Σαράντα ημέρες μετά την Ανάσταση του Θεανθρώπου η Ορθόδοξη Εκκλησία μας εορτάζει τη Δεσποτική Εορτή της εις ουρανούς Αναλήψεως του Κυρίου. Πρόκειται για μια εορτή, που επειδή πέφτει πάντοτε την Πέμπτη ημέρα της εβδομάδας, δηλαδή καθημερινή, δεν έχει ανάλογη της σημασίας της θέση στη συνείδηση του λαού, όπως συμβαίνει με άλλες μεγάλες εορτές, σαν αυτές των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων, του Ευαγγελισμού, της Αναστάσεως, κ.ά. Ακόμη, ειδικά στην εορτή της Αναλήψεως, απέχει ο μαθητόκοσμος, διότι τέτοιες ημέρες έχουν εισέλθει στην εξεταστική περίοδο, με αποτέλεσμα οι εκπαιδευτικοί να αδυνατούν να συνοδέψουν τους μαθητές τους για εκκλησιασμό. Ακόμη εμείς οι μεγαλύτεροι, ασκούμενοι καθημερινά με τις βιωτικές μας μέριμνες, ακούμε και μαθαίνουμε για την εορτή αυτή πολλά χρόνια αργότερα, ίσως και δεκαετίες μετά από τα σχολικά μας χρόνια, χωρίς να έχουμε βιώσει λατρευτικά αυτή τη μεγάλη εορτή και πανήγυρη.
Η Ανάληψη ακολουθεί την Ανάσταση. Είναι αμέσως μετά το διάστημα των σαράντα ημερών, που ο Κύριος εμφανιζόταν συχνά στους μαθητές του. Στο διάστημα αυτό ο Κύριος, με τις συνεχείς εμφανίσεις του αλλά και εξαφανίσεις του, πρώτον αποδεικνύει το γεγονός της Αναστάσεώς Του και δεύτερον γυμνάζει πνευματικά τους μαθητές Του. Πρέπει με λίγα λόγια οι μαθητές του Κυρίου και μέλλοντικοί Απόστολοι να χειραφετηθούν από τη συνεχή σωματική αίσθηση και αντίληψη του Χριστού. Τους προετοιμάζει, με λίγα λόγια, να Τον επιζητούν με τους πνευματικούς τους οφθαλμούς στο επόμενο διάστημα της δικής τους αποστολής προς τα έθνη. Έτσι η ένσαρκος παρουσία του Κυρίου στη γη που άρχισε με τη γέννησή Του εδώ σταματά. Όμως, ο ένσαρκος Κύριος θα ξαναφανεί. Βεβαίως η σωματική παρουσία του Κυρίου δεν εξέλειπε εντελώς. Η σωματική Του παρουσία που ακόμη υπάρχει και θα υπάρχει έως της συντελείας του κόσμου είναι στο ιερό μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στον άρτο και τον οίνο, που στα «σα εκ των σων» μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Κυρίου. Έτσι ο πιστός μπορεί να δεχθεί τον Κύριο μέσα του και Εκείνος να εισέλθει μέχρι και το τελευταίο του κύτταρο, να εισδύσει στην ουσία της ύπαρξής του, και εντέλει ο δεχόμενος τον Κύριον να θεωθεί.
Ανελήφθη, λοιπόν, στους ουρανούς ο Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας. Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Κύριος οδήγησε τους μαθητές Του προς το δρόμο της Βηθανίας και το όρος των Ελαιών. Εκεί, αφού σήκωσε τα χέρια Του, τους ευλόγησε: Έτσι, ευλογώντας τους, χωρίστηκε απ' αυτούς και εφέρετο προς τον ουρανό, μέχρι που χάθηκε απ' τα μάτια τους. Αλλά πώς ανελήφθη; Και με την ανθρώπινη Του φύση. Έτσι την ανθρώπινή Του φύση, την ενωμένη με τη Θεία Του υπόσταση, που την ένωσε αχωρίστως, ατρέπτως, ασυγχύτως και αδιαιρέτως, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Δ΄Οικουμενικής Συνόδου, την πήρε και την τοποθέτησε πάνω από Αγγέλους και Αρχαγγέλους, ψηλότερα από Χερουβείμ και Σεραφείμ, δίπλα στο θρόνο του Θεού Πατέρα. Με απλά λόγια ο Κύριος Θέωσε και την ανθρώπινη φύση Του, δίνοντάς μας μια ιδέα για το πώς θα είναι τα σώματα των αναστημένων πιστών κατά τη Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία.
Ακόμη, αξίζει να τονιστεί πως η Ανάληψη, αυτή καθ' αυτή, οδηγεί στην Πεντηκοστή, τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας μας. Κι αυτό διότι ο Κύριος είχε υποσχεθεί,πριν την Ανάληψή Του, ότι θα τους έστελνε το Αγιο Πνεύμα. Πράγμα που τελικά έγινε δέκα ημέρες αργότερα. «Ο Κύριος Ιησού Χριστός ανήλθε στους ουρανούς, αλλά δεν εγκατέλειψε το ανθρώπινο γένος, για το οποίο έχυσε το τίμιο Αίμα Του. Μπορεί να κάθισε στα δεξιά του Θεού (Μάρκ. ιστ΄ 19), στους ένδοξους ουρανούς, όμως η παρουσία Του εκτείνεται ως τη γη και ως τα έσχατα της δημιουργίας. Αφησε στη γη την Εκκλησία Του, η οποία είναι το ίδιο το αναστημένο, αφθαρτοποιημένο και θεωμένο σώμα Του, για να είναι το μέσον της σωτηρίας όλων των ανθρώπινων προσώπων, που θέλουν να σωθούν. Νοητή ψυχή του σώματός Του είναι ο Παράκλητος, το Πνεύμα της Αληθείας (Ιωάν. ιε΄26), ο οποίος επεδήμησε (ήρθε και εγκαταστάθηκε) κατά την ημέρα της Πεντηκοστής σε αυτό, για να παραμείνει έως τη συντέλεια του κόσμου. Η σωτηρία των πιστών συντελείται με την οργανική συσσωμάτωση των πιστών στο θεανδρικό Σώμα του Κυρίου». (Π. Ευδοκίμωφ).
