Κάνα φτηνό οικόπεδο Παπαθύμιο. Έχεις τίποτα στο νού σου; Είπε ο Κωστής στον παπά του χωριού, ένα σεβάσμιο γεροντάκι. Πόσο φτηνό – πολύ. Ακόμα στα οικόπεδα είσαι ευλογημένε; Δε χόρτασες; Έναν κάμπο θα φκιάσουμε, αν τα συγκεντρώσουμε όλα. Τη συζήτηση αυτή είχαν ο Παπαθύμιος με τον Κωνσταντή, που κάρφωνε τη δεκάρα, που λέει ο λόγος και δεν έχανε ευκαιρία να βρεί καμιά χήρα ή κάνα δυσκολεμένο, που είχαν ανάγκη, να τα πάρει τζάμπα.
Αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα στο νού μου είπε ο παπάς. Αλλά ξέρω ένα μέρος, που είναι πολύ φτηνά. Πού αφέντη; είπε με λαχτάρα ο Κωνσταντής. Πάνω στον ουρανό, δίπλα στον Παράδεισο. Εκεί υπάρχουν πολύ φτηνά οικόπεδα, σχεδόν τζάμπα είπε το γεροντάκι. Με κοροϊδεύεις παπά; Είπε κάπως πειραγμένος ο Κωστής. Δε σε κοροϊδεύω καθόλου. Εκεί είναι πολύ φτηνά, γιατί δεν υπάρχουν αγοραστές και μένουν στα αζήτητα. Με τα μυαλά που κουβαλάμε, πόσοι θα πάμε εκεί; Να χαρούμε τα οικόπεδα.
Βλέπεις όλοι ψάχνουν κι αγωνίζονται, όπως και του λόγου σου, ν’ αποχτήσουν εδώ στη γη, λες και θα ζήσουμε αιώνια. Κανένας δε νοιάζεται για τον ουρανό. Πού να βρεθούν λοιπόν πελάτες, αφού όλοι ακολουθούμε άλλο δρόμο και λίγοι, πολύ λίγοι θα πάμε εκεί. Τ’ άκουγε κάπως σαστισμένος ο Κωσταντής και κοίταζε αμήχανα τον παπά. Για φως να ψάχνουμε και να παρακαλούμε, συνέχισε ο ιερωμένος.
Λίγο φως να φέξει το δρόμο μας και να ζεστάνει την καρδιά μας. Το φως τ’ ουρανού, να μας φωτίσει απ’ την κορφή ως τ’ ακροδάχτυλά μας.
Να διώξει τα σκοτάδια που δεν αφήνουν τα μάτια μας να δουν το σωστό. Λοιπόν άκου Κωσταντή, δουλειά δεν έχεις. Το σπίτι μου είναι δίπλα. Πάμε να καθίσουμε, να πιούμε το καφεδάκι μας και να τα πούμε με την ησυχία μας. Η παπαδιά λείπει στη μεγάλη κόρη μας. Θα σου πω την ιστορία για τη δύναμη που έχει το φως και δεν θα χάσεις.
Κάποτε ένας προύχοντας με πολλά πλούτη, αλλά αγαθή καρδιά, προείδε το τέλος του. Κάλεσε τα τρία παιδιά του, τους μοίρασε δίκαια την περιουσία του και τους είπε:
Εγώ φεύγω. Για διάδοχό μου θα ορίσω αυτόν που σε τρεις μέρες θα γεμίσει τη μεγάλη αποθήκη μας μ’ ότι υλικό του αρέσει και θα διαλέξει.
Ο πρώτος διάλεξε το βαμπάκι. Κουβάλησε – κουβάλησε, μα πού να γεμίσει η αποθήκη με τους αραμπάδες που ήταν τότε. Ο δεύτερος προτίμησε το άχυρο, χωρίς αποτέλεσμα όμως, για τον ίδιο λόγο που απέτυχε ο πρώτος.
Ο τρίτος πήρε μία πολύ μεγάλη λαμπάδα, την έβαλε σ’ ένα βάθρο στη μέση της αποθήκης και την άναψε. Αμέσως το φως σκόρπισε παντού και έφεξε την αποθήκη, μέχρι και την τελευταία χαραμάδα της.
Λοιπόν αυτό να ψάξεις Κωσταντή. Το φως, να σε φωτίσει ν’ αλλάξεις δρόμο. Να ξαλαφρώσει η καρδιά σου πού ’ναι βαριά σαν πέτρα. Ν’ ανοίξει το χεράκι σου που ’ναι μουδιασμένο απ’ το σφίξιμο και δώσε – δώσε – δώσε. Τόσα χρόνια έπαιρνες τώρα δώσε. Ίσως σε λυπηθεί ο ουρανός και πάρεις κάνα οικόπεδο που τόσο ποθείς. Και άκου, παρακάλεσε και για μένα να συγχωρεθούν τα κρίματά μου, να πάρω κι εγώ ένα οικοπεδάκι κοντά στο δικό σου.
Να γίνουμε γειτόνοι και να τα λέμε.