Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τον οποίο οι Ευρωπαίοι πρέσβεις είχαν χαρακτηρίσει «τον γενναιότερο άνδρα των καθ’ ημάς χρόνων» προσπαθούσε να περισώσει ότι είχε απομείνει από τη ρημαγμένη γη από τα χτυπήματα του Ιμπραήμ και τον εμφύλιο σπαραγμό. Η ηρωική άμυνα του Μεσολογγίου κατά τον φοβερό χειμώνα του 1825-1826 αντιμετωπίζοντας τις ενωμένες στρατιές του Κιουταχή και Ιμπραήμ ανακάλεσε στη μνήμη της ανθρωπότητας τη δόξα του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών ενώ η σφαγή αμάχων που ακολούθησαν την απεγνωσμένη έξοδο του Πάσχα του 1826 συγκλόνισε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο ενώ προκάλεσε άφατη θλίψη στο εν επεναστάσει έθνος. Το 1826 απεβίωσε ο μυστικοπαθής και αναποφάσιστος Τσάρος Αλέξανδρος και στο θρόνο ανήλθε ο ορμητικός και αποφασιστικός Νικόλαος, ο οποίος δήλωσε στον Άγγλο στρατηγό Ουέλιγκτον, που τον επισκέφθηκε το 1826 στην Αγία Πετρούπολη, για να τον συγχαρεί για την ανάρρηση στο θρόνο, ότι θα επιλύσει το ελληνικό πρόβλημα εν πάση περιπτώσει. Αφετέρου: Το ξερίζωμα από τις εστίες των αθώων κατοίκων της ιεράς πόλης του Μεσολογγίου, η θλιβερή εικόνα που εμφάνιζε ο Ιμπραήμ να πουλά στα σκλαβοπάζαρα τις κοπέλες και τα μικρά παιδιά, που είχε αιχμαλωτίσει στην ιερά πόλη του Μεσολογγίου, η φρικαλέα εικόνα να φορτώνει τα κεφάλια των Χριστιανών σε καράβια και να τα αποστέλει στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια για να υπογραμμίσει το θρίαμβό του συγκλόνισαν τις χριστιανικές αυλές και κυβερνήσεις της Ευρώπης με αποτέλεσμα να υπογραφεί υπό Αγγλίας – Ρωσίας και μετέπειτα Γαλλίας το πρωτόκολλο της Πετρούπολης την 23/4/1826, το οποίο κοινοποιήθηκε στο Σουλτάνο στις 11/1/1827, ο οποίος το απέρριψε. Μετά την άρνηση της Πύλης να δεχτεί το πρωτόκολλο της Πετρούπολης με το οποίο αναλάμβαναν την υποχρέωση να στείλουν Ναυτικές Μοίρες στα Παράλια της Πελοποννήσου και να επιδώσουν αυτό το πρωτόκολλο στον Ιμπραήμ και να του ζητήσουν ν’ απόσχει από τη σφαγή και την ερήμωση της Πελοποννήσου. Η ιστορική όμως των πραγμάτων μοίρα, ίσως και κάποια θεϊκή κατάρα που βαρύνει τα καράβια που έρχονται να υποδουλώσουν την Ελλάδα είτε αυτά ανήκουν στον Ξέρξη στη Σαλαμίνα, είτε στον Μπαρμπαρόσα στη Ναύπακτο, είτε στον Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο, οδήγησαν τους στόλους των συμμάχων στο Ναυαρίνο την 8η Οκτωβρίου 1827, όπου ναυλοχούσε ο πανίσχυρος για τα μέτρα της εποχής εκείνης Τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Ο Ιμπραήμ με διάφορους δόλιους τρόπους, προσπάθησε να εξαπατήσει τους τρεις ναυάρχους, οι οποίοι την ώρα εκείνη δεν ήταν μόνο όργανα της κρατικής εξουσίας της πατρίδας τους, αλλά και άνθρωποι που τους συγκλόνιζε το θέαμα να φορτώνονται στα πλοία κεφάλια κομμένα αθώων και οι κοπέλες στα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης, παρά το ότι δεν είχαν εντολή να επιτεθούν όταν δέχτηκαν πρόκληση του Ιμπραήμ που πυροβόλησε και σκότωσε τον αγγελιοφόρο τους, διέταξαν πυρ. Ο Άγγλος Ναύαρχος Κόδριγκτον ως επικεφαλής πάνω στην Αγγλική ναυαρχίδα Ασία, ο Ρώσος Υποναύαρχος Έιντεν και ο Γάλλος υπόναύαρχος Δερυγνό κατηύθυναν με επιτυχία τις βολές εναντίον