Έξω από την επαρχιακή πόλη λειτουργούσε «ΤΟ ΜΠΑΡ», όπως και άλλα τέτοια νυχτομάγαζα, σερβίροντας ποτά και υποσχέσεις στους θαμώνες από ντόπιες και αλλοδαπές γυναίκες που είχαν έλθει στην Ελλάδα από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μετά την κατάρρευση των πολιτικών συστημάτων σε αυτές τις χώρες. Έτσι λοιπόν ξανθιές γυναίκες από την Ρωσία, Ουκρανία, Μολδαβία, Ρουμανία, Βουλγαρία κ.ά., μετά τη νόμιμη τακτοποίησή τους από τις υπηρεσίες αλλοδαπών και με τη φροντίδα των «αρραβωνιαστικών» τους, εργάζονταν σαν σερβιτόρες στα νυχτομάγαζα του κάμπου, … του λόγγου και του βουνού... Ξεχνιέται άραγε η διαφημιστική επιγραφή έξω από μπαρ επαρχιακής πόλης «προσεχώς Βουλγάρες»; Υπήρχαν βέβαια και οι παράνομες που εισέρχονταν λαθραία στην Ελλάδα από τα βόρεια σύνορά μας, τις παρελάμβαναν οι «νταβατζήδες» και τις εκπόρνευαν στη συνέχεια στους εγχώριους λιγούρηδες, σε... καλή τιμή και αφορολόγητη.
Έτσι δούλευαν και εξακολουθούν να δουλεύουν πολλά μπαρ, για τους πελάτες που ήθελαν να ξεχασθούν στο ποτό και στην αγκαλιά της «ξανθιάς», με το διχτυωτό καλσόν και τα κόκκινα χείλη και πολλοί από αυτούς να «ξεκαρεκλιασθούν» για τα... μάτια της γκόμενας.
Ένα από αυτά τα επονομαζόμενα και «κολάδικα», έξω από την πόλη, στην άκρη της εθνικής οδού, δούλευε με γυναίκες. Οι πελάτες πολλοί, αγρότες, κτηνοτρόφοι, έμποροι, επαγγελματίες, άεργοι κ.α. κατέθεταν τον οβολό τους και... άφθονα συσσίτια, για τον.... ιερό σκοπό.
Οι έφοδοι και έλεγχοι της αστυνομίας συχνοί. Άδεια λειτουργίας, άδεια εργασίας, υγειονομική άδεια, έλεγχοι για ναρκωτικά, για νοθείες ποτών κ.λπ. Το συγκεκριμένο όμως μπαρ λειτουργούσε νόμιμα και ήξερε να «φυλαχθεί». Οι «τσιλιαδόροι» που παρίσταναν τους πελάτες ήταν δύο, «αγκυροβολημένοι» στις δύο πλευρές του μαγαζιού, βόρεια και νότια του δρόμου, μπροστά από το μαγαζί. Έτσι με την εμφάνιση της αστυνομίας, «έπεφτε το σύνθημα» και το μπαρ μετατρεπόταν σε... εκκλησία. Οι παραβάσεις ήταν οι κλασικές και συνηθισμένες και όχι αυτές που επεδίωκε η αστυνομία. Τον διοικητή όμως με την εμπειρία και γνώση του, τον απασχολούσε το γεγονός ότι η φαινομενική νομιμότητα των υπευθύνων του μπαρ, κάτι έκρυβε και σε αυτό συνηγορούσαν και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι μέσα στο μαγαζί κάτι γίνεται. Έπρεπε λοιπόν να μάθει ακριβώς «τι παιζόταν», πέρα από το συνηθισμένο σερβίρισμα ποτών και... ξηρών καρπών. Μήπως σερβίρονταν και... άλλου είδους καρποί από τις προκλητικές σερβιτόρες;
Η ανακάλυψή του όμως δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι τοπικοί αστυνομικοί ήταν όλοι γνωστοί ως πρόσωπα, αφού ήταν... φακελωμένοι από το... επιστημονικό του μπαρ, όπως επίσης τα συμβατικά οχήματα, δίκυκλα αλλά ακόμη και η προσωπικότητα του κάθε αστυνομικού. Επίσης όλοι οι πελάτες και ιδιαίτερα οι «καλοί πελάτες», περνούσαν από «εξετάσεις» για την αποφυγή... απωλειών και τραυματισμών. Ο καταστηματάρχης με το «επιτελείο» του, ήταν «γάτα με πέταλα», οι σερβιτόρες, όλες ήταν υπό έλεγχο, σύμφωνα με τις... πατροπαράδοτες παραδόσεις... χρηστά ήθη και... έθιμα.
