Δύο μήνες πριν τις εκλογές για την ανάδειξη των νέων περιφερειαρχών (οι οποίοι, σύμφωνα με το Γ. Α. Παπανδρέου θα είναι ισότιμοι με τους υπουργούς) και των νέων δημάρχων, στην Ελλάδα του «Καλλικράτη», τα πολιτικά κόμματα έχουν κάνει τις βασικές τους επιλογές και έχουν χαράξει τη στρατηγική με την οποία θα κινηθούν.
Στρατηγική η οποία ελπίζουν ότι τους δώσει πολιτικά και κομματικά οφέλη (δηλαδή, κυρίως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ επιδιώκουν να δουν το χάρτη της Ελλάδος «να πρασινίζει» ή να «γίνεται γαλάζιος») τα οποία θα τα αξιοποιήσουν για τις μελλοντικές τους κινήσεις, αν και οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν πως κάνουν τους λογαριασμούς τους δίχως τον ξενοδόχο.
Κι ο ξενοδόχος, εν προκειμένω, είναι η πενόμενη ελληνική κοινωνία, η οποία ναι μεν (με βάση δημοσκοπήσεις) λέει πως θα ψηφίσει (σε αναλογία 1 στους 2) με αυτοδιοικητικά κριτήρια, αλλά την ίδια στιγμή έχει στείλει στα τάρταρα τους εταίρους τους εγχώριου δικομματισμού (που συγκεντρώνουν μαζί ποσοστά περί το 50% του εκλογικού σώματος) διατηρεί στα ποσοστά τους το ΚΚΕ (ίσως λίγο ανεβασμένα) και τον ΛΑΟΣ, δεν δείχνει να υπολογίζει στα σοβαρά, το διασπασμένο ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ και έτσι ουδείς μπορεί να προδιαγράψει πού θα φτάσει το ποσοστό της αποχής από την κάλπη του Νοεμβρίου.
Ο φόβος κατ’ αρχήν του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ από αυτήν την πιθανότητα είναι προφανής, αλλά δεν τον αποκρύπτει ούτε το ΚΚΕ, καθώς πολύ θα ήθελε (αλλά δεν το καταφέρνει προσώρας, αφού δεν μπορεί να ξεπεράσει τον κομματικό του αυτισμό) να είναι αυτό που θα καρπωθεί τα οφέλη από την οικονομική κρίση.
Οφέλη τα οποία θέλει να καρπωθεί κι ο αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος ρισκάρει με τη στρατηγική του κατά του Μνημονίου, μια στρατηγική, η οποία θεωρείται από πολλούς άκρως λαϊκιστική (άλλωστε, στον ίδιο ιδεολογικο χώρο με τη ΝΔ ανήκουν οι Νικολά Σαρκοζί και Άνγκελα Μέρκελ που στηρίζουν το Μνημόνιο το οποίο έχει υπογράψει η Ελλάδα).
ΠΕΡΙ ΧΑΜΕΝΗΣ ΨΗΦΟΥ
Μέσα στο σκηνικό αυτό, ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου προσπαθεί να αναιρέσει τη στρατηγική Σαμαρά – Αριστεράς, στρατηγική κατά του Μνημονίου, προβάλλοντας επί της ουσίας το ιδεολόγημα περί χαμένης ψήφου, όταν δηλώνει ότι «είναι εύκολο κάποιος να καλέσει τους πολίτες να ψηφίσουν κατά της Τρόικας», όμως, «αυτό είναι μια ψήφος διαμαρτυρίας, αλλά, κυρίως, χωρίς ουσία, γιατί έχει στόχο να αποκρύψει τα πραγματικά προβλήματα, για τα οποία ευθύνεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Θέλοντας δε να απαξιώσει όσους, από θέση στρατηγικής, αντιτίθενται στο Μνημόνιο υποστήριξε ότι «είναι άλλοθι να μην κάνουμε τίποτα και καθόμαστε πολύ ωραία στην αντιπολιτευτική μας μιζέρια ή στην ευκολία του να συντηρούμε απλώς κάποιες δυνάμεις, κάποιους στρατούς, κάποια μικροπρονόμια για τον κομματικό μας χώρο».
Ο πρωθυπουργός, όπως φαίνεται από τις τελευταίες του δημόσιες παρεμβάσεις, επιδιώκει – κι ας μην το φωνάζει – να καταστήσει την ψήφο των πολιτών το Νοέμβριο σε καθαρτήριο της πολιτικής του και σε πρόκριμα για την περαιτέρω νομιμοποίηση των βάρβαρων μέτρων που έχει (και μέλλει να) λάβει.
