Παρακολουθώ εδώ και πολλά χρόνια αυτό το κακόγουστο σίριαλ που λέγεται εκμετάλλευση των λιγνιτικών αποθεμάτων της Ελασσόνας. Και λέω κακόγουστο, γιατί αφενός οι πρωταγωνιστές είναι πολύ κακοί ηθοποιοί (με την έννοια της συμπεριφοράς κι όχι των υποκριτικών ικανοτήτων τους, που είναι για κλάματα) και αφετέρου οι θεατές – υποψήφια θύματα, είναι δια παντός εθισμένοι στο «ευχαριστώ, δεν θέλω».
Πριν από χρόνια βρέθηκα σε κάποια περιοχή με υψηλό αιολικό δυναμικό, όπου οι κάτοικοί της αντιδρούσαν έντονα στην επικείμενη εγκατάσταση ανεμογεννητριών. Το μόνο σοβαρό τους επιχείρημά τους ήταν: «Το νησί μας αποκτά ενεργειακή αυτάρκεια με τρία μεγαβάτ. Δεν χρειάζεται να παράγει περισσότερα!». Τους αντέτεινα, τότε, ότι κι η Πτολεμαΐδα βολεύεται με πέντε μεγαβάτ κι όμως ο καταμερισμός παραγωγής ενέργειας στη χώρα μας, την καταδίκασε να παράγει έξι χιλιάδες και μάλιστα με τόσο απάνθρωπο τρόπο. Προσέξτε, λέω «απάνθρωπο» κι όχι αντιπεριβαλλοντικό, γιατί μας αρέσει δε μας αρέσει, στις προτεραιότητες εξακολουθεί να έχει τα πρωτεία ο άνθρωπος. Ο σημερινός άνθρωπος κι όχι μόνον ο μελλοντικός, που με περισσή υποκρισία τον επικαλούμαστε, όποτε μας βολεύει. Γιατί, όμως, στις συζητήσεις μας, αυτό που λέγεται καταμερισμός παραγωγής ενέργειας, δεν το αναλύουμε τόσο διεξοδικά όσο θα έπρεπε;
Ο σημερινός, λοιπόν, άνθρωπος χρειάζεται την ενέργεια. Για ποιο λόγο «χρειάζεται» τόση ενέργεια όση καταναλώνει κι όση σκέφτεται στο μέλλον να καταναλώσει, εφόσον του επιτρέπουν τα οικονομικά του, είναι άλλη ιστορία που κανένας, προς το παρόν δεν θέλει ν’ ακούσει. Κι αυτό είναι το πρώτο φάουλ που, θα έλεγα, σηκώνει μέχρι και κόκκινη κάρτα. Πρώτον, επομένως: Πόση ενέργεια χρειαζόμαστε;
Ο σημερινός άνθρωπος, κάποτε πίστευε πως το φυσικό περιβάλλον δεν έχει όρια. Τώρα κατάλαβε πως δεν είναι έτσι. Με την ενέργεια, όμως, δεν κατάλαβε τίποτε. Για την ώρα, ασκείται στην υπερκατανάλωσή της, θεωρώντας την , ίσως, ως πρόοδο, ως δημοκρατικό δικαίωμα. Κι, ως ένα βαθμό, είναι. Από κει κι ύστερα, όμως, είναι διαφθορά. Κι επικαλούμαι τον όρο «διαφθορά», όσο κι αν η κοινωνία μας φρόντισε να του αφαιρέσει το βάρος που έπρεπε νά έχει. Γιατί επομένως, ο σημερινός άνθρωπος δεν θέλησε ποτέ να καταλάβει, ότι αυτή η αναπόδραστη σχέση οικονομικής επιφάνειας – κατανάλωσης ενέργειας κι αν θέλετε ατομικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, είναι μια διαφθορά ισότιμη μ’ αυτή που έχει άμεσο οικονομικό όφελος; Κι αυτή είναι μια καλή ερώτηση.
Ο σημερινός άνθρωπος δεν έχει σκεφτεί, ίσως, έναν κόσμο ή έναν τρόπο ζωής με λιγότερη κατανάλωση ενέργειας. Επειδή, ενδεχομένως, δεν μπήκε στον κόπο να ψαχτεί, πώς να υποκαταστήσει τις ηδονές που του προσφέρει αυτή η υπερκατανάλωση. Το θέμα δεν είναι το πώς θα παράξει μόνος του την ενέργεια ή τουλάχιστον δεν είναι μόνον αυτό. Το βασικό είναι πως δεν θα αισθάνεται ανάπηρος με λιγότερη απ’ αυτή. Και μην την πατήσουμε σκεφτόμενοι μόνο την εξοικονόμησή της. Όσο επιμένουν να κυριαρχούν στη ζωή μας οι ηδονές που προσφέρει είτε η ενέργεια είτε τα καταναλωτικά είδη, ό,τι εξοικονομήσουμε σε χρήμα, θα το μεταφράσουμε σε αγορά καταναλωτικών προϊόντων. Κι αυτά, όμως, με τη σειρά τους χρειάστηκαν ενέργεια για να παραχθούν. Ποια λοιπόν είναι η αυθεντική εξοικονόμηση ενέργειας; Αυτή είναι μια ακόμα ερώτηση.
