Μια παροιμία για τις τράπεζες λέει ότι, «σου δανείζουν μια ομπρέλα με λιακάδα και σου την παίρνουν πίσω με την πρώτη βροχή», αλλά και μεις, μη γνωρίζοντας πώς να αντιμετωπίσουμε την επίθεση των καταναλωτικών προτύπων που μας επέβαλε η ελεύθερη οικονομία, οδηγηθήκαμε κατευθείαν στην αγκαλιά των τραπεζών.
Είναι κοινός τόπος να πει κανείς ότι οι τράπεζες ρυθμίζουν και καθορίζουν την ζωή των «νεόπλουτων» (ήδη νεόπτωχων...) πολιτών της ταλαίπωρης αυτής χώρας μας και όχι μόνον. Χωρίς αμφιβολία ολόκληρη η υφήλιος βιώνει σήμερα τη δικτατορία των τραπεζών. Οι οικονομίες των σύγχρονων χωρών χορεύουν στο ρυθμό που επιβάλλει το τραπεζικό κεφάλαιο και τα νοικοκυριά εξαρτούν την ποιότητα της ζωής τους από τον δανεισμό
Ευαγγελίζοντας ανενδοίαστα εικονικές πραγματικότητες: αυτοκίνητα για εκατομμυριούχους, εξωτικές διακοπές, αγορές χωρίς όριο, κι όλα αυτά με ληστρικά επιτόκια, μας έμπλεξαν με δάνεια κι άλλα δάνεια για να εξοφληθούν τα προηγούμενα δάνεια, με πιστωτικές κάρτες κι άλλες κάρτες κι έτσι βρεθήκαμε χαμένοι στο λαβύρινθο του Μινώταυρου...
Η τραπεζοκρατία κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια, να μας πείσει ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς.... σκάφος αναψυχής και χωρίς διακοπές ή το λιγότερο χωρίς δεύτερο αυτοκίνητο. Μάθαμε να ζούμε πάνω και πέρα από τις οικονομικές μας δυνατότητες. Οι επαγγελματίες πίστεψαν ότι μπορούν να γίνουν μεγαλοεπιχειρηματίες με τραπεζικά δάνεια, ενώ πολλοί άλλοι βρήκαν ως αντίδοτο στην ανεργία το άνοιγμα ενός καταστήματος.... Ισως δεν σκέφτηκαν τον κίνδυνο κατάρρευσης της αγοράς. Από την άλλη μεριά οι τράπεζες, αντίθετα με τη μυθολογία του «επιχειρηματικού κινδύνου», δεν διακινδυνεύουν ποτέ. Παίζουν πάντα στα σίγουρα. Τα κέρδη που συσσώρευσαν πριν από την οικονομική κρίση ήταν αμύθητα. Αλλά και όταν ξέσπασε η κρίση – εξαιτίας της κερδοσκοπίας τους – οι τράπεζες πάλι βγήκαν κερδισμένες. Η κυβέρνηση σπεύδει να τις διασώσει κάθε φορά από την καταστροφή, υποστηρίζοντας ότι αλλιώς θα καταρρεύσει η οικονομία της χώρας. Το αποτέλεσμα είναι το αντίθετο: το δημόσιο χρήμα πού δαπανήθηκε ως τώρα για τη διάσωσή τους προκάλεσε το τεράστιο πρόβλημα χρέους που καλούμαστε να πληρώνουμε με θυσίες οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, και οι μικροεπαγγελματίες!
Η «επιχείρηση τραπεζοκρατία» άρχισε πριν από πολλά χρόνια για να καταλήξει στη σημερινή δικτατορία των τραπεζών. Θυμάμαι τις σχολικές εκθέσεις για την αποταμίευση που άρχιζαν με την ερώτηση «σε τι χρησιμεύουν οι τράπεζες;». Η απάντηση ήταν εύκολη: για να μας δανείζουν χρήματα και για να τους εμπιστευόμαστε τις οικονομίες μας. Αυτή η απλή απάντηση ήταν αρκετή την εποχή που οι μαθητές όλης της χώρας καλούνταν κάθε 31 Οκτωβρίου να γράψουν τη γνωστή έκθεση για την «Ημέρα της Αποταμίευσης», με έπαθλο τον κουμπαρά του Ταμιευτηρίου κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων.