Κατά το γεγονός της Αναλήψεως, πραγματοποιήθηκε στην πράξη η συμφιλίωση του Θεού με το ανθρώπινο γένος. Διαλύθηκε η παλιά έχθρα, τελείωσε ο μακροχρόνιος πόλεμος. Κι αυτό συνέβαινε πριν απ' αυτό το γεγονός, όχι επειδή μισούσε ο Θεός τον άνθρωπο, αλλά επειδή ο άνθρωπος επιδείκνυε αδιαφορία και αχαριστία. Και τώρα, η αλλαγή δεν έγινε εξαιτίας των δικών μας κατορθωμάτων ή επειδή αλλάξαμε στάση και συμπεριφορά, αλλά λόγω της απροσμέτρητης αγάπης και του ενδιαφέροντος του Θεού.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσθέτει: «Τώρα στην Ανάληψη, εμείς που δεν ήμασταν άξιοι να κατοικούμε στον παράδεισο, (...) εμείς τώρα οι ανάξιοι ανεβαίνουμε στον ουρανό. Τα χερουβείμ, παλαιά, φυλάγανε τον παράδεισο για να μην μπούμε ξανά και τώρα εμείς τα υπερβαίνουμε. Η ανθρώπινη φύση, στο πρόσωπο του Χριστού, έτυχε τιμής που δεν έτυχε η φύση των αγγέλων. Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Δεν έγινε άγγελος. Ενώθηκε μόνο με την ανθρώπινη φύση. Και οι άγγελοι δεν ζηλεύουν, αντίθετα χαίρονται, διότι χαρά των αγγέλων είναι η προκοπή μας και πόνος τους η εξαθλίωσή μας».
Για την αλλαγή αυτή οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον Χριστό. Αυτός έγινε μεσίτης. Ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλά αυτός ο ίδιος. Ο Θεός ήταν οργισμένος με μας και εμείς τον μισούσαμε. Και μας συμφιλίωσε ο Υιός Του. Πώς μας συμφιλίωσε; Δεχόμενος την τιμωρία που έπρεπε να επιβάλει σε μας. «Εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα» (Γαλ. γ΄ 13). Δέχτηκε την τιμωρία του ουρανού, δέχτηκε και τις προσβολές των ανθρώπων. «Οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ’ εμέ» (Ψαλμ. ξη΄10) (...) Πολλές φορές μιλούμε για τη μεσιτεία της Παναγίας και των αγίων και ξεχνούμε ότι μεσίτης πάνω απ’ όλους τους αγίους είναι ο ίδιος Χριστός. Αυτός ως άνθρωπος συνεχώς μεσιτεύει για μας τους ελεεινούς αδελφούς Του. Όπως ακριβώς παίρνουμε κάτι από τη σοδειά μας και το προσφέρουμε στο Θεό για να τον ευχαριστήσουμε και να ευλογήσει όλη τη σοδειά μας, έτσι ακριβώς και ο Χριστός την ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε στη μήτρα της Αειπαρθένου Μαρίας την κάνει προσφορά στον Θεό, για να ευλογηθεί ΟΛΟ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΓΕΝΟΣ. Ακόμη προσθέτει ο ίδιος Πατέρας: «Ενώ πλαστήκαμε από τον Θεό «κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του», ο άνθρωπος δεν πρόσεξε και ωμοιώθη τοις κτήνεσι. Το να γίνει, δε, κάποιος σαν τα ζώα είναι σαν να έγινε χειρότερος από αυτά. Το να σέρνεται ένα φίδι είναι φυσικό, το να σέρνεται, όμως, ένας αετός είναι η εσχάτη κατάπτωση … Μερικές φορές, ο άνθρωπος γίνεται χειρότερος των ζώων. Έτσι ο Ησαΐας λέγει, «έγνω βους τον κτησάμενον, και όνος την φάτνη του κυρίου αυτού Ισραήλ, δε, εμέ ουκ έγνω» (Ησαΐας α΄ 3) … Για να μας συνετίσει ο Κύριός μας, βάζει διδασκάλους τα έντομα. «Πορεύθητι προς τον μύρμηγκα, και ζήλωσον τας οδούς αυτού» (Παροιμ. στ΄6) (...) Εμείς οι κατώτεροι των ζώων, τα παιδιά του διαβόλου, με την Ανάληψη του Χριστού γίναμε ανώτεροι και από τους αγγέλους». (Χρυσοστόμου, Ι., «Εις την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», Ε.Π.Ε., 36)
Απολυτίκιο (ήχος δ΄):
Ανελήφθης εν δόξη, Χριστό ο Θεός ημών,
χαροποιήσας τους Μαθητάς,
τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος,
βεβαιωθέντων αυτών διά της ευλογίας,
ότι Συ ει ο Υιός του Θεού,
ο Λυτρωτής του κόσμου.