«Πριν από πολλά-πολλά χρόνια σε μια μεγάλη πόλη βασίλευε ένας Βασιλιάς που του άρεσαν τα όμορφα ρούχα. Μια μέρα κατέφτασαν στην πόλη Του τρεις κατεργάρηδες. Είπαν πως είναι υφαντές και ήξεραν να υφαίνουν ρούχα πανέμορφα από ένα μαγικό πανί που μονάχα οι ανίκανοι και οι ανόητοι δεν μπορούσαν να δουν. «Σπουδαία ιδέα» σκέφτηκε ο Βασιλιάς. «Δικιά μου θα είναι πια η δύναμη της γνώσης! Όλοι θα με φοβούνται και θα με τιμούν. Εγώ θα μάθω ποιοι από τους ανθρώπους μου είναι ανίκανοι και θα ξεχωρίζω τους έξυπνους από τους βλάκες». Και έδωσε αμέσως στους τρεις κατεργάρηδες πουγκί γεμάτο χρυσά νομίσματα από τους φόρους των πολιτών για να αρχίσουν το πανί τους να υφαίνουν. Αμέσως εκείνοι καμώθηκαν πως έπιασαν δουλειά μπροστά στους αδειανούς αργαλειούς τους. Οι μέρες περνούσαν και ο Βασιλιάς σκέφτηκε: «Θα στείλω τον καλύτερό μου υπουργό να δει τι κάνουν». Έτσι κι έγινε. «Θεέ μου!» σκέφτηκε ο γερο-υπουργός μόλις βρέθηκε μπροστά στους αργαλειούς. «Δεν βλέπω τίποτα!». Μα δεν το είπε φωναχτά. Οι τρεις κατεργάρηδες του έδειχναν δεξιά και αριστερά, μα εκείνος και πάλι δεν έβλεπε τίποτα. «Αχ γιατί;» έλεγε μέσα του. «Να είμαι άραγε τόσο ανίκανος, τόσο βλάκας;» «Δεν λες τίποτα;» του πέταξε ο ένας από τους τρεις. «Ω, μα είναι υπέροχα, τα καλύτερα!» είπε ο γερο-υπουργός. «Τι σχέδια! Και τι χρώματα! Τρέχω αμέσως να το πω στον Βασιλιά». Κι έτσι οι τρεις κατεργάρηδες τσέπωσαν κι άλλα χρυσά, πήραν τον τίτλο του Μέγα Συμβούλου και εξακολούθησαν να υφαίνουν στους αδειανούς αργαλειούς τους. Ο Βασιλιάς έστειλε και άλλους υπουργούς του να δει την πρόοδό τους. «Εξαίσια» του έλεγαν όλοι, «ρούχα αντάξια για να τα φορέσει στη μεγάλη παρέλαση!». Ο Βασιλιάς γέμισε τους τρεις κατεργάρηδες με παράσημα πολλά.
Την παραμονή της παρέλασης ξενύχτησαν για να αποτελειώσουν τα ρούχα. Καμώνονταν πως έκοβαν το πανί στον αέρα με μεγάλα ψαλίδια και πως έραβαν με βελόνες χωρίς κλωστή. «Έτοιμα!» ανακοίνωσαν με μια φωνή. Ο Βασιλιάς γδύθηκε και οι τρεις κατεργάρηδες καμώθηκαν πως τον έντυναν με τα καινούρια ρούχα. Ανήμερα της παρέλασης, ο Βασιλιάς βγήκε με τα καινούρια ρούχα από το παλάτι του στους δρόμους. Κρεμασμένοι σαν τσαμπιά από τα παράθυρα οι υπηρέτες του φώναζαν «Δέστε πόσο του πάνε τα καινούρια ρούχα του βασιλιά μας!». Και οι τελάληδες διαλαλούσαν τη «δύναμη της γνώσης» του, που παντοδύναμο τον έκανε. Και κανείς τους δεν ήθελε να παραδεχτεί πως έβλεπε τίποτα, γιατί την οργή του την έτρεμαν… Ο λαός έκπληκτος παρακολουθούσε την πομπή με τον Βασιλιά να περνά μπροστά του. «Μα αυτός δεν φοράει τίποτα!» φώναξε ξαφνικά ένα παιδάκι. «Ένα παιδάκι λέει πως ο Βασιλιάς είναι γυμνός!» είπε ένας άλλος. Και ύστερα κι άλλος, κι άλλος κι άλλοι πολλοί μαζί: «O ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΟΣ!».
Ο Βασιλιάς ένιωσε να τον πιάνει σύγκρυο. Ήξερε πως έλεγαν την αλήθεια, μα εξακολούθησε να βαδίζει επικεφαλής της πομπής, ενώ πίσω του οι βαλέδες κρατούσαν υψηλά τον ποδόγυρο από την ανύπαρκτη φορεσιά για να μην σέρνεται στο χώμα. Μετά τη μέρα εκείνη, κανείς δεν ξανάκουσε για τον βασιλιά με την ανύπαρκτη φορεσιά, που «δύναμη της γνώσης» αποκαλούσε. Οι υπουργοί του σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όσο για τους κατεργάρηδες, έφυγαν για άλλη πολιτεία για να πουλήσουν αλλού την ανύπαρκτη πραμάτεια τους».
Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
* Για την αντιγραφή,
Δημήτρης Δεληγιάννης
Εκπαιδευτικός
Υ.Γ. Στο μεγάλο Παραμυθά άρεσε η ιστορία τούτη. Και είναι αλήθεια πως κάποιοι παλιομοδίτικη μπορεί να τη βρουν. Εξάλλου, βασιλιάδες στις πόλεις πια δεν υπάρχουν. Τη θέση τους δήμαρχοι εκλεγμένοι την πήραν. Και τις παρελάσεις πια τις αποφεύγουν. Τις εκλογές όμως δεν μπορούν. Και όσο και αν οι κάθε είδους τελάληδες τη «δύναμη της γνώσης» διαφημίζουν. Το ότι «ο Βασιλιάς είναι γυμνός» όλοι το γνωρίζουν…