Και ομιλούμε περί περαιτέρω νομιμοποιήσεως, καθώς (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) ουσιώδεις λαϊκές αντιδράσεις δεν υπάρχουν, έξω από αυτές για την τιμή των όπλων, ενώ για το μόνο πράγμα για το οποίο δίνουν διαβεβαιώσεις οι κυβερνητικοί παράγοντες είναι πως δεν θα ληφθούν νέα μέτρα, αλλά μιλάνε μόνο για το 2010.
Άλλωστε, ο πρωθυπουργός δήλωσε στη ΔΕΘ πως δεν θα ληφθούν νέα μέτρα, εφόσον αποδώσουν αυτά που έχουν αποφασιστεί και προσπάθησε να δώσει έναν τόνο αισιοδοξίας λέγοντας πως οι διαδικασίες του Μνημονίου τελειώνουν το 2013, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τότε θα τελειώσουν και τα βάσανα της ελληνικής κοινωνίας
ΕΚΒΙΑΣΤΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ
Έτσι στο δίλημμα «Μνημόνιο ή αντι – Μνημόνιο», η κυβέρνηση αντιτάσσει το (επίσης εκβιαστικό για την κοινωνία) δίλημμα (η Αριστερά το θεωρεί βαθειά ταξικό) «αλλάζουμε τη χώρα, ή δεν αλλάζουμε τη χώρα και την καταδικάζουμε» και ταυτίζει, σαν να είναι κάτι αυτονόητο, τις «αλλαγές», που προωθεί «παντού», με τις προβλεπόμενες (και από το Μνημόνιο, αλλά και το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ του 2007, όπως διακήρυττε ο Π. Ευθυμίου στη Βουλή) ανατροπές, η οποίες, όμως, όπως, ήδη, καταδεικνύεται στην πράξη, έχουν καταστήσει τους φτωχούς – φτωχότερους και σε τελική ανάλυση έχουν καταστήσει τους εργαζομένους ακόμα φθηνότερη η εργατική δύναμη.
Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι παρόμοια διλήμματα που εμπεριέχουν την αόριστη έννοια της αλλαγής, είχαν χρησιμοποιήσει ως οχήματα για την εκμαίευση της λαϊκής συναινέσεως επιτυχώς ο Ανδρέας Παπανδρέου, ανεπιτυχώς ο Κώστας Μητσοτάκης και με σχετική επιτυχία (και μέχρις ενός σημείου – εκείνος μάλιστα δεν ομιλούσε για αλλαγές, αλλά για μεταρρυθμίσεις τις οποίες λησμόνησε στην πορεία) ο Κώστας Καραμανλής.
Ο πρωθυπουργός συγκεκριμενοποίησε τη στρατηγική του, όταν στη Θεσσαλονίκη, υπογράμμισε πως « ο Καλλικράτης αποτελεί δημοψήφισμα υπέρ ή κατά των μεγάλων αλλαγών που πρέπει να γίνουν στη χώρα».
ΚΙΝΔΥΝΟΛΟΓΙΑ
Πέραν όμως, των λογικών δημοψηφίσματος και των διλημμάτων (όπως εκείνο το αλήστου μνήμης του 2009 «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε») η κυβέρνηση προσπαθεί να συντηρήσει κι ένα κλίμα τρομοκρατίας και κινδυνολογίας: Ο Γ. Α. Παπανδρέου επιμένει πως αν η κυβέρνηση δεν είχε προσφύγει στο Μνημόνιο (και στη δανειοδότηση) «δεν θα υπήρχε ασφαλιστικό σύστημα, οι δημόσιες υπηρεσίες δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, τα βασικά αγαθά θα ήταν στα χέρια της μαύρης αγοράς και σήμερα δεν θα μιλούσαμε για ανεργία, αλλά για μεγάλη, μαζική φτώχεια».
Ο πρωθυπουργός επανέφερε, κινδυνολογώντας, το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της χώρας, καθώς στις 2 Σεπτεμβρίου είχε πει στους κοινωνικούς φορείς - με τους οποίους είχε συναντηθεί - ότι «έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, με τις δυσκολίες που περάσαμε και τις δύσκολες αποφάσεις που πήραμε, να έχουμε αποφύγει τεράστιους κινδύνους, όπως της χρεοκοπίας και να έχουν μειωθεί σημαντικά αυτοί οι κίνδυνοι, χωρίς να έχουν εξαλειφθεί πλήρως».
Ας σημειωθεί, πάντως, ότι την ίδια μέρα, γνωστοποιήθηκε έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην οποία τονιζόταν ως απίθανο το ενδεχόμενο χρεοκοπίας στις περιφερειακές οικονομίες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος, ενώ τις τελευταίες μέρες ο κ. Παπανδρέου λέει πως «ο συναγερμός δεν έληξε», αλλά και ότι «είμαστε στο σωστό δρόμο» και «θα βγούμε στις αγορές, το 2011», για... δανεικά.
Επισημαίνεται δε πως ο πρωθυπουργός επιχειρεί τον τελευταίο καιρό να φορτώσει στα ΜΜΕ (σ.σ. φυσικά και φέρουν κι αυτά σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το κλίμα που καλλιεργείται) την κατηγορία της «μετρολογίας», υποστηρίζοντας πως είναι τα Μέσα που παρουσιάζουν ως μέτρα κάποιες σκέψεις ή ιδέες που ζυμώνονται από την κυβέρνηση για την κάλυψη των μεγάλων μαύρων τρυπών στα έσοδα του Κράτους.
Λησμονεί βεβαίως πως τα ΜΜΕ (σ.σ. όχι πως είναι αθώα του αίματος…) αναπαράγουν αυτά που τα μέλη της κυβερνήσεώς του πλασάρουν προκειμένου να καλλιεργήσουν «κλίμα» και να διερευνήσουν τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης.
ΈΛΕΓΧΟΣ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ
Παρά τα περί του αντιθέτου, από την αντιπολίτευση, λεγόμενα, είναι εμφανές, πάντως, ότι ο Γ. Α. Παπανδρέου έχει συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο θέλει να υλοποιήσει, μέσω των αλλαγών του «Καλλικράτη» και δεν είναι τυχαίο πως ομιλεί «για περιφερειάρχες που θα είναι ισότιμοι αν όχι και πιο ουσιαστικοί από υπουργούς».
Και στη λογική αυτή και με σαφή στόχο να ελέγξει τα πάντα, προώθησε ισχυρά κομματικά του στελέχη σε θέσεις περιφερειαρχών και δημαρχών, ευελπιστώντας ότι μέσω του ελέγχου και στις τοπικές κοινωνίες θα περάσει αυτά που αποκαλεί αλλαγές στο Κράτος και τη Δημόσια Διοίκηση και την Αυτοδιοίκηση.
Ωστόσο, ο πρωθυπουργός έχοντας υπόψη του το φόβο της ψήφου κατά του Μνημονίου, επεχείρησε να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με άλλους κομματικούς σχηματισμούς και κοινωνικές δυνάμεις (με τη «Δημοκρατική Αριστερά» του Φ. Κουβέλη) σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσει το έδαφος μιας μελλοντικής συμπορεύσεως και να ελαχιστοποιήσει την πιθανή εκλογική ζημιά.
Στην Πελοπόννησο, εξάλλου, η υποστήριξη στον Π. Τατούλη (μαζί με τον ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη) ήταν μια λύση ανάγκης, καθώς στην περιφέρεια αυτή οι συσχετισμοί δεν ευνοούν το ΠΑΣΟΚ και ήταν πιθανό ένας κομματικός υποψήφιος να ερχόταν ακόμα και τρίτος.
Όμως, η συγκεκριμένη επιλογή εμπεριέχει ρίσκο, αφού δείχνει ότι το ΠΑΣΟΚ στηρίζει έναν δεξιό υποψήφιο και συμπορεύεται ακόμα και με τον Καρατζαφέρη.
Πάντως, ο Γ. Α. Παπανδρέου δείχνει να μην έχει πρόβλημα, αφού στη Θεσσαλονίκη δήλωσε πως θεωρεί «σημαντικό βήμα αυτό που έγινε για τον «Καλλικράτη», διότι ουσιαστικά εδώ ενώθηκαν δυνάμεις που πιστεύουν σ' αυτό το θεσμό, σ' αυτή τη δημοκρατική ανατροπή» και είχε προσθέσει –πως «κι αυτά γίνονται σ' ένα ευρύ φάσμα. Και αριστερά και δεξιά του ΠΑΣΟΚ».