Τι να κάνει λοιπόν ; Αν έστελνε στο μπαρ για... ανίχνευση αστυνομικό από άλλη υπηρεσία και πόλη – ως άγνωστο -, όπως αρχικά είχε σκεφθεί, θα έβαζε σε υποψία τον καταστηματάρχη και θα τον «ξεψάχνιζε», γιατί λίγο-πολύ οι περισσότεροι αστυνομικοί ήταν γνωστοί στην ευρύτερη περιοχή και υπήρχε η πιθανότητα λάθους, οπότε θα χανόταν η υπόθεση. Αν προσπαθούσε να μάθει από πελάτη, θα δυσκόλευε την κατάσταση, γιατί θα διέρρεε και έτσι θα έπαιρναν ακόμη περισσότερα μέτρα προφύλαξης και «θα στράβωνε το πράγμα». Κάτι άλλο θα έπρεπε να σκεφθεί. Τι όμως; Ένα πρωί, «σκάει» καταγγελία ανώνυμης γυναίκας, η οποία αναφέρει τηλεφωνικά στο διοικητή προσωπικά, ότι ο σύζυγός της καθημερινά «χαλάει» πολλά χρήματα, αργεί σχεδόν κάθε βράδυ και της είπε μία φίλη της ότι μάλλον είναι θαμώνας στο μπαρ του «μοβόρου». (Έτσι ήταν το «παρατσούκλι» του καταστηματάρχη). Τα χρήματα εκεί... έφευγαν, γιατί και η φίλη της είχε το ίδιο πρόβλημα. Αφού του ανέφερε όλα όσα γνώριζε, ο διοικητής «έπιασε την ευκαιρία από τα μαλλιά». Τη συμβούλευσε τι έπρεπε να κάνει και να τον ενημερώσει, χωρίς βέβαια ο σύζυγός της να καταλάβει το παραμικρό. Πραγματικά η ίδια γυναίκα, μετά από δύο ημέρες τον ενημερώνει ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει μέσα στο χώρο του μπαρ με τις γυναίκες, αλλά δεν μπόρεσε να μάθει ακριβείς πληροφορίες. Η εξέλιξη αυτή δεν ενθουσίασε τον διοικητή, ο οποίος είχε... επενδύσει σε αυτή την πληροφορία. Τότε ενεργοποίησε ένα νέο αστυνομικό που μόλις είχε μετατεθεί στην περιοχή από την Αθήνα και δεν τον γνώριζε κανείς, με τον οποίο συνυπηρέτησε από παλιά, του είχε εμπιστοσύνη, ήταν έξυπνος και δραστήριος και είχε υπηρετήσει στην ασφάλεια Αττικής και γνώριζε τη δουλειά. Τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε:
«Αντώνη θέλω τη βοήθειά σου. Είσαι η μοναδική μου ελπίδα. Θέλω σε παρακαλώ να πας στο μπαρ του «μοβόρου», σαν πελάτης. Εσένα δεν σε γνωρίζει κανείς. Θα εμφανισθείς σαν ζωέμπορος από την Αθήνα που ήλθες στην περιοχή για δουλειές και θα παραμείνεις μερικές ημέρες μέχρι να τελειώσεις τις υποτιθέμενες δουλειές σου. Θα σε «ανακρίνει» βέβαια ο «μοβόρος», όταν θα εμφανισθείς. Θα είσαι large και θα αποκτήσεις την εμπιστοσύνη του. Δες τι γίνεται, πιάσε κουβέντα με άλλους θαμώνες που θα είναι «ντίρλα» στο μεθύσι και ενημέρωσέ με.
