Ανεξάρτητα από το «αν» πρέπει να υπάρξει πολιτική συναίνεση, υπό «ποιες» προϋποθέσεις και σε «ποιο» βαθμό, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση που διάγει η χώρα, το γεγονός είναι ένα: ότι οι ευθείες παραινέσεις, για να μην πω «εντολές» από εταίρους και τροϊκανούς, για συναίνεση πολιτική με το στανιό, αποτελεί ευθεία, προκλητική και απροκάλυπτη ταυτόχρονα, παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της χώρας. Και από την πλευρά αυτή πρέπει να είναι συνολικά καταδικαστέα από τον πολιτικό κόσμο.
Θα μου πείτε, τώρα, εδώ έχουν ουσιαστικά παρέμβει στα πλέον... απόκρυφα σημεία του ελληνικού κράτους. Και θα σας πω «δίκιο έχετε». Ή θα μου πείτε ότι βρισκόμαστε υπό ουσιαστική κηδεμονία και έχουμε καταστεί προτεκτοράτο της τρόικας. Και πάλι θα σας πω «δίκιο έχετε». Ή ακόμη ότι η παρούσα κυβέρνηση ουσιαστικά ενεργεί ως «εντολοδόχος» - και όχι μάλιστα ως ο καλύτερος δυνατός - της τρόικας, ως προς την εφαρμογή των «διαταγών» που εκδίδει. Και αυτό σωστό είναι. Όμως... όμως, έστω και υπό αυτές τις ούτως ή άλλως ταπεινωτικές συνθήκες στις οποίες μας έριξε η μαύρη ανάγκη και μια σωρεία λανθασμένων έως εγκληματικών χειρισμών, αυτή η χώρα εξακολουθεί να έχει πολίτευμα. Και να είναι «Προεδρευομένη Δημοκρατία». Και το «πώς» θα συμπεριφερθούν οι πολιτικές δυνάμεις (λέμε τώρα) μιας δημοκρατικής χώρας αυτό είναι κάτι που αφορά στις ίδιες και κανέναν άλλον απολύτως! Αυτό, τουλάχιστον, πρέπει να γίνει σαφές προς τα έξω και από την κυβέρνηση πρωτίστως (η οποία δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από μια «βολική» για την ίδια έξωθεν παρέμβαση), αλλά και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ξεκάθαρα πράγματα. Συναίνεση καθ’ υπαγόρευση ούτε γίνεται ούτε μπορεί να είναι αποδεκτή. Ήδη ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, Α. Σαμαράς, έκανε σχετική δήλωση προχθές, μετά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια και επανήλθε χθες με μία ακόμη πιο σκληρή δήλωση (έχει, βέβαια, και τους λόγους του, λόγω της στάσης που τηρεί το κόμμα του), ξεκαθαρίζοντας ότι και κυβέρνηση και αντιπολίτευση υπάρχει και η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία παραμένει ισχυρή στην Ελλάδα. Έχουν καταλυθεί τα πάντα, τουλάχιστον ας διατηρούμε την αξιοπρέπεια της ψευδαίσθησης ότι ζούμε και υπάρχουμε σε μια ανεξάρτητη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Τώρα, από κει και πέρα επί της αναγκαιότητας, αλλά και της πιθανότητας εφαρμογής της συναίνεσης, καταρχήν είναι λάθος οι της τρόικας να συγκρίνουν την Ελλάδα και το ελληνικό πολιτικό σύστημα με την Πορτογαλία. Πρώτον, γιατί στην Πορτογαλία η αξιωματική αντιπολίτευση αρνήθηκε να ψηφίσει τα σκληρά μέτρα που πρότεινε η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός παραιτήθηκε και η χώρα οδηγήθηκε σε πρόωρες εκλογές. Εδώ, τους σπρώχνουμε να κατεβούν από τις καρέκλες και κείνοι γαντζώνονται όσο πιο γερά μπορούν για να μην τις χάσουν! Και η συναίνεση ήρθε μετά από όλα αυτά. Δεύτερον, γιατί η Πορτογαλία δανείστηκε πολύ λιγότερο από εμάς και έχει μόλις μπει στο μηχανισμό στήριξης. Και τρίτον και πολύ μα πολύ βασικό, η Πορτογαλία διαπραγματεύτηκε σκληρά και για το ύψος και για τους όρους αποπληρωμής και για το χρόνο και για το επιτόκιο. Κάτι που, βεβαίως, δεν έγινε εδώ. Εδώ, ό,τι και όπως μας το έδωσαν, τα κατάπιαμε αμάσητο. Άρα, ατυχής ο παραλληλισμός.
Εδώ χθες και αυτός ο Τόμσον της τρόικας, μιλώντας σε οικονομικό συνέδριο, είπε ότι το πρόγραμμα της ελληνικής κυβέρνησης δεν αποδίδει. Ένας χρόνος μνημόνιο έχει αποδείξει ότι βρισκόμαστε εκεί που ξεκινήσαμε. Κάναμε βήματα σημειωτόν. Είπε αυτός ο Τόμσον ότι «δούλεψε» το πρόγραμμα τον πρώτο χρόνο, αλλά τώρα δεν δουλεύει. Ε, βέβαια! Τον πρώτο χρόνο δούλεψε, γιατί έστυψαν, απομύζησαν, ρούφηξαν τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους, τους επαγγελματίες (όλα τα «εύκολα» θύματα), έβαλαν ταφόπλακα στην ανάπτυξη και τώρα που δεν έχουν πια τι άλλο να «ρουφήξουν», ε, δεν... δουλεύει πια το σύστημα!
Τι συναίνεση να δώσουν σε μια τέτοια πολιτική τα λοιπά κόμματα. «Συναίνεση» δεν σημαίνει να μένει αμετακίνητη στις θέσεις της (που έχουν αποδειχθεί τουλάχιστον προβληματικές) η κυβέρνηση και να περιμένει να πάνε οι άλλοι να τις στηρίξουν. Καλά το ’πε και ο Σαμαράς προχθές: «Γυμναστική στη ματαιότητα». Συναίνεση σημαίνει να κάτσουν όλοι γύρω από ένα τραπέζι και να κάνουν ουσιαστικά βήματα, προκειμένου να συναντηθούν και να βρουν, αν όχι το καλύτερο, τουλάχιστον το λιγότερο χειρότερο. Και αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι.