Τι είναι το «γέλιο». Είναι μια σπίθα. Ένας σπινθήρας που δημιουργείται από την ηλεκτρική εκκένωση της συνάντησης ανάμεσα στην ευθυμία και τη διασκέδαση. Ή ακόμα μπορεί να είναι και ένας λυγμός, αποτέλεσμα ανακούφισης, ξέσπασμα μιας χαρμολύπης. Ό,τι και να ’ναι είναι σίγουρο ότι ευφραίνει και ανακουφίζει την ψυχή, δίνει χαρά στον άνθρωπο. Και όλοι εκείνοι που μας το προσφέρουν από το περίσσευμα της ψυχής και της ενέργειάς τους και από τη ροή του ταλέντου τους, είναι άνθρωποι ξεχωριστοί, μοναδικοί, που τους οφείλουμε ευγνωμοσύνη, έστω κι αν τις περισσότερες φορές δεν το καταλαβαίνουμε. Γιατί αποτελούν μέρος της ψυχοθεραπείας και της εκτόνωσής μας. Και...
...Και παραδόξως, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς είναι βαθιά μοναχικοί, ενίοτε θλιμμένοι. Και βρίσκουν μέσα από την... εξάσκηση του χιούμορ και την πρόκληση του γέλιου, ως μέρους του επαγγέλματός τους, τις δικές τους προσωπικές διαδρομές και φυγές από την πραγματικότητα που τους βαραίνει.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο «καλός μας άνθρωπος», Θανάσης Βέγγος, ο οποίος δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Πήγε να συναντήσει τους άλλους μεγάλους της μεταπολεμικής τέχνης του ελληνικού σελινόιντ (ή και της «μεσοπολεμικής») που μας διασκέδασαν, μας έδωσαν χαρά, μας χάρισαν άφθονο γέλιο και αξέχαστες «ατάκες» - προσφορά εξαιρετικών συγγραφικών ταλέντων (που δεν υπάρχουν πια), αλλά και δικής τους συνεισφοράς στα κείμενα - με τις οποίες δέθηκαν οι ίδιοι, δέθηκε όμως και η μεταπολεμική Ελλάδα ίσαμε το σήμερα. Ο Κωνσταντάρας, ο Ηλιόπουλος, ο Ρίζος, ο Σταυρίδης, ο Φωτόπουλος, ο Λογοθετίδης (παλαιότερος) και ακόμη πόσοι. Μια «συγκέντρωση» από εξαιρετικά ταλαντούχους ανθρώπους που «κέντησαν» την τέχνη τους και «ένωσαν» την καθημερινότητά μας με μοναδικό τρόπο.
Ένας από αυτούς είναι και ο Θανάσης Βέγγος. Ίδιος στην γκάμα του γέλιου και του γούστου, διαφορετικός συνάμα, με ένα δικό του «στιλ» και μια άλλη κινηματογραφική διαδρομή από ένα σημείο και μετά. Σεμνός, αθόρυβος, απόμακρος σχεδόν, αρκέστηκε στα εκφραστικά του μέσα για να επικοινωνήσει με τον κόσμο και να δείξει ό,τι είχε μέσα του και ό,τι γύρω του περνούσε και ηχούσε.
Ό,τι κι αν έκανε ο Θανάσης Βέγγος - και έκανε πολλά - το σίγουρο είναι ότι μικρότεροι και μεγαλύτεροι για δυο πράγματα θα τον θυμόμαστε, με την έννοια της κωμικής φιγούρας του σινεμά: για το αδιάκοπο τρέξιμό του, χαρακτηριστικό ενός αεικίνητου (αν όχι υπερκινητικού) ανθρώπου, πέρα από τις προσταγές του όποιου σεναρίου και βέβαια... Και βέβαια για την ατάκα της ζωής του «καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις από βέσπα;». Γιατί δεν πρόκειται για μια ατάκα που συνδέθηκε με το ρόλο, αλλά με τον ίδιο, που απέπνεε σε όλους αυτόν τον «καλό άνθρωπο». Χαρακτηριστική η σκηνή πάνω στη βέσπα, που δεν γνώριζε να οδηγεί, και προσπερνώντας στο δρόμο άλλους που οδηγούσαν να ρωτάει: «καλέ μου άνθρωπε, ξέρεις από βέσπα;».
Από βέσπα δεν ξέρουμε αν ήξερε. Ήξερε όμως και είχε το δικό του μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο να επικοινωνεί με τους ανθρώπους και ακόμη και μέσα από την υπερβολή των ρόλων να τους κάνει να αισθάνονται ότι είναι ένας από αυτούς. Ταλαιπωρημένος, αδικημένος, παραγκωνισμένος, αλλά με όνειρα, με πείσμα, με πίστη και όποια από τα «κουσούρια» του Έλληνα, που πάντως στους χαρακτήρες του υποδυόταν, δεν έβγαιναν με ιδιαίτερη ένταση.
Κάθε φορά που ένας τέτοιος άνθρωπος κάνει την τελευταία υπόκλισή του στη σκηνή εισπράττει το τελευταίο χειροκρότημα και φεύγει, πραγματικά (παρότι ως σχήμα λόγου είναι τετριμμένο), γινόμαστε φτωχότεροι. Γιατί το κενό που μένει δεν είναι δυσαναπλήρωτο. Απλά, δεν αναπληρώνεται.
Ο καλός μας άνθρωπος πήγε να συναντήσει άλλους καλούς και ξεχωριστούς ανθρώπους. Στο καλό να πάει.