Καθόμουν και αγνάντευα
της ρεματιάς το διάβα
ψηλά στον Ελληνόπυργο
έκλαιγα την Ελλάδα
Τι πάθαν τα ματάκια μου
κι αρχίσαν και δακρύσαν
εσάλεψε και ο λογισμός
μ’ αυτό που αντικρίσαν
Ένα γεράκι ξέβγαινε
απ’ τη σπηλιά του λόφου
σπίτι την είχε ο Στρατηγός
αγρίμι ήταν του λόγγου
Είχε σπασμένα τα φτερά
τα νύχια τσακισμένα
είχε τα ποδαράκια του
με αίματα βαμμένα
Ήταν κι η μαύρη του καρδιά
στα δάκρυα πνιγμένη
που ’βλεπε την πατρίδα του
στα χρέη βουτηγμένη
Γιατί; Ελλάδα μου γλυκιά
δες πώς σε καταντήσαν
λαλιά δεν έχεις να μου πεις
πες μου ποιοι το τολμήσαν
Βγάζει φωνή ανθρώπινη
το στρατηγό φωνάζει
και την καλόγρια μάνα του
θερμά παρακαλάει
Ξύπνα το Γιώργο καλογριά
από το μαύρο χώμα
να πεταχτεί ο Σταυραετός
να δει τον Παρθενώνα
Γι’ αυτόν χαλάλι έκανε
και τη ζωή του ακόμα
δες τώρα τι απόμεινε
της κοπριάς η μπόχα
Εδώ βρωμούν τα χώματα
μολύνθηκε ο αέρας
μαύρα πουλιά αρπαχτικά
ψάχνουν να φάνε κρέας
Λουλούδια δεν φυτρώνουνε
στο ματωμένο χώμα
πέσαν τα όρνια πάνω του
σκυλεύουνε το πτώμα
Τη σάρκα της τη φάγανε
τα κόκαλά της μείναν
ξανά ραγιάδες έγιναν
όσοι φτωχοί απομείναν
Εδώ έστησαν τρελό χορό
κλεψιά και δολιότης
που κάναν την Ελλάδα μας
ζητιάνα της Ευρώπης
Στρατάρχα έβγα στα βουνά
ήρωες να συνάξεις
και με το Γέρο του Μωριά
τα γκέμια της να πιάσεις
Το Ρήγα με το Θούριο
το έθνος να ξυπνήσει
και ο ραγιάς απ’ την αρχή
τα ερείπια να κτίσει
Ο Ρήγας του Ελληνόπυργου
Λαϊκός ποιητής