Μια από τις βασικές προϋποθέσεις, για να μπορέσει η πατρίδα μας να αντιμετωπίσει με επιτυχία την οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, είναι η επιτυχής προσπάθεια να καταστήσουμε ισχυρές, μέσω πλατιάς συναίνεσης από την κοινωνία, τις αξίες που καθορίζουν το σύστημα του πολιτισμού μας όπως σεβασμός στην αξία της ζωής και της υγείας, αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια.
Σε μια περίοδο όπου η εντατικοποίηση της εργασίας, οι ευέλικτες μορφές εργασίας, το άγχος, η ανασφάλεια λόγω του κινδύνου ανεργίας, η κακή εκπαίδευση εργαζομένων σε θέματα υγείας και ασφάλειας, η αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης συνθέτουν ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ανθρωποφθόρο και περισσότερο από κάθε άλλη φορά επιβάλλουν αυξημένα μέτρα πρόληψης των ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών. Αντίθετα διαπιστώνουμε ότι τα μέτρα που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις, για να αντεπεξέλθουν στην οικονομική κρίση, περιλαμβάνουν σημαντικές «εκπτώσεις» για την Υγιεινή και Ασφάλεια των εργαζομένων. Η τάση αυτή φαίνεται πως δυστυχώς επηρεάζει ακόμη και κυβερνητικές αποφάσεις με την προώθηση νομοθετικών ρυθμίσεων που απαξιώνουν την υγεία και την ασφάλεια.
Την περίοδο 2000-2005 τα αναγγελθέντα θανατηφόρα ατυχήματα στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) ανέρχονται σε 851. Σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας το 2007, 85.000 άτομα είχαν ένα τουλάχιστον ατύχημα στο χώρο εργασίας τους στο διάστημα των τελευταίων 12 μηνών (1,8% του συνόλου των εργαζομένων). Στην ίδια έρευνα 613.145 άτομα που εργάζονται ή είχαν εργαστεί στο παρελθόν, αναφέρουν προβλήματα υγείας κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, τα οποία θεωρούν ότι προκλήθηκαν ή επιδεινώθηκαν από την εργασία τους. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης αυτό που εφαρμόζεται παντού στον πολιτισμένο κόσμο είναι το να δίνεται βάση στην πρόληψη, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πιθανοί κίνδυνοι, να διασφαλίζεται η υγεία και η ασφάλεια των εργαζομένων, να προλαμβάνεται το εργατικό ατύχημα και η επαγγελματική νόσος.
Ο κατεξοχήν αρμόδιος και υπεύθυνος για την εφαρμογή των παραπάνω είναι ο ειδικός Ιατρός Εργασίας που τηρεί ατομικό ιατρικό φάκελο για κάθε εργαζόμενο, επιθεωρεί τους χώρους εργασίας τακτικά, διενεργεί επιδημιολογική έρευνα, πραγματοποιεί ειδικές μετρήσεις στους χώρους εργασίας, κάνει εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου, εξετάζει τους εργαζόμενους και φροντίζει για την έγκαιρη διάγνωση και άμεση θεραπεία οποιουδήποτε προβλήματος υγείας που προκαλείται από την εργασία του. Στην χώρα μας η Ιατρική της Εργασίας ως ειδικότητα καθιερώθηκε το 1986 με το Π.Δ. 213/86 (ΦΕΚ 87/Α/07.07.1986) όπου στο 1ο άρθρο του ορίζεται ο χρόνος ειδίκευσης στα 4 χρόνια. Επιπλέον με το Π.Δ. 415/1994 καθορίζονται επακριβώς τα αντικείμενα της τετραετούς εκπαίδευσης στην ειδικότητα. Αυτή άλλωστε η τετραετής εκπαίδευση, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Π.Δ. 38/2004 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις των Οδηγιών 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που αφορούν στο επάγγελμα του ιατρού», απαιτείται από τους ιατρούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προτίθενται να ασκήσουν την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας στη χώρα μας.
