Παγκόσμια αίσθηση προκάλεσε το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της περασμένης Κυριακής στη Σουηδία. Η πανηγυρική είσοδος στη Βουλή του ακροδεξιού, αντιισλαμικού κόμματος Δημοκράτες της Σουηδίας και η ως εκ τούτου υστέρηση του κεντροδεξιού συνασπισμού από την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρά την πρωτοφανή για τα σουηδικά δεδομένα δεύτερη κατά σειρά νίκη του επί του κεντροαριστερού συνασπισμού, δημιούργησαν μια ασυνήθιστη εικόνα πολιτικών ανακατατάξεων.
«Πολιτικός σεισμός συγκλονίζει τη Σουηδία» ήταν π.χ. ο χαρακτηριστικός τίτλος της παγκόσμιας έκδοσης των «Τάιμς της Νέας Υόρκης».
«Η εφιαλτική άνοδος της Ακροδεξιάς συνταράσσει τη φιλελεύθερη παράδοση», τιτλοφορούσαν δική τους ανάλυση οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» του Λονδίνου.
«Η Δεξιά ενισχύει την εξουσία της στη Σουηδία», «Νέο βήμα προς τα πίσω για τη σοσιαλδημοκρατία», υπογράμμιζε σε δικούς της τίτλους η ισπανική «Ελ Παΐς», η οποία πρόσκειται στους σοσιαλδημοκράτες.
Η ιταλική «Κοριέρε ντέλα Σέρα» ήταν πιο λυρική: «Η πρόκληση των «νέων Βίκινγκ» της Δεξιάς στις συνοικίες - γκέτο της Στοκχόλμης», έγραφε.
Η συντηρητική γερμανική εφημερίδα «Ντι Βελτ» ήταν σαφώς πιο ψύχραιμη στις εκτιμήσεις της. «Πικρή νίκη για τους συντηρητικούς της Σουηδίας», έγραφε στον τίτλο σχετικής ανάλυσής της, ενώ με τον υπότιτλο συμπλήρωνε την εικόνα: «Ο Φρέντρικ Ράινφελντ επαναβεβαιώθηκε ως πρωθυπουργός, αλλά χωρίς πλειοψηφία - Οι σοσιαλδημοκράτες τιμωρήθηκαν - Το κόμμα που είναι εχθρικό προς τους ξένους μπήκε στη Βουλή».
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Η σοβαρή κεντροδεξιά εφημερίδα της Στοκχόλμης «Ντάγκενς Νίχετερ» ήταν ενθουσιασμένη με το εκλογικό αποτέλεσμα και πανηγύριζε το τέλος της εποχής της σοσιαλδημοκρατικής κυριαρχίας.
«Από το 1932 μέχρι σήμερα, οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες έχουν κυβερνήσει το 83% του χρόνου. Σε πολύ λίγες δημοκρατικές χώρες μπόρεσε ένα κόμμα να σφραγίσει τόσο έντονα την πολιτική και κοινωνική ζωή», σημείωνε και συνέχιζε: «Οι εκλογές σηματοδοτούν τώρα το σημείο όπου κλείνει αυτή η εποχή και αυτό αποτελεί ένα απελευθερωτικό κέρδος για τη σουηδική δημοκρατία. Ο Φρέντρικ Ράινφελντ είναι ο πρώτος επικεφαλής αστικής κυβέρνησης που κατόρθωσε να επανεκλεγεί».
Υποβάθμιζε δε εμφανώς την είσοδο των ακροδεξιών στο Κοινοβούλιο. «Η άλλη όψη της κατάρρευσης των σοσιαλδημοκρατών συνίσταται στην επιτυχία των λαϊκιστών της Δεξιάς, οι οποίοι μπόρεσαν να προσελκύσουν απογοητευμένους ψηφοφόρους», ισχυριζόταν η «Ντάγκενς Νίχετερ».
