Στα όρια της φαρσοκωμωδίας κινείται η προσπάθεια των οικονομικών εγκεφάλων της κυβέρνησης κατά της φοροδιαφυγής. Λέω φαρσοκωμωδία για να αποφύγω τον, μάλλον αρμοδιότερο, χαρακτηρισμό «εμπαιγμός», ο οποίος σε πιο βάναυσα υποτίθεται ελληνικά - αυτά με τα οποία υποδέχονται τα φορομπηχτικά μέτρα οι Έλληνες πολίτες - φέρει την ευκρινή ονομασία «ψιλό γαζί». Διότι πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς σκέψεις σαν εκείνη για τη μη επιβολή αύξησης του ΦΠΑ, αλλά την επιβολή εξίσωσης της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης με του πετρελαίου κίνησης. Ή για το μέτρο που επιβάλλει ποινές για «ξέπλυμα» μαύρου χρήματος στον περιπτερούχο που δεν δίνει απόδειξη για την... καραμέλα που πουλάει!
Όσο κι αν στύψει κανείς την καλή του προαίρεση, όσο κι αν προσπαθήσει να δικαιολογήσει το φοροσυλλεκτικό πάθος των οικονομικών εγκεφάλων, συναντά τις δυσκολίες του. Έχει κορεστεί πια από τις τόσες μεταρρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος – κάθε υπουργός και μια «επανάσταση» – ώστε ο φοροπληττόμενος να βρίσκεται συνεχώς σε θέση άμυνας απέναντι σε κείνους που προσπαθούν να τον πείσουν ότι πληρώνοντας τους φόρους που του επιβάλλουν, επιτελεί ύψιστο χρέος προς την πατρίδα που κινδυνεύει... Στα βάθη του μυαλού του στροβιλίζονται καινοτόμα νομοσχέδια και μέτρα, που στόχο έχουν πάντα τα συνήθη υποζύγια, ονόματα «αποφασισμένων» υπουργών, τίτλοι πολύστηλοι για τσιμπίδες και συλλήψεις φοροφυγάδων, του φέρνουν ζάλη όλα αυτά και του στερούν ακόμη και τη δυνατότητα της οργής.
Διότι οργίζεται κανείς εναντίον όσων ισχυρίζονται ότι όλα αυτά γίνονται για το καλό μας, ότι θα εισακουστεί ο καημός μας, ότι κάπως κάτι θα αλλάξει στο μέλλον.
Τι να πει κανείς και γιατί σ΄όσους υποτίθεται ότι αποδύονται σε εκστρατεία πάταξης της φοροδιαφυγής, αλλά μπροστά στα αδιάφορα μάτια τους, φόροι δισεκατομμυρίων διαφεύγουν, γίνονται πλούτος και χλιδή, γίνονται «νέα τζάκια» και «συνδρομές στο κόμμα», γίνονται εξουσία, εκείνη η εξουσία που στέκεται πολύ πιο πάνω από την κανονική, τη θεσμισμένη...
Οι κίνδυνοι για την οικονομία έχουν να κάνουν με αδιαφανείς θυλάκους εξουσίας χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση. Με τη γιγάντωση και τη συγκέντρωση αυτής της εξουσίας σε μεγάλους οικονομικούς φορείς έτσι ώστε ενώ παλιότερα ίσχυε το αξίωμα «η πολιτική καθορίζει την οικονομία», τώρα να ισχύει το «η οικονομία καθορίζει την πολιτική».
Όχι βέβαια ότι και ο απλός φορολογούμενος παραμένει αμέτοχος σ΄όλο αυτό το χάος της φοροδιαφυγής και του φοροκυνηγητού. Η φορολογική φαρσοκωμωδία έχει τους αρνητές της φορολογικής στράτευσης σ΄όλες τις τάξεις, με τη διαφορά ότι κάποιοι διαφεύγουν μονίμως και νομίμως και κάποιοι άλλοι την πληρώνουν διαρκώς.
Οι προσπάθειες από Βενιζέλο και εντεύθεν, να ορθολογικοποιηθούν τα δημόσια οικονομικά, προσέκρουσαν σταθερά στην παροιμιώδη φορολογική ευλυγισία των νεοελλήνων. Πλην των κλασικών θυμάτων, των μισθωτών και των συνταξιούχων δηλαδή, τα κρατικά ταμεία συγκέντρωναν άνω του 70% των εσόδων τους από τους έμμεσους φόρους. Οι οποίοι ήσαν και οι μόνοι που είχαν τη βεβαιότητα της είσπραξής τους.