Η Ελληνική πολιτεία όμως αποδείχθηκε έκτοτε ανεπαρκής γιατί θέλοντας να φορέσει το φερετζέ του «Ευρωπαίου» προσπάθησε να εναρμονιστεί και με πράγματα που φαίνεται πως θεωρούσε πολυτέλεια και πολύ «προχωρημένα» για την πατρίδα μας. Ίδρυσε την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας το 1985 ώστε σταδιακά να γίνει και εκείνη «Ευρώπη» στα θέματα της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και στα θέματα που αφορούν στο περιβάλλον και την επίδρασή του στην ανθρώπινη υγεία. Όμως στο δρόμο… ξέχασε, αδιαφόρησε και εγκατέλειψε την υποχρέωσή της αυτή. Ουδέποτε φρόντισε να παράγει αρκετούς ιατρούς εργασίας, αντίθετα υποχωρώντας σε κάθε είδους πιέσεις φρόντισε να υπερπαράγει παθολόγους, χειρουργούς κ.λπ. σε σημείο που να μην έχει πού να τους απορροφήσει.
Έτσι 25 χρόνια μετά, η πολιτεία αντί να κάνει τις στοιχειώδεις και βασικές διορθωτικές κινήσεις, αυξάνοντας τις οργανικές θέσεις ειδικευομένων στην Ιατρική της Εργασίας (αυτή τη στιγμή ειδικεύονται μόλις 9 ιατροί στη χώρα μας, παρά τη σχετική πρόταση του ΚΕΣΥ για δημιουργία 100 θέσεων προ τριετίας), αντί να εκπαιδεύσει και να εξαρτίσει με τη διά βίου συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση όσους ήδη ασκούν αυτή την ειδικότητα καλύπτοντας τα κενά και τις ανάγκες, αντί να ιδρύσει πανεπιστημιακές κλινικές με το αντικείμενο αυτό, αντί να παραχωρήσει το έργο της διαρκούς εκπαίδευσης και κατάρτισης στις αρμόδιες επιστημονικές εταιρίες (Ελληνική Εταιρία Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος), στις Ιατρικές σχολές, στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, κάνει το πιο επικίνδυνο, ανεύθυνο, αντεργατικό, αντιλαϊκό, και παράνομο που θα μπορούσε ακόμη και ο λιγότερο «σοσιαλιστής», να σκεφτεί: Δίνει απλά το δικαίωμα να ασκεί καθήκοντα ιατρού εργασίας… όποιος θέλει!
Αυτές τις μέρες το υπουργείο Εργασίας και ο κ. Λοβέρδος ετοιμάζουν σχέδιο νόμου που επί της ουσίας καταργεί τη μόνη Ιατρική ειδικότητα που σχετίζεται με το Υπουργείο Εργασίας και με το Υπουργείο Υγείας και είναι η μόνη της οποίας το αντικείμενο είναι η πρόληψη, η υγεία, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις και η ασφάλεια των εργαζομένων.
Το άρθρο 6 του προαναφερθέντος προσχεδίου νόμου καταργεί επί της ουσίας την ειδικότητα της Ιατρικής της Εργασίας. Συγκεκριμένα στην παρ. 1 αναφέρει: «Καθήκοντα ιατρού εργασίας μπορούν να ασκούν οι Ειδικοί Ιατροί Εργασίας καθώς και όσοι έχουν ασκήσει καθήκοντα Ιατρού Εργασίας το ελάχιστο 75 ώρες». Σύμφωνα με την κείμενη Νομοθεσία, «η άσκηση δύο Ιατρικών ειδικοτήτων είναι παράνομη». Παρόλα αυτά αυτή η απαράδεκτη ρύθμιση δίνει στον οποιοδήποτε θέλει, το δικαίωμα να ασκήσει ως πάρεργο αυτή την ειδικότητα χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με το αντικείμενο, παράλληλα ίσως και με την κύρια Ιατρική του ειδικότητα για την οποία εκπαιδεύτηκε.
Αναρωτιέται κανείς πόσο καταρτισμένος μπορεί να είναι ένας Ιατρός που έχει ασκήσει τη χειρουργική το ελάχιστο 75 ώρες; Είναι προφανώς επικίνδυνος για τους πολίτες που θα δέχονται τις υπηρεσίες του με την ισχνή αυτή εμπειρία (όχι κατάρτιση, ούτε εκπαίδευση). Αντίστοιχα επικίνδυνος μπορεί να αποδειχθεί και ο κάθε αυτοδίδακτος «Ιατρός Εργασίας».
