοί που απήχαν θα έριχναν «μαύρο» αν πήγαιναν να ψηφίσουν, ενώ με την αποχή τους ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν μεταβάλλεται άρδην. «Ας ψηφίζουν μόνο οι δικοί μας, οι φανατικοί. Αυτούς χρειαζόμαστε», λένε τα κόμματα τρίβοντας τα χέρια τους.
Τι έγινε στη Λάρισα, για παράδειγμα στο Δήμο: Οι μισοί Λαρισαίοι ψηφοφόροι (το 50%) απείχαν ή έριξαν λευκό και άκυρο. Το άλλο 50% μοιράστηκε μεταξύ των δύο «μονομάχων» του δεύτερου γύρου. Το αποτέλεσμα ήταν να πάρουν από 25% των ψήφων ο καθένας, με ελαφρά υπεροχή του ενός, ο οποίος τελικά εκλέχθηκε. Το συμπέρασμα όμως που βγαίνει είναι ότι ο «νικητής» των δημοτικών εκλογών στη Λάρισα κατήγαγε μια «Πύρρεια» νίκη και είναι δήμαρχος του 25% και κάτι, των Λαρισαίων ψηφοφόρων. Το 75% του εκλογικού σώματος επέλεξε, είτε την αποχή και τα λευκά, είτε τον αντίπαλό του!
Αυτό φυσικά συνέβη και σε άλλους δήμους ή περιφέρειες, όπου σημειώθηκε μεγάλη αποχή της τάξης του 50-60% και οι «νικητές» είχαν οριακή πλειοψηφία.
Αν πάμε έτσι οδηγούμαστε νομοτελειακά σε μια δημοκρατία του ενός τετάρτου, όπου το ποσοστό εκείνων που αποφασίζουν περιορίζεται στο 25% και λιγότερο. Πρέπει να το σκεφτούν όσοι μετά την όποια νίκη τους σε εκλογές μιλούν για «νίκη της πλειοψηφίας», «ο λαός μίλησε» και άλλα ηχηρά.
Παρ’ όλα αυτά ο τρόπος αυτός της αποδοκιμασίας και της διαμαρτυρίας (αποχή - λευκό – άκυρο) που επιλέγει ο αγανακτισμένος πολίτης δεν παύει να έχει την πολιτική του σημασία, με τη διαφορά ότι αν γενικευθεί μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη αδιέξοδα, αλλά ίσως και σε αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.
Η αποχή είναι δίκοπο μαχαίρι που όμως μπορεί να επιφέρει βαθιές τομές. Η αποχή, όπως και τα λευκά, μπορούν να δώσουν έντονα πολιτικά μηνύματα κι ο πολίτης το έχει αντιληφθεί αυτό και το χειρίζεται ως όπλο έναντι σ’ ένα πολιτικό σύστημα που τον χρησιμοποιεί. Αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορούν να τον σέρνουν οι πολιτικοί σαν σκυλάκι του Παυλόφ στην κάλπη, εκμεταλλευόμενοι τα αντανακλαστικά του. Η ψήφος δεν είναι φετίχ. Δεν μπορεί πάντα ο πολίτης να κατακυρώνει και να κατοχυρώνει τις πράξεις των πολιτικών, που μπορεί να είναι από ανάξιες μέχρι ανέντιμες.
Κι αν με την αποχή θεωρείται ότι ο ψηφοφόρος περιθωριοποιείται με μηδενιστικό τρόπο, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη λευκή ψήφο η οποία, παρά το γεγονός ότι την μπερδεύουν πονηρά με τα άκυρα, σε μια απόπειρα υποβάθμισής της, εντούτοις δεν είναι ούτε απλό, ούτε περιθωριακό ζήτημα του εκλογικού δικαίου. Είναι ένα δικαίωμα που πηγάζει από το Σύνταγμα. Και σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, «έχει τη δυνατότητα αποδοκιμασίας όλων των κατερχομένων στις εκλογές υποψηφίων γιατί αποτελεί και αυτή (η λευκή ψήφος) μορφή εκδήλωσης της λαικής κυριαρχίας».
Το σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι η λευκή ψήφος δεν είναι άκυρη, δεν σημαίνει αποχή, θεμελιώνεται συνταγματικά και ίσως είναι και επιλογή των πιο συνειδητοποιημένων πολιτικά, πολιτών.
Δεν ξέρω πόσο σοβαρά θα πάρουν αυτή τη φορά οι πολιτικοί μας άνδρες την αντίδραση αυτή των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων, αλλά θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους κάποτε τα μηνύματα που στέλνει το εκλογικό σώμα. «Οι καιροί ου μενετοί». Η κριτική, η διαμαρτυρία και η αμφισβήτηση δεν είναι δυνατόν ούτε να εξορκιστούν, ούτε να αποκλειστούν, ούτε να εξοβελιστούν από το πολιτικό σκηνικό. Αποτελούν θεμελιακά στοιχεία ενός πολυφωνικού δημοκρατικού πολιτεύματος και αναπόδραστη συνέπεια της ορθής λειτουργίας του. Σαν τέτοια λοιπόν διεκδικούν σε κάθε λαϊκή ετυμηγορία, τη συγκεκριμένη, τυποποιημένη και έγκυρη θεσμική τους αποτύπωση.
Η παράκαμψη και η απόπειρα υποβάθμισης της σημασίας, που είχε σ’ αυτή την εκλογική αναμέτρηση η αποχή και η λευκή ψήφος, μόνον δεινά θα φέρει στο πολιτικό μας σύστημα.