Αν διαφεύγουν όμως από τη φορολογία εισοδήματα που προέρχονται από νόμιμες δραστηριότητες, όπως εκείνες των ελεύθερων επαγγελματιών, δεν φταίνε γι΄αυτό οι φορολογούμενοι, αλλά το ίδιο το φορολογικό σύστημα. Κάθε πολίτης, οσοδήποτε συνεπής κι αν είναι στις υποχρεώσεις του απέναντι στο κράτος, πάντα προσπαθεί να αποφύγει την πληρωμή κάποιων φόρων. Ιδιαίτερα στη χώρα μας που τα οικονομικά βάρη είναι δυσανάλογα μεγάλα και εν πολλοίς άδικα, και οι υπηρεσίες που, για αντάλλαγμα σ΄αυτά, παρέχει το κράτος στους πολίτες του είναι υποβαθμισμένες έως ανύπαρκτες.
Ένα φορολογικό σύστημα λοιπόν που λειτουργεί σωστά και δίνει αποδείξεις για την αξιοπιστία του κράτους, όχι μόνον εδραιώνει τη φορολογική συνείδηση στους πολίτες του, αλλά και δεν τους παρέχει ευκαιρίες ούτε τους αφήνει περιθώρια για φοροδιαφυγή.
Αντίθετα όλα τα εισοδήματα που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και κυρίως από συναλλαγές που συγκροτούν την παραοικονομία, διαφεύγουν πραγματικά από τη φορολογία. Τέτοια εισοδήματα είναι πολύ σημαντικά, εξασφαλίζουν άνετη διαβίωση των φορέων τους στην καταναλωτική μας κοινωνία και οπωσδήποτε δεν υπολογίζονται στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) των θεωρητικών οικονομολόγων.
Φαρσοκωμωδία ναι, γιατί δεκαετίες τώρα, όλες ανεξαιρέτως οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις βαυκαλίζουν τα θύματα της κοινωνικής αδικίας, που εκπορεύεται από το κράτος, ότι θα στηθούν τα δόκανα και τα λαγωνικά της εφορίας θα εξαπολυθούν για να αρχίσει ή άγρα των θηρίων της φοροδιαφυγής, αλλά τελικά την πληρώνουν οι συνήθεις «ύποπτοι», τα ίδια πάντα υποζύγια των φορολογικών οίστρων της εκάστοτε εξουσίας. Λες και το κάνουν μόνο και μόνο για να μετριάζεται η αγανάκτηση και να μην χάνεται η υπομονή των μισθοσυντήρητων, των συνταξιούχων και των μικρομεσαίων. Όμως κάθε φορά φροντίζουν γρήγορα να λησμονήσουν τις επαγγελίες τους. Ίσως επειδή σε μια χώρα όπου η παραοικονομία ξεπερνάει ακόμα και το 50% του ΑΕΠ, είναι πολιτικά επικίνδυνο να σκαρφαλώνουν οι εφοριακοί στα ρετιρέ των παραοικονομούντων και να ρίχνουν αδιάκριτα βλέμματα στα αγαθά των νοικοκυραίων ψηφοφόρων. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι στην πράξη όλες οι κυβερνήσεις αφήνουν άθικτες τις συντεχνίες και την ολιγαρχία. Και μάλιστα μια ιδιότυπη «μαύρη πλουτοκρατία» που αναπτύσσεται μέσα στο όργιο της παραοικονομίας. Γιατί, στο κάτω – κάτω η παραδοσιακή πλουτοκρατία, με τις φανερές δραστηριότητες και πηγές, όλο και κάτι επενδύει.
Ο πολίτης που στενάζοντας σηκώνει στους αδύνατους ώμους του τα δημόσια βάρη και στύβεται για να καλυφθούν τα ελλείμματα, δεν θα είχε άδικο να χαρακτηρίσει φαρσοκωμωδία και τις πρόσφατες προσπάθειες για την πάταξη της φοροδιαφυγής και τη συλλογή φόρων, αν και εφόσον όλα αυτά δεν είναι ένα ακόμα πολιτικό πυροτέχνημα.