Αντιθέτως, η σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα «Αφτονμπλάντετ» έκανε λόγο για «εφιάλτη», γράφοντας μεταξύ άλλων: «Έχασαν όλοι σε αυτές τις εκλογές. Η Σουηδία έχει τώρα ένα ακροδεξιό κόμμα στη Βουλή. Το ότι οι εχθρικοί προς τους ξένους Δημοκράτες της Σουηδίας αποκτούν και το ρόλο - κλειδί για πλειοψηφίες στη νέα Βουλή, καθιστά τέλειο το σενάριο - εφιάλτη»!
Η «Αφτονμπλάντετ» συνεχίζει επιτιθέμενη εκ των προτέρων εναντίον του δεξιού πρωθυπουργού της Σουηδίας, κατηγορώντας τον για πρόθεση στήριξης στην Ακροδεξιά, παρ’ όλο που αυτός όχι μόνο δήλωνε προεκλογικά, αλλά και επανέλαβε μετεκλογικά, ότι απορρίπτει κάθε τέτοια συνεργασία.
«Ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ράινφελτν θέλει να παραμείνει με την κυβέρνησή του στην εξουσία, έστω και χωρίς δική του πλειοψηφία και έτσι πιθανόν θα καταστεί εξαρτώμενος από ένα ρατσιστικό κόμμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Σουηδία προσεγγίζει τη Δανία, όπου τα αστικά κόμματα άνοιξαν την πόρτα της εξουσίας στο ακροδεξιό λαϊκιστικό Κόμμα του Δανικού Λαού. Αναρωτιέται τώρα κανείς μέχρι πού θα θελήσει να φτάσει ο Ράινφελντ την πολιτική προσαρμογή του προς τους Δημοκράτες της Σουηδίας», γράφει η σοσιαλδημοκρατική «Αφτονμπλάντετ».
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Το σημαντικότερο γεγονός των εκλογών αυτών, κατά την άποψή μας, δεν είναι η είσοδος της Ακροδεξιάς στη Βουλή, αλλά η συνέχιση της ασταμάτητης πτώσης της απήχησης της σοσιαλδημοκρατίας, ακόμη και μέσα στο θεωρούμενο μέχρι προσφάτως «απόρθητο κάστρο» της.
Η Σουηδία είναι μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση δημοκρατικής χώρας. Τα τελευταία 78 χρόνια, από το 1932 δηλαδή μέχρι σήμερα, οι σοσιαλδημοκράτες έχουν κυβερνήσει τα... 65 (!!!) και οι δεξιοί μόνο τα 13. Ούτε μονοκομματικό καθεστώς να ήταν!
Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, η δύναμη των σοσιαλδημοκρατών φθίνει συνεχώς. Αδύνατον, πλέον, να κυβερνήσουν τη χώρα χωρίς συμμάχους.
Το 35% που είχε πάρει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα το 2006, στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, ήταν το χειρότερο από την εποχή του... Μεσοπολέμου! Ο κατήφορος, όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Την περασμένη Κυριακή οι σοσιαλδημοκράτες έπεσαν στο 30,9%, το οποίο είναι το χειρότερο ποσοστό τους από το... 1914, πριν δηλαδή και από τον... Α’ (!) Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακόμη και έτσι, βεβαίως, οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες παραμένουν το πρώτο κόμμα της χώρας, έστω και οριακά, αφού το συντηρητικό κόμμα του πρωθυπουργού, που έχει το όνομα Μετριοπαθείς, υστερεί κατά τι, έχοντας πάρει μόνο 30%, αν και σημείωσε ουσιώδη άνοδο από το 26,2% που είχε το 2006.
Η ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ ΔΙΝΕΙ ΜΑΧΕΣ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΑΚΩΝ
Η Σουηδία είναι πολιτικά διχασμένη σε δύο στρατόπεδα. Από τη μία είναι τα κεντρώα και δεξιά κόμματα, οι «αστοί» όπως αποκαλούνται από τους πάντες στη Σουηδία, που έχουν συγκροτήσει έναν μόνιμο κεντροδεξιό συνασπισμό.
Από την άλλη, είναι ο κεντροαριστερός συνασπισμός, που αποτελείται από τους σοσιαλδημοκράτες ως αδιαφιλονίκητη ηγεμονική δύναμη μαζί με τους Πράσινους και την Αριστερά - δηλαδή τους πρώην κομμουνιστές.