Ο σημερινός άνθρωπος ψάχνει λύσεις για την επιβίωσή του. Και μια μονάδα παραγωγής ενέργειας, όσο βρωμερή και καταστρεπτική κι αν είναι, αποτελεί μια κάποια λύση. Και για να βρει δουλειά και για να πάρουν αξία τα χωράφια του. Έτσι έμαθε, έτσι του ‘μαθαν να σκέφτεται κι είναι, ως ένα βαθμό, δικαίωμά του. Έτσι, αν θέλετε, σκεφτόμαστε κι εμείς, που δεν τρώμε απ’ αυτή την πίτα. Μα θα πείτε αυτοί οι άνθρωποι είναι μια μειοψηφία. Σας λέω λοιπόν, ότι κι οι μειοψηφίες έχουν άποψη κι είναι σεβαστή. Αλλιώς, εμείς που καμωνόμαστε τους οικολόγους δεν θα ‘πρεπε να μιλάμε διόλου. Εμείς κι αν είμαστε μειοψηφία. Πώς, λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι θα βρουν αξιόπιστη λύση στο πρόβλημα της επιβίωσής τους και γιατί δεν μπορούν να σκεφτούν άλλο τρόπο παρά μόνον ό,τι τους κάθεται ως ευκαιρία; Κι αυτή είναι μια καλή ερώτηση.
Ο σημερινός άνθρωπος, όταν μιλάει για τα δεινά της Πτολεμαΐδας ή της Μεγαλόπολης συγκινείται μέχρι δακρύων. Όταν όμως αρνείται την εγκατάσταση φωτοβολταϊκού πάρκου ή ανεμογεννητριών στη γειτονιά του, ουσιαστικά αρνείται να τους απαλύνει τον πόνο. Η Πτολεμαΐδα κι η Μεγαλόπολη, επομένως, είναι πολύ μακριά. Κοντά μας είναι μόνον η γειτονιά μας, ο δικός μας περίγυρος. Κι ίσως αυτός είναι ο κόσμος μας ολόκληρος. Γιατί, λοιπόν δεν μάθαμε να βλέπουμε πέρα απ’ τη μύτη μας και γινόμαστε οικολόγοι της αυλής μας ή της γειτονιάς μας; Κι αυτή είναι μια καλή ερώτηση.
Καλοί μου φίλοι που αγωνιάτε για την επαπειλούμενη εκμετάλλευση του λιγνίτη της γειτονιάς μας και γω μαζί σας. Θα πρότεινα, όμως, για να σπρώξουμε την κουβέντα μας λίγο πιο πέρα, ν’ αρχίσουμε ν’ απαντάμε σε ερωτήσεις σαν τις παραπάνω. Με παρρησία και επιχειρήματα κι όχι με ηρωικά «μολών λαβέ». Και μην ξεχνάμε δυο πράγματα:
1. Ο αυριανός κόσμος θά ‘ναι πολύ διαφορετικός απ’ το σημερινό και σαφώς πολύ μεγαλύτερος απ’ τη μικρή μας γειτονιά. Είναι, ήδη. Η κοινωνική αλληλεγγύη, σε πλανητική πλέον κλίμακα θα είναι εκ των «ων ουκ άνευ». Μαζί, όμως και η περιβαλλοντική και η ενεργειακή. Κι αν θέλετε, και το τοπίο που το συνηθίσαμε αλλιώς, κι αυτό θ’ αλλάξει. Οχι γιατί θα το επιβάλλουν κάποια συμφέροντα αλλά οι πιεστικές ανάγκες του μέλλοντος που δεν θα παίρνουν αναβολή. Η δικιά μας και μόνον επανάπαυση θα γεμίσει τον κόσμο μας με εκβιαστικά τελεσίγραφα. Κι όταν άλλοι θα μας χτίζουν το μέλλον (μάλλον θα μας εγκιβωτίζουν), επειδή εμείς δεν βλέπουμε πέρα απ’ την αυλή μας, τότε θα πάει περίπατο κι η δημοκρατία, που κι αυτή την εκφυλίσαμε σε δημοκρατία της αυλής και της γειτονιάς μας.
2. Μετά την οικονομική κρίση, θ’ ακολουθήσει σίγουρα η ενεργειακή. Κι αν τύχει και καταφύγουμε σε κάποιο ανάλογο ΔΝΤ, αυτό θα λέγεται ασφαλώς Ατομική Ενέργεια. Δυστυχώς, αυτή είναι η υπερβέβαιη κίνηση όταν οι κοινωνίες επαναπαύονται στη μιζέρια και το μικρόκοσμό τους κι όταν δεν έχουν μάθει ν’ απαντούν σε δύσκολες ερωτήσεις.
Υ.Γ. Είδατε, άφησα απ’ έξω τα πολύ σοβαρά οικολογικά προβλήματα που θα προκύψουν για την περιοχή. Το έκανα επί τούτου γιατί πιστεύω πως οι κοινωνίες πρέπει να ‘χουν το θάρρος ν’ αντικρίζουν κατάματα, πρώτα τα κοινωνικά τους προβλήματα και να τα λύνουν. Για ποιο λόγο; Γιατί ο ανασφαλής, ο περιθωριοποιημένος άνθρωπος που δυστυχεί, αν δεν μισεί την Οικολογία, στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορεί γι’ αυτή.