Μια νέα πολιτική πραγματικότητα έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα μετά τα αποτελέσματα των εκλογών για την ανάδειξη των νέων περιφερειακών και δημοτικών αρχόντων, πραγματικότητα η οποία διαμορφώνεται, όχι τόσο από το ποιος τελικώς εξελέγη στις περιφέρειες και τους δήμους (αφού υπήρξαν άτυπες συμμαχίες και αλισβερίσια) αλλά από το γεγονός ότι οι εταίροι του δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) δεν νίκησαν (συγκέντρωσαν μαζί περί το 67%) οι δε πολίτες γύρισαν την πλάτη στις υφιστάμενες πολιτικές δυνάμεις.
Την ίδια δε στιγμή υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα του Μνημονίου, των πιθανολογούμενων νέων μέτρων σε βάρος της κοινωνίας, τα ευρύτερα παιχνίδια σε σχέση με το ευρώ, η δυσχερής εκταμίευση της τρίτης δόσεως του δανείου προς τη χώρα και φυσικά η κόντρα (έστω φραστική) της Ελλάδος με την επιθυμούσα να εδραιώσει τον ηγεμονικό της ρόλο στην Ε.Ε. Γερμανία.
Οι περισσότεροι αναλυτές, συνυπολογίζοντας την πιθανότητα κοινωνικής εκρήξεως (άλλωστε, το απρόβλεπτο καραδοκεί και μια σπίθα αρκεί για να πάρει φωτιά το σκηνικό) προεξοφλούν πως το κλίμα αμφισβητήσεως, όπως αυτό εκφράστηκε στις αυτοδιοικητικές εκλογές, θα ενταθεί προσεχώς και θα δημιουργήσει συνθήκες αναταραχής στη χώρα.
Ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου, ο οποίος δήλωνε «δεξιά και αριστερά» πως δεν τον ενδιαφέρει το πολιτικό κόστος, τελικά νοιάστηκε γι’ αυτό και εξ αυτού έκανε στροφή: Και αντί του πολιτικού διλήμματος της Α’ Κυριακής που περιείχε την απειλή των πρόωρων εκλογών, τη Β’ Κυριακή επέλεξε να προβάλλει τον αυτοδιοικητικό χαρακτήρα της εκλογικής αναμετρήσεως.
Ο δε αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς σταθεροποιήθηκε μεν στην ηγεσία του κόμματος, χωρίς, όμως, να νικήσει, αλλά μετά τις εξελίξεις που σημειώνονται περί τα οικονομικά της χώρας, οι περισσότεροι αναλυτές πιθανολογούν ότι οι δύο άνδρες, ως αρχηγοί των δύο μεγαλύτερων (αστικών) κομμάτων της χώρας θα χρειαστεί να συμπλεύσουν.
Και πιθανώς θα χρειαστεί (παρά τους όποιους λεονταρισμούς) να συμπλεύσουν – ίσως και να συνυπάρξουν σε ένα κυβερνητικό σχήμα, αν και αυτό διαψεύδεται, ένθεν κακείθεν - καθώς έχει καταστεί σαφές πως η κατάσταση τείνει να φτάσει σε αδιέξοδο, το οποίο θα επιταθεί, καθώς οι προβλεπόμενοι στόχοι (υπαγορευθέντες από το Μνημόνιο) «δεν πιάνονται, ούτε θα πιαστούν» (άλλωστε, τίποτα δεν δουλεύει στη χώρα σε επίπεδο φοροεισπρακτικών μηχανισμών) ήδη δε φαίνεται να είναι προ των πυλών το σενάριο της επαναδιαπραγματεύσεως όρων του Μνημονίου, αλλά και αυτό της επιμηκύνσεως του χρόνου αποπληρωμής του δανείου.
ΑΣΦΥΚΤΙΚΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΕΑ ΜΕΤΡΑ
Είναι κοινό μυστικό ότι οι δανειστές της χώρας (παρά τα όσα «στρογγυλοποιημένα» και …ευχάριστα διοχετεύονται δημοσίως, για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους) πιέζουν αφόρητα την Αθήνα για πρόσθετα μέτρα, ώστε να καλυφθούν οι υπερβάσεις των ελλειμμάτων και η υπεραύξηση των χρεών, που προκύπτουν από τη νέα αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων.