Ξέρεις εσύ, σου έχω εμπιστοσύνη ότι θα τα καταφέρεις». Στη συνέχεια του έδωσε λεπτομερείς εντολές και χώρισαν, αφού πλέον η ενημέρωση μεταξύ τους θα γίνεται τηλεφωνικά, για να αποφύγουν κάθε «κακοτοπιά». Πραγματικά μετά από τρεις ημέρες ο Αντώνης τηλεφώνησε στον διοικητή: «Ελα κύριε διοικητά σου έχω καλά νέα. Αντώνη είμαι όλος αυτιά. – Η δουλειά κλείνεται από τον υπεύθυνο του μπαρ, τον Μάκη. Ο Μάκης παίρνει τα λεφτά και κανονίζει το... πρόγραμμα. Πρώτα φεύγει η γυναίκα της επιλογής του πελάτη προς τις τουαλέτες ή την κουζίνα και μετά από 5-10 λεπτά ακολουθεί ο «καταθέτης», προς την ίδια κατεύθυνση. Ζήτησα και εγώ από τον Μάκη τα «περαιτέρω», αλλά έφαγα «πόρτα». Θέλει φαίνεται να με «καρατσεκάρει», γιατί ακόμη δεν τον... εμπνέω. Σε κουβέντα που είχα με θαμώνα, αυτός κάτι μου «ξεφούρνισε» για την «παιδική χαρά και την κρεβατοτσουλήθρα». Δεν επέμεινα περισσότερο, για να μην «καρφωθώ». Κάτι σίγουρα γίνεται πίσω στην αποθήκη, γιατί στις τουαλέτες δεν υπάρχει κάτι ύποπτο, εκτός αν γίνεται τίποτα όρθιο, στιγμιαίο... - Καλά Αντώνη σε ευχαριστώ».
Την επόμενη ημέρα ο διοικητής συγκάλεσε σύσκεψη με τους αξιωματικούς του. Αφού ανέλυσαν και περιέγραψαν την κατάσταση, συμφώνησαν ότι δεν μπορούν να πλησιάσουν μπροστά από τον δρόμο, -λόγω των τσιλιαδόρων, - αλλά το μόνο προσβάσιμο σημείο, ήταν το πίσω μέρος του μπαρ, από το ποτάμι. Πίσω και κάτω από το μπαρ υπήρχε ποτάμι, η όχθη ήταν υψηλή και απέναντι από την άλλη όχθη ήταν το δάσος χωρίς πρόσβαση οδική. Άρα θα έπρεπε να περπατήσουν πάνω από μία ώρα οι αστυνομικοί, να διασχίσουν νύκτα το δάσος, για να προσεγγίσουν την απέναντι πλευρά και στη συνέχεια να περάσουν μέσα από το ποτάμι, το οποίο είχε αρκετό νερό, επειδή ήταν χειμώνας. Η επόμενη κίνηση ήταν η διενέργεια αυτοψίας για το κατάλληλο μονοπάτι του δάσους και τον έλεγχο του ποταμού προκειμένου να επιλέξουν το κατάλληλο αβαθές σημείο για τη διέλευση του ποταμού. Χωρίς χρονοτριβή λοιπόν άρχισε η «επιχείρηση με τον κωδικό... τσουλήθρα».