Η ραγδαία, συνεχής πτώση των σοσιαλδημοκρατών αποδυναμώνει το συνασπισμό της Κεντροαριστεράς έναντι εκείνου της Κεντροδεξιάς, αν και με σαφώς πιο αργούς ρυθμούς, καθώς οι Πράσινοι ανεβαίνουν και η Αριστερά υποχωρεί οριακά. Έτσι, ο κεντροδεξιός κυβερνητικός συνασπισμός είχε πάρει το 2006 το 48,2% έναντι του 46,1% που είχαν πάρει οι κεντροαριστεροί. Την περασμένη Κυριακή, όμως, οι κεντροδεξιοί ανέβηκαν στο 49,3%, ενώ οι αντίπαλοί τους έπεσαν στο 43,7%. Η διαφορά, δηλαδή, των δύο συνασπισμών αυξήθηκε από το 1,15 στο 5,6%.
Αν μάλιστα αναφερθούμε στο συνολικό ποσοστό της Κεντροδεξιάς συν την Ακροδεξιά, προσθέτοντας και το 5,7% των Δημοκρατών της Σουηδίας, τότε η υπεροχή της Δεξιάς αρχίζει να γίνεται πολύ δύσκολο να καλυφθεί.
Είναι εξόφθαλμο, δηλαδή, ότι η εποχή της παντοδυναμίας των σοσιαλδημοκρατών στη Σουηδία είχε ήδη παρέλθει ουσιαστικά και ότι η Κεντροαριστερά δίνει απλώς απεγνωσμένες μάχες οπισθοφυλακών.
Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΙΣΩΣ ΑΠΟΒΕΙ ΜΟΙΡΑΙΟΣ
Οι αρνητικές εξελίξεις για τους σοσιαλδημοκράτες ενδέχεται να προσλάβουν δραματική τροπή τις αμέσως επόμενες ημέρες, με καταλύτη τις διαδικασίες σχηματισμού κυβέρνησης.
Η είσοδος της Ακροδεξιάς στο Σουηδικό Κοινοβούλιο στέρησε από την Κεντροδεξιά την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, παρ’ όλο που αυτή ανέβασε το εκλογικό της ποσοστό και αυτό εξαιτίας του γεγονότος ότι στη Σουηδία το σύστημα είναι η απλή αναλογική για όσα κόμματα υπερβαίνουν το φράγμα του 4% και μπαίνουν στη Βουλή.
Στη Σουηδία, η Βουλή έχει 349 έδρες, άρα απαιτούνται 175 για το σχηματισμό πλειοψηφίας. Η Κεντροδεξιά πήρε 173, η Κεντροαριστερά 156 και η Ακροδεξιά 20. Λείπουν 2 έδρες, δηλαδή από την Κεντροδεξιά για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Πού θα τις βρει; Ο πρωθυπουργός Φρέντρικ Ράινφελντ έχει δηλώσει επανειλημμένα τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά ότι αρνείται κατηγορηματικά να σχηματίσει κυβέρνηση με τη συνεργασία ή ακόμη και την ανοχή της Ακροδεξιάς.
Τότε, πώς θα σχηματιστεί κυβέρνηση; Ο Ράινφελντ ήδη από τη νύχτα των εκλογών απευθύνθηκε δημοσίως στους... Πράσινους που ανήκουν στον κεντροαριστερό συνασπισμό! Η αρχηγός τους, Μαρία Βέτερστραντ, αρνήθηκε κατηγορηματικά, τονίζοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτή η εντολή που έδωσαν όσοι ψήφισαν τους Πράσινους. Την επόμενη μέρα, όμως, η ηγεσία των Πρασίνων άφησε κάποιο παράθυρο συνεργασίας ανοιχτό, λέγοντας ότι «μόνο σε περίπτωση πολιτικού χάους» θα εξέταζε το ενδεχόμενο διερεύνησης αν θα προχωρήσει ή όχι σε διάλογο με την Κεντροδεξιά, για την εξεύρεση φόρμουλας που θα επέτρεπε στους Πράσινους να μην καταψηφίσουν το σχηματισμό κεντροδεξιάς κυβέρνησης μειοψηφίας.
Δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Αν, όμως, κατορθώσει τελικά ο δεξιός πρωθυπουργός να αποσπάσει τους Πράσινους από τη συμμαχία τους με τους σοσιαλδημοκράτες, τότε θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους τελευταίους να επιστρέψουν στην εξουσία στο ορατό μέλλον.
Οι Πράσινοι στην απελθούσα Βουλή ήταν το έβδομο από τα επτά κόμματα που βρίσκονταν εντός Κοινοβουλίου. Σε αυτές τις εκλογές, όμως, από έβδομο έγινε το τρίτο από τα οκτώ πλέον κοινοβουλευτικά κόμματα, με ποσοστό 7,2%. Έτσι και φύγουν, λοιπόν, από τον κεντροαριστερό συνασπισμό οι Πράσινοι και πάνε με τη δεξιά κυβέρνηση, η διαφορά των δύο συνασπισμών θα γίνει σχεδόν 20 εκατοστιαίες μονάδες, οι οποίες, βεβαίως, είναι απίθανο να καλυφθούν.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΙΤΙΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ
Ελάχιστα ενδιαφέρει την υπόλοιπη Ευρώπη η κυβερνητική λύση που θα δοθεί στη Σουηδία. Αντιθέτως, ενδιαφέρουν τους πάντες οι αιτίες που οδήγησαν αφενός στην κατάρρευση των σοσιαλδημοκρατών ακόμη και μέσα στο πιο ισχυρό «φρούριό» τους και αφετέρου στην είσοδο των ακροδεξιών σε ένα ακόμη ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι συντηρητικές εφημερίδες αποδίδουν την ήττα των σοσιαλδημοκρατών στο ότι δεν «ανανεώθηκαν» και εννοούν με αυτό ότι εξακολουθούν να υποστηρίζουν το κράτος πρόνοιας, τη δημόσια και δωρεάν παιδεία και υγεία, τις αξιοπρεπείς συντάξεις. Οι σοσιαλδημοκρατικές εφημερίδες, αντιθέτως, αναφερόμενες στα αίτια της καθολικής συρρίκνωσης των σοσιαλδημοκρατών στην Ευρώπη, αναδεικνύουν σε πρώτο πλάνο τις πολιτικές υποχωρήσεις τους όταν βρίσκονται στην εξουσία.
«Ακριβώς επειδή οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες παραχώρησαν τόσο μεγάλη δύναμη στους χρηματιστές, τώρα αγωνίζονται να πείσουν τους ψηφοφόρους της Ευρώπης ότι μπορούν να κάνουν κάτι διαφορετικό», έγραφε η βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν» σε κύριο άρθρο της. Και η ισπανική «Ελ Παΐς» την ίδια γνώμη έχει, θεωρώντας σοβαρότατη αιτία του προβλήματος τη «γενικευμένη αντίληψη ότι η Αριστερά υπήρξε συνένοχος της χρηματοπιστωτικής απορύθμισης και του υπερβολικού νεοφιλελευθερισμού που εκκόλαψαν τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων εβδομήντα χρόνων».
Όσο για την Ακροδεξιά, η αμερικανική «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» τόνιζε, στην πρώτη μάλιστα σελίδα της, ότι «σε ολόκληρη την Ευρώπη, ριζοσπαστικά κόμματα που εκμεταλλεύονται την ξενοφοβία κερδίζουν ψήφους και επιρροή, αποκομίζοντας κέρδη από την οικονομική αβεβαιότητα ως επακόλουθο μιας βαθιάς ύφεσης και αξιοποιώντας τους φόβους ότι οι μουσουλμάνοι και άλλες μειονότητες προκαλούν εγκλήματα, τρομοκρατία και τη διάβρωση της εθνικής ταυτότητας».
Το βέβαιο είναι ότι η Ευρώπη αλλάζει. Αλλάζει ραγδαία και δυστυχώς προς το χειρότερο. Σκοτεινές εποχές φαίνεται ότι μας περιμένουν.