Και επειδή δεν μπορούν να μειωθούν άλλο οι μισθοί, ούτε να αυξηθούν οι φόροι – αυτό, άλλωστε, το διατυμπανίζει η κυβέρνηση, ως μήνυμα προς τους δανειστές της χώρας και το τόνισε ο πρωθυπουργός στον πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί την περασμένη Δευτέρα στο Παρίσι - οι ξένοι ελεγκτές και επιτηρητές, με τη συμφωνία της κυβερνήσεως, επιμένουν στη λύση του δραστικού περιορισμού του κράτους, μέσω ενός συνδυασμένου επιθετικού προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και καταργήσεως κρατικών οργανισμών, προκειμένου, όπως υποστηρίζουν, να απαλλαγεί το κράτος από το κόστος αναποτελεσματικών κρατικών φορέων και να γλιτώσει τη μισθοδοσία δεκάδων χιλιάδων υπαλλήλων.
Κάτι τέτοιο, όμως, παρά τις διαψεύσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιώργου Πεταλωτή, σημαίνει απολύσεις δημόσιων υπαλλήλων, δηλαδή περαιτέρω μεγάλωμα της στρατιάς των ανέργων, οι οποίοι, όμως, θα βγουν αναγκαστικά στους δρόμους και τότε τίποτα δεν θα είναι προβλέψιμο...
Στην παρούσα φάση, εκτιμάται βασίμως πως δεν θα υπάρξει πρόβλημα με την τρίτη δόση του δανείου (παρά τις κόντρες Αθηνών – Βερολίνου – Βιέννης) αλλά προεξοφλείται πως το πρόβλημα θα «το βρούμε μπροστά μας», το Φεβρουάριο, όταν θα ακολουθήσει ένας νέος κύκλος αξιολογήσεως της χώρας και θα εμφανισθούν οι ενδείξεις αδυναμίας εκτελέσεως του προϋπολογισμού για το 2011, οπότε η απειλή της διακοπής της δανειοδοτήσεως της χώρας μπορεί να αποδειχθεί γεγονός.
Ας μην λησμονούμε, εξ άλλου, ότι το επαπειλούμενο ιρλανδικό κραχ και η διολίσθηση της Πορτογαλίας σε παρόμοια τροχιά, αυξάνουν τις πιέσεις προς την Αθήνα και, όπως λένε πολλοί αναλυτές – σε αντίθεση με τις κυβερνητικές εκτιμήσεις - όσο η κρίση χρέους επεκτείνεται στην περιφέρεια της ευρωζώνης, τόσο η διαχείριση του ελληνικού προβλήματος θα δυσκολεύει.
ΕΝΔΟΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ
Το πρόβλημα της Ελλάδος είναι «παρών» και ο Γιώργος Α. Παπανδρέου οφείλει να το αντιμετωπίσει. Και να το αντιμετωπίσει με σοβαρό τρόπο και όχι με επικοινωνιακά τερτίπια: Προς τούτο, δέχεται εισηγήσεις να αναμετρηθεί ευθέως μετά τα μακροχρόνια προβλήματα του τόπου, με ριζικές τομές και να αλλάξει συνολικά το κράτος και τη λειτουργία του, αλλά και το μοντέλο της οικονομικής πολιτικής.
Την ίδια στιγμή, όμως, άλλα κυβερνητικά στελέχη προτείνουν επιμήκυνση του προγράμματος σταθεροποιήσεως, ως το 2014 ή το 2015 και μερική διαπραγμάτευση του μνημονίου, σενάρια που, ούτως ή άλλως, υπάρχουν και μεταξύ των εταίρων, αλλά και στο μυαλό του πρωθυπουργού.
Ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος βάλλεται πανταχόθεν, επιμένει, παρά ταύτα, στο υπάρχον σχήμα οικονομικής πολιτικής, θεωρώντας ότι μπορεί να διεκδικήσει την ανοχή της τρόικας, ή καλύτερα να απορροφήσει τον όποιο κύκλο νέων πιέσεων μπορεί να αναπτυχθεί.
Αλλά, αν αυτά συμβαίνουν εντός της κυβερνήσεως, υπάρχουν και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, που (υποτίθεται ότι) «ακούνε την κοινωνία», λένε πως δεν νοιάζονται για τους αριθμούς και φοβούνται την ύφεση και τις πιθανές κοινωνικές αναταραχές, ενώ όλοι αναλυτές, κινούμενοι στην ίδια κατεύθυνση, συναθροίζουν στο γενικότερο κλίμα αναταραχής και την επανεμφάνιση του τρομοκρατικού φαινομένου και φυσικά ενίσχυση της ακροδεξιάς στην Αττική (με ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν ανοικτές «συγκρούσεις των άκρων»).
Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ
Ο διευθυντής της «Καθημερινής» Αλέξης Παπαχελάς έγραψε την περασμένη Κυριακή, ότι ο Γ. Α. Παπανδρέου «έχασε τις τελευταίες εβδομάδες πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο και εκτός και εντός. Είναι πολύς ο κόσμος που θύμωσε μαζί του, όπως και ο κόσμος που απογοητεύθηκε σφόδρα από το επίπεδο τόσο της διακαναλικής παρουσίας του όσο και του μηνύματος της τελευταίας Κυριακής. Καμιά εκ των δύο εμφανίσεων δεν περιείχε αυτό που θέλει ο Έλληνας να δει αυτήν την ώρα: πολιτικό μεγαλείο ή σαφές σχέδιο εξόδου από την κρίση. Μεγαλείο θα μπορούσε να δείξει με μια γενναία κίνηση συναίνεσης ή και συνεργασίας».
Αυτό, σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες και μη διαψευδόμενες πληροφορίες, είναι το αναγκαστικό σχέδιο που επεξεργάζεται ο πρωθυπουργός, ο οποίος (ενόψει και του διαφαινόμενου μετώπου, που, αναγκαστικά, θα ανοίξει η κυβέρνηση με πολλές κοινωνικές ομάδες) δέχεται εισηγήσεις είτε για σύγκληση συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, είτε (το πιθανότερο) για κατ' ιδίαν συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς, προκειμένου να συζητηθούν τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα της χώρας.
Στόχος είναι να εξασφαλιστεί τουλάχιστον η ανοχή της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, κυρίως σε ό,τι αφορά στα μέτωπα που θα ανοίξουν με τις επικείμενες αποφάσεις για τη λεγομένη εξυγίανση των ΔΕΚΟ, τις πιθανές απολύσεις και τις πιθανές περικοπές αποδοχών, το επικείμενο άνοιγμα και άλλων κλειστών επαγγελμάτων, τις ιδιωτικοποιήσεις οργανισμών και την εκποίηση/αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας.
Τη συναινετική του διάθεση εξεδήλωσε την παρελθούσα Κυριακή ο πρωθυπουργός στο μήνυμά του για τη Β’ Κυριακή των εκλογών και ως φαίνεται αυτή τη διάθεση θα συμμεριστεί τελικώς (με κάποια προαπαιτούμενα) η ηγεσία της ΝΔ, η οποία, άλλωστε, τον στήριξε στην φραστική του αντιδικία με την Καγκελάριο Μέρκελ.
Ωστόσο, δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας το γεγονός ότι υπάρχουν οι Επιτροπές της Βουλής για τα θεωρούμενα ως σκάνδαλα της ΝΔ και φυσικά η Εξεταστική Επιτροπή για την οικονομία. Και αυτά είναι σημαντικά εμπόδια, ειδικά δε η επιτροπή για την οικονομία, εφόσον δεν κάνει πίσω η κυβέρνηση, μπορεί να αποδειχθεί ως τορπίλη στην επιδιωκόμενη, από το Μέγαρο Μαξίμου, αναγκαστική συναίνεση.
Ο πρωθυπουργός θέλει (συμφωνούν σ’ αυτό και ο πρόεδρος Σαρκοζί και ο επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν) να επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής του δανείου και ακόμη να επιχειρήσει να διαπραγματευτεί αλλαγές στο μνημόνιο.
Όμως, όλα αυτά είναι αμφίβολο αν μπορούν να υλοποιηθούν μετά και τις εξελίξεις στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία και την άκαμπτη στάση της Γερμανίας, στάση που συνοδεύθηκε από τις απειλές για αναστολή της τρίτης δόσεως του δανείου.
Είναι προφανές πως, με βάση όλα αυτά τα δεδομένα, δεν υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ και ως εκ τούτου μια πιο συλλογική και φυσικά πιο συναινετική προσέγγιση του προβλήματος της χώρας, από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι μόνο ευκταία, αλλά αναγκαία.