Η ομάδα, -μόλις ολοκληρώθηκαν οι προετοιμασίες -, ετοιμάστηκε. Οι εντολές δόθηκαν με ακρίβεια και λεπτομέρεια, για την προσέγγιση του μπαρ, το οποίο σχεδιαστικά γνώριζαν, την περικύκλωσή του, την εισβολή στον εσωτερικό χώρο και την ταχύτητα των ενεργειών που θα εκδηλώνονταν ταυτόχρονα και άμεσα. Ο κάθε αστυνομικός γνώριζε ακριβώς, τι θα πράξει, πού και πώς θα κατευθυνθεί. Λάθη ή ολιγωρίες ήταν ασυμβίβαστα. Τα συμβατικά αυτ/τα ήταν σε ετοιμότητα. Ο Αντώνης ο αστυνομικός θα ήταν μέσα στο μπαρ, θα ελεγχόταν κατά τον έλεγχο και μετά θα αναχωρούσε, αφού θα ήταν καθαρός... ..
Η ώρα έφθασε. Η ομάδα των αστυνομικών με επικεφαλής τον διοικητή τους και τους αξιωματικούς ξεκίνησε για την επιχείρηση «τσουλήθρα». Όλα είχαν μελετηθεί προσεκτικά. Η ομάδα προχώρησε με προσοχή εκείνο το παγωμένο βράδυ στο μονοπάτι του δάσους, από το σημείο που τους αποβίβασε αφανώς η κλούβα της υπηρεσίας. Μετά από πεζοπορία μιας ώρας περίπου, έφθασε στην αντιπέρα όχθη του ποταμού. – Παιδιά προσοχή, είπε ο διοικητής. Προσέξτε τα σημάδια που βάλαμε στο ποτάμι για να περάσουμε, χωρίς κίνδυνο. – Με πολλη σύνεση και προσοχή, με τη βοήθεια σκοινιών, μεγάλων πετρών και κορμών δένδρων που είχαν ρίξει στο ποτάμι από την προηγούμενη ημέρα και με την καθοδήγηση των αξιωματικών, η ομάδα διέσχισε το ποτάμι σχετικά καλά από το ρηχό σημείο και αφανές από το μπαρ. Μέχρι τώρα τα πράγματα πήγαν καλά. Τώρα αρχίζει η επιχείρηση. Η ομάδα χωρίσθηκε σε υποομάδες, με επικεφαλής τους αξιωματικούς για να κινηθούν ταυτόχρονα. Ταχύτατα προσεγγίζουν το πίσω μέρος του μπαρ, το οποίο κυκλώνεται αμέσως περιμετρικά από την μία ομάδα, για να εμποδισθεί απόπειρα διαφυγής.
Οι άλλες δύο ομάδες αιφνιδιάζουν τους «τσιλιαδόρους» και εισβάλλουν στο μπαρ, από την κύρια είσοδο. Η μία ομάδα ακινητοποιεί τους θαμώνες και το προσωπικό του μπαρ στην κυρίως αίθουσα, ενώ η άλλη ομάδα εισβάλλει στην αποθήκη, κουζίνα και τουαλέτες. Ακίνητοι, αστυνομία, ψηλά τα χέρια. Όλοι στον τοίχο. Οι πελάτες και το προσωπικό του μπαρ, σαστίζουν και «μένουν άγαλμα». Αστραπιαία αρχίζει ο σωματικός έλεγχος, αφού όλοι πλέον .... κοιτάζουν τον τοίχο με τα χέρια ψηλά και τα πόδια ανοικτά.... Μερικοί μισομεθυσμένοι χαμογελούσαν, γιατί προφανώς δεν είχαν «πάρει χαμπάρι», τι συνέβαινε. Τα συμβατικά αυτ/τα της αστυνομίας κατέφθασαν με εφεδρική δύναμη, για «να υποδεχθούν τους καλεσμένους». Η άλλη ομάδα «κάνει φύλλο και φτερό» τους βοηθητικούς χώρους. Το διακριτικό μάτι ενός αξιωματικού παρατηρεί κάτι ασύμβατο με το χώρο της αποθήκης, ένα μεγάλο άδειο βαρέλι βρισκόταν σε μία θέση του χώρου, χωρίς κανένα λόγο. Η εμπειρία, ένστικτο και οξυδέρκειά του, τον ωθεί στον παραμερισμό του βαρελιού. Και να το μυστικό !!!. Κάτω από το άδειο βαρέλι ήταν μία καταπακτή. Ο αξιωματικός αμέσως ανοίγει την καταπακτή και τι να δει...
