Ένα ζεϊμπέκικο βαρύ
θα βγω να το χορέψω
κι από καημούς και βάσανα
ευθύς να ξεμπερδέψω...
Λαϊκό τραγούδι
Είναι γνωστό ότι κάθε άνθρωπος θέλει να ανήκει κάπου. Σε μια οικογένεια, σε μια πατρίδα, σ’ έναν λαό, σ’ ένα έθνος. Θέλει ακόμη να έχει μια ταυτότητα: Ποιος είναι, τι είναι, ποια είναι η ιστορία του, ο πολιτισμός του. Στα συστατικά στοιχεία της ταυτότητας αυτής ανήκουν και τα εθνικά του τραγούδια και οι εθνικοί του χοροί. Ένα είδος αυτών των τραγουδιών και των χορών είναι και το ζεϊμπέκικο.
- Το ζεϊμπέκικο είναι ο αρχαϊκός χορός της Θράκης, που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες το 1922. Πολλοί πηγαίνουν ακόμη πιο μακριά. Υποστηρίζουν ότι η μελωδία του, τα λεγόμενα εννέα όγδοα, ήταν η μελωδία που χόρευαν οι ιέρειες του θεού Διόνυσου και εκστασιάζονταν. Ίσως και γι’ αυτό ορισμένοι πρεσβεύουν ότι το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Ότι δεν έχει βήματα, είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα, που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.
Αρκετοί πιστεύουν ότι το ζεϊμπέκικο είναι μια τραγωδία τριών λεπτών, που καταλήγει στην κάθαρση. Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Το όνειρο που κάποτε εξελίσσεται σε εφιάλτη. Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες των καιρών.
- Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να φτιαχτεί». Να φτιάξει το κεφάλι του με ποτό και μουσικές για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε, που τον βασανίζουν, τα απωθημένα του. Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο και την αδυναμία του. Δεν ντρέπεται να δακρύσει. Αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και το ρηχό καθωσπρεπισμό. Δεν μπορεί να υποκριθεί, να μιμηθεί. Συμπάσχει με το στίχο, απλό, λιτό και ευθύβολο, ο οποίος εκφράζει την προσωπική του περίπτωση. Γι’ αυτό και επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά, αλλά και παλικαρίσια. Δεν σαλτάρει δεξιά και αριστερά. Βρίσκεται σε κατάνυξη. Ζει τη μέθεξη, τη μεταρσίωση, ίσως και την έκσταση. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί όπου ο τραγουδιστής ανασαίνει. Ο σωστός χορεύει μια φορά. Δεν μονοπωλεί την πίστα.
- Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε γιορτές και πανηγύρια. Είναι χορός μοναχικός, κλειστός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για να ξεχάσει τη μίζερη καθημερινότητα. Για να ξεπεταχτεί ο μικρός θεός που ο καθένας κρύβει μέσα του. Τα παλαμάκια που χτυπούν οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο καημός του άλλου δεν αποθεώνεται. Το σωστό είναι να περιμένουν το χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιουν στην υγειά του, για να γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει.
- Είναι διάχυτη η άποψη ότι οι Έλληνες, κατά κανόνα, είναι μελαγχολικός λαός. Το ζεϊμπέκικο, με όλα τα χαρακτηριστικά του, έθρεψε για πάρα πολλά χρόνια τον ψυχισμό των Ελλήνων και ιδιαίτερα των Ελλήνων της διασποράς, με υπομονή, με καρτερία, με αντοχή στα δύσκολα και πέτρινα χρόνια, αλλά και με ευαισθησία, με φιλότιμο, με ελπίδα και με αισιόδοξη περηφάνια για την ιστορία και το μέλλον του.
- Ίσως πολλοί να υποστηρίζουν ότι το ζεϊμπέκικο έχει κλείσει τον κύκλο του και ότι δεν έχει θέση σε μια εποχή με άλλες αξίες και άλλες προτεραιότητες. Ωστόσο, πάντα θα έχει θέση στο εθνικό μας ρεπερτόριο, στο ρεπερτόριο μιας άλλης Ελλάδος, που όσο και αν κρίνουμε και θεωρούμε ξεπερασμένη, πάντα θα μας ακολουθεί και θα μας σκιάζει.