του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου που είχαν προκαλέσει αίμα και δάκρυα στο υπόδουλο γένος. Αποτέλεσμα της ναυμαχίας εκείνης ήταν η ολοσχερής καταστροφή του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου, ο οποίος έχασε εντός ολίγων ωρών 6.000 άνδρες και 60 γιγάντια πολεμικά καράβια. Ο Γάλλος πρεσβευτής Arthur de Gobinean ο οποίος υπηρέτησε στην Ελλάδα κατά τα έτη 1864-1868 περιγράφει με τα κολακευτικότερα λόγια και με πολλή αγάπη για την Ελλάδα το γεγονός εκείνο. Μας λέει, μεταξύ άλλων: «Κάποτε ο κόσμος κουράστηκε με τα βάσανα οι εξιστορήσεις των οποίων είχαν διαρκέσει πάρα πολύ. Ο κόσμος σκλήραινε. Οι πίνακες με θέμα τους Έλληνες, τα τρυφερά τραγούδια για τις νεαρές Ελληνίδες έχαναν τη γοητεία τους μαζί με το νεωτερισμό τους. Η βοήθεια προς τους επαναστάτες μειώθηκε, χωρίς φυσικά να μειωθεί ο ρυθμός εξόντωσής τους. Από την άλλη οι κυβερνήσεις, με τις ταλαντεύσεις και τις αβεβαιότητές τους, με τις έγνοιες που τους προκαλούσε η ρωσική πολιτική, με τις ικεσίες των φιλάνθρωπων, με την εκστατική οργή του Τύπου, κατέληξαν άθελά τους να κάψουν τον τουρκικό στόλο, γεγονός που εν ριπή οφθαλμού πρόσφερε περισσότερες υπηρεσίες στους επαναστάτες απ’ όλες τις επιτροπές αρωγής που είχαν συσταθεί. Το ίδιο το βράδυ της νίκης, οι νικητές μετάνιωναν. Στο Παρίσι, στο Λονδίνο, επικράτησε θλίψη και παρατηρήθηκε αναζωπύρωση της πεποίθησης ως προς την ανάγκη να διατηρηθεί ακέραια η Οθωμανική Αυτοκρατορία που μόλις είχε αφοπλιστεί». Είδε και είχε πολλά να μας πεί ακόμη, ο Γάλλος Πρεσβευτής της περιόδου 1864 – 1868. Όμως λόγω στενότητας χώρου της εφημερίδας μας, δεν είναι δυνατή αυτή η αφηγηματική του εξιστόρηση να ολοκληρωθεί. Ίσως, μια άλλη φορά, αυτό να συμβεί. Πάντως, σήμερα το τοπίο είναι ήρεμο, τίποτε δεν μπορεί να μαρτυρήσει ότι στον ειδυλλιακό αυτό όρμο πριν 182 χρόνια έλαβε χώρα μια τόσο τρομερή Ναυμαχία. Την ηρεμία όμως του τόπου διακόπτει πού και πού το φτερούγισμα της δόξας. Οι φιλόξενοι κάτοικοι της όμορφης πόλης του Μωριά καθισμένοι στα καφενεδάκια δίπλα στο κύμα, διηγούνται σαν παραμύθι όσα άκουσαν από τους παππούδες τους, για τη Ναυμαχία εκείνη, που βοήθησε το αγωνιζόμενο έθνος να αποκτήσει την ελευθερία του. Με συγκίνηση δείχνουν τα τρόπαια στον απέναντι λόφο που δεσπόζει του Λιμένα του Ναυαρίνου, όπου αναπαύονται τα οστά των 127 παλικαριών (Άγγλων – Γάλλων και Ρώσων) που έπεσαν μαχόμενοι για την ελληνική ανεξαρτησία, πολεμώντας εναντίον ενός ανελέητου επιδρομέα που κατά τραγική ειρωνεία είχε αποπλεύσει από μια πόλη που θεμελίωσε και παρέδωσε στην αιώνια δόξα, ο Έλληνας Στρατηλάτης Αλέξανδρος. Η ιστορική όμως μνήμη των γενναίων εκείνων, που ανεξάρτητα των σκοπιμοτήτων και επιδιώξεων των αδυσώπητων πατρίδων τους, έχυσαν σαν πραγματικοί ιππότες της ελευθερίας το αίμα τους, για την ανεξαρτησία του υπόδουλου γένους μας. «Ήταν το έτος 1827, όπου η Ελληνική Επανάσταση του 1821, βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση. Ο τότε άξεστος και θηριώδης Ιμπραήμ Πασάς, θετός γιος του Μεχμέτ Αλή, του αντιβασιλέα της Αιγύπτου, είχε επιδοθεί σε μια ανηλεή προσπάθεια ερήμωσης της Πελοποννήσου, σφαγής των κατοίκων και κατάπνιξης της Επανάστασης».