Αξέχαστο θα μου μείνει το φετινό Πάσχα!
Κατά πρώτον το ψητό αρνί μόνο που δεν βέλαζε όταν το μασούσαμε, άσε που ήταν και ανάλατο και δεν τρωγότανε με τίποτα.
Έτσι και αλλιώς βέβαια μου είχε κοπεί τελείως η όρεξη να το φάω, από την ακατανίκητη και ακατανόητη εμμονή μου να βλέπω πότε τον Πάγκαλο, πότε τον Παπαντρέου στη σούβλα.
Τα ίδια και χειρότερα με το κοκορέτσι.
Μέχρι να το φτιάξουμε (πλύσιμο άντερων, κόψιμο, σούβλισμα, τύλιγμα), αρπαχτήκαμε τρεις - τέσσερις φορές με τη γυναίκα μου, θυμηθήκαμε αμφότεροι ό,τι έκανε ο ένας στον άλλον από τότε που τα είχαμε φτιαγμένα, διαολίστηκα, χρονιάρα μέρα, και πήρα ίσα με δύο Stedon, δύο αντιυπερτασικά μαζωμένα, ένα καρδιοτονωτικό και εφτά αντιόξινα, ενώ πήγε χαράμι και το καλό σερβίτσιο, για να ξεθυμάνουμε.
Άσε που ούτε και το κοκορέτσι έφαγα τελικά, γιατί δεν έλεγε να πάρει την πατροπαράδοτη μορφή του και επέμενε, μέχρι τέλους, να έχει τη μορφή του Λοβέρδου.
Τέλος πάντων είπαμε να ρημαδοφάμε κάνα αυγό και να κάνουμε ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ με το τσούγκρισμα.
Έλα όμως που το αυγό της κόρης μου δεν ήταν και πολύ ανθεκτικό, ενώ-εδώ πρέπει να έβαλε την ουρά του ο οξαποδώ, δεν εξηγείται αλλιώς- ήταν και μελάτο.
Μπήζει τα κλάματα η κόρη μου γιατί έσπασε το δικό της το αυγό, μπήζει τις φωνές η γυναίκα μου γιατί κάναμε χάλια το χαλί κι άϊντε να τα μαζέψει με τη μάπα, μπήζω τις φωνές εγώ που ήμουν μέσα στα κροκάδια, μας άκουσε όλη η γειτονιά.
Παίρνω μία από τα ίδια εγώ από φάρμακα, με ενισχυμένη επαρκώς τη δόση του ηρεμιστικού, βρίζει θεούς και δαίμονες η γυναίκα μου μέσα από τα δόντια της, μας κοιτάζει δολοφονικά η κόρη μου, μύλος.
Καταφέρνουμε με τα χίλια ζόρια να επαναφέρουμε την οικογενειακή και προσωπική γαλήνη, και λέμε άντε, να μιλήσουμε για την Ανάσταση που κάναμε το Μ. Σάββατο, να ηρεμήσουμε, μέρα Αγάπης, τι στο διάτανο!
Τι το θέλαμε!
Γιατί θυμήθηκε η κόρη μου ότι η δικιά της η λαμπάδα, που είχε σκάσει 20 ευρώ η νονά για να την πάρει, ήταν πιο μικρή απ' τη δικιά μου, που είχα σκάσει 50 λεπτά.
«Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου», τίποτα το παιδί, γάνιασε στο κλάμα.
Ξαναμπήζει τις φωνές η γυναίκα μου, «όλο το σκάζεις το παιδί, τι σε πείραζε δηλαδή να πάρεις πιο μικρή λαμπάδα;».
«Μα πόσο πιο μικρή;», της κάνω-γιατί η λαμπάδα της νονάς, μπορεί να είχε πάνω της διάφορες κορδέλες και λιλιά, μέχρι και ένα πορτοφόλι είχε, αλλά από μπόι, όσο και να πεις, έπασχε λιγάκι-, «πόσο πιο μικρή χριστιανή μου», ξαναμπήζω τις φωνές κι εγώ, «που θα γινόμουνα ρεζίλι να με βλέπει ο κόσμος μ' ένα κεράκι τόσο δα!».
Εκεί απάνω της γυναίκας μου της έπιασαν τα κλάματα, γιατί θυμήθηκε πως το βράδυ της Ανάστασης δεν είχα φιλήσει τη θεία της την Περσεφόνη- «ε! βέβαια, που το δικό μου σόι το αποφεύγεις και ξινίζεις τα μούτρα σου, λες και το δικό σου είναι καλύτερο»-, η οποία θεία Περσεφόνη είναι μια μουστόγρια με μουστάκια και τρίχες στα χέρια σαν Καρπόζηλος, που κατεβάζει καθημερινά δυο σκελίδες σκόρδο για την πίεση, ενώ, παρεμπιπτόντως, δεν εφαρμόζει καλά και η μασέλα της και κινδυνεύεις, πάνω στο φιλί, να μείνει η μασέλα κλειδωμένη στο μάγουλό σου, κι άντε βγάλτηνα μετά.
Γι' αυτό σας λέω!
ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ!
* Ο Βασίλης Μπαλαής είναι ιατρός, φυσίατρος