Η παρ. 6 του ιδίου άρθρου 6 επίσης καταργεί επίσημα κάθε έννοια Ιατρικής, κάθε έννοια προστασίας της υγείας του εργαζόμενου, κάθε έννοια πρόληψης της υγείας. Και αυτό διότι αντί να δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στο ρόλο του Ειδικού Ιατρού Εργασίας ως λειτουργού υγείας, τον υποβιβάζει σε ρόλο ελεγκτή, δηλαδή απλώς να περνάει μία βόλτα από την επιχείρηση και να καταχωρεί στο έντυπο ότι πέρασε και «είδε» τους χώρους εργασίας. Αυτά δυστυχώς δεν συμβαίνουν ούτε σε τριτοκοσμικές χώρες.
Αλήθεια ποιους εξυπηρετούν τέτοιοι νόμοι; Προφανώς τα επιχειρηματικά συμφέροντα εταιριών παροχής ιατρικών υπηρεσιών (ΕΞ.Υ.Π.Π.) που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε επιχειρήσεις, εργοστάσια, λιμάνια κ.λπ. ώστε να μπορούν να χρησιμοποιήσουν ανειδίκευτους και άσχετους με το αντικείμενο ιατρούς (άρα και με χαμηλότατες αμοιβές) ώστε να καλύπτονται τυπικά οι εργοδότες ως προς τη νομική τους υποχρέωση αλλά δυστυχώς χωρίς να ευνοείται σε καμία περίπτωση η ουσιαστική παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς τους εργαζόμενους. Έτσι πολύ απλά ο κάθε ανειδίκευτος, απλά και μόνο με ένα πτυχίο ιατρικής ανά χείρας και χωρίς να έχει ουσιαστικά την παραμικρή εμπειρία θα μπορεί να χειριστεί θέματα υγείας, ασφάλειας ακόμα και στους πιο επικίνδυνους χώρους εργασίας.
Ο εργαζόμενος δικαιούται από τον εργοδότη να του παράσχει ουσιαστική πρόληψη και προστασία της υγείας κατά την εργασία. Αυτό που προτείνεται στο Προσχέδιο Νόμου, σε καμία περίπτωση δεν είναι προστασία της υγείας. Αναρωτιέμαι τι είδους σοσιαλιστική πολιτική είναι αυτή που το βασικό της μέλημα φαίνεται να είναι η κάλυψη των απαιτήσεων των πιστωτών μας και η γραφειοκρατική διεκπεραίωση ενός ζητήματος ζωτικής σημασίας, δηλαδή της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Η πολιτική που εκφράζεται μέσα από τέτοια απαράδεκτα νομοθετήματα είναι πολιτική απαξίωσης της ζωής και της υγείας των εργαζομένων και βυθίζει την εργατική τάξη στο έρεβος. Η κατάσταση αυτή, και οι νομοθετικές ρυθμίσεις αυτού του είδους, είναι παρακμή του κράτους δικαίου, του κράτους που νοιάζεται για τους πολίτες του.
Η πολιτική αυτή είναι ανεύθυνη και επικίνδυνη και οδηγεί σταδιακά στην απερήμωση της χώρας μας από το επιστημονικό της δυναμικό, τους νέους της που μπορούν να της δώσουν την ώθηση που χρειάζεται για να βγει από την κρίση στην οποία αντίστοιχες πολιτικές τη βύθισαν. Ξεπερνά επίσης κάθε ηθικό όριο γιατί οι εργαζόμενοι καλούνται εκτός από τη μείωση των μισθών και των συντάξεών τους να καταβάλουν και φόρο αίματος προκειμένου να βγει η χώρα τους από την κρίση. Φαίνεται πως νομοθετούμε πλέον την απόλυτη απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, καθώς το πιο σημαντικό είναι το κέρδος των λίγων και όχι η ζωή των πολλών.
Θα πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτό από τους κυβερνώντες, πως για να υπάρχει παραγωγή πλούτου, και εθνικό προϊόν, θα πρέπει να υπάρχουν εργαζόμενοι. Ζωντανοί, υγιείς, αρτιμελείς!
Εμείς που ανήκουμε στη νέα γενιά επιστημόνων αυτής της χώρας θέλουμε να ελπίζουμε πως κάτι μπορεί να αλλάξει σε αυτή την χώρα, και είμαστε πρόθυμοι να μείνουμε εδώ και να παλέψουμε για αυτό, αρκεί και η χώρα αυτή να δείξει ότι μας θέλει και μας χρειάζεται.
* Ο Ευθύμιος Θανασιάς είναι ειδικευόμενος στην Ιατρική της Εργασίας, Υποψήφιος διδάκτωρ της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
dr.makis@gmail.com