Από το άνοιγμα της καταπακτής ξεκινούσε η... περίφημη τσουλήθρα, (όπως στις παιδικές χαρές), που οδηγούσε απευθείας τον εκλεκτό πελάτη στο κρεβάτι !!! Ναι στο κρεβάτι, που ήταν τοποθετημένο στο τέλος της τσουλήθρας, στον υπόγειο αισθησιακά διαμορφωμένο χώρο του μπαρ, με φωτάκια, κατάλληλη διακόσμηση, όμορφο περιβάλλον, μουσική και όλα τα απαραίτητα «αξεσουάρ». Εκεί περίμενε η σερβιτόρα της επιλογής του... Η στιγμή ήταν πραγματικά... απολαυστική και έβγαζε... πολύ γέλιο, αντικρίζοντας τα γουρλωμένα μάτια του γυμνού μεσόκοπου πλαδαρού πελάτη και της γυμνής «σερβιτόρας», οι οποίοι «ήσαν επί τω έργω...», και «δεν είχαν πάρει χαμπάρι», ότι... «η πόλις εάλω από τους... αλλόθρησκους...».
Η σερβιτόρα με τον πελάτη, όπως ήταν «τσίτσιδοι», ανοίγουν την πόρτα για να διαφύγουν προς το ποτάμι, αλλά ατυχώς για αυτούς πέφτουν επάνω στον αστυνομικό που τους περίμενε έξω από την πόρτα.
Η σκηνή θα ταίριαζε για ελληνική κωμικοτραγική ταινία. Ο πελάτης παρακαλούσε τον αστυνομικό να τον αφήσει γιατί «θα γίνει ρόμπα», στη γυναίκα και στα παιδιά του, στην κοινωνία του χωριού του οποίου ήταν μάλιστα και..... κομματικός παράγοντας... Η «σερβιτόρα» ομοίως να κλαίει για άλλους λόγους. Σκηνές.... απείρου κάλλους.
Η επιχείρηση, μετά από εξονυχιστικό έλεγχο ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Οι πελάτες – πλην ενός που βρήθηκαν στην κατοχή του τσιγαριλίκια -, και του «τσουλήθρα», αφέθηκαν ελεύθεροι, φεύγοντας σαν «βρεγμένες γάτες». Ο καταστηματάρχης, το προσωπικό και οι σερβιτόρες συνελήφθησαν και την επόμενη οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα με τις κατ’ αυτών κατηγορίες. Το μπαρ σφραγίσθηκε και έκλεισε. Οι γυναίκες της περιοχής «ανάσαναν», αφού οι άνδρες τους... συμμαζεύτηκαν στην... οικογενειακή θαλπωρή.
Στον τοπικό Τύπο και στα Μ.Μ.Ε. το θέμα πήρε... γαργαλιστικές διαστάσεις, με το... φαινόμενο της τσουλήθρας και τα κουτσομπολιά στα χωριά της περιοχής... έδιναν και έπαιρναν. Μάλιστα ο συλληφθείς επονομάσθηκε «Μπέμπης ο τσουλήθρας».
Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές του... έργου έκαναν «το παγώνι», ότι δηλαδή δεν ήξεραν τίποτα, αλλά ευχάριστα θα ξαναπήγαιναν στην «παιδική χαρά για τσουλήθρα»... Ο «μοβόρος», μετά την αποφυλάκισή του, «ξενιτεύθηκε», οι αλλοδαπές σερβιτόρες πήραν τον δρόμο του επαναπατρισμού τους μέσω της διαδικασίας της απέλασης... μέχρι να ξαναγυρίσουν παράνομα στην Ελλάδα και οι αστυνομικοί θα ετοίμαζαν κάποια νέα επιχείρηση...
ΥΣ. Τα όνόματα είναι φανταστικά. Η ιστορία αληθινή, όπως και η τσουλήθρα.