Τότε ήταν περίπου πατριωτικό καθήκον η καλλιέργεια τραπεζικής συνείδησης. Έτσι δημιουργήθηκε η γενιά των αποταμιευτών που τα επόμενα χρόνια εξελίχθηκε στη γενιά των δανειοληπτών. Διότι οι τράπεζες – πρέπει να το παραδεχτούμε – μάζευαν τα λεφτά που μας περίσσευαν, αλλά μετά άρχισαν να μας κυνηγούν για να μας τα επιστρέψουν, αρκετά ακριβότερα απ΄ ό,τι μας τα πήραν.
Το γεγονός ότι οι τράπεζες μόνο για νόμιμη ληστεία ήταν ικανές, αργήσαμε να το καταλάβουμε, όταν αρχίσαμε να δανειζόμαστε απ΄αυτές με επιτόκια διπλάσια ή τριπλάσια απ΄αυτά που μας έδιναν για τις φτωχές καταθέσεις μας.
Αλλά και όσοι δεν δανείζονταν και κατέθεταν τις οικονομίες τους, βρέθηκαν προ εκπλήξεων όταν είδαν να μηδενίζονται οι τόκοι των καταθέσεών τους, την ίδια στιγμή που εξακοντίζονταν στα ύψη οι τόκοι των χορηγήσεων. Αλλά υπήρξαν και περιπτώσεις πολύ χειρότερες, όταν κάποιες τράπεζες έκαναν επενδύσεις κεφαλαίων σε τοξικά ομόλογα εν αγνοία των καταθετών τους, με συνέπεια κάποιοι να χάσουν τις οικονομίες τους, που αντιπροσώπευαν τους κόπους μιας ζωής. Κι έτσι συμβαίνει μέχρι σήμερα. Έχω υπόψη μου παρόμοια περίπτωση Λαρισαίου που έχασε έτσι τα λεφτά που αποταμίευε μια ζωή (βλέπε σχετικό άρθρο στη στήλη αυτή της 20 – 2 – 2011).
Παλιά και γνωστή ιστορία θα μου πείτε. Αλλά νιώθω πολύ κορόιδο όταν διαβάζω για πτώση των κερδών των τραπεζών κι όταν διαπιστώνω ότι η δράση τους είναι υπεράνω Συντάγματος και νόμων. Νιώθω ηλίθιος όταν βλέπω να συμπαρίσταται το κράτος στο τραπεζικό κεφάλαιο, την ίδια στιγμή που ξεζουμίζει τον πολίτη. Γιατί πού νομίζετε ότι πάνε οι φόροι που πληρώνουμε με το αίμα μας. Σε ποσοστό 70% στις τράπεζες, εγχώριες και αλλοδαπές, πηγαίνει. Είναι άλλωστε γνωστό ότι στις τράπεζες χρωστάει το κράτος το περίφημο «δημόσιο χρέος». Όπως έλεγε κι ο Μαρξ, «το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρίες, το εμπόριο με αξίες όλων των ειδών, το παιχνίδι του χρηματιστηρίου και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία». Για να συμπληρώσει ότι, «οι στολισμένες με εθνικούς τίτλους μεγάλες τράπεζες ήταν απλώς από τη γέννησή τους εταιρίες σπεκουλάντηδων που στάθηκαν στο πλευρό των κυβερνήσεων και που χάρη στα προνόμια που πήραν ήταν σε θέση να δανείζουν σ΄ αυτές χρήματα».
Όλα αυτά φυσικά με ανταλλάγματα. Οι τράπεζες δεν υπήρξαν ποτέ φιλανθρωπικά ιδρύματα. Κάποια σχέση έχουν όλα αυτά τα σκληρά κυβερνητικά μέτρα σε βάρος μας. Με συνταγές του Δ.Ν.Τ. και των τραπεζών προωθούνται ανατροπές στα εργασιακά και το ασφαλιστικό που παραπέμπουν σε καταστάσεις του 19ου αιώνα, ενώ παρέχονται αφειδώς διευκολύνσεις και ελευθερία κινήσεων στις τράπεζες.
Για την ιστορία της τραπεζικής ηθικής καλό είναι να μην ξεχνάει κανένας την πρόσφατη απίστευτη υπόθεση «μίζας και διασπάθισης των αποταμιεύσεων των ασφαλισμένων», μέσω της εμπορίας και διακίνησης των κρατικών τίτλων. Όταν βομβαρδιστήκαμε για πολύ καιρό από έννοιες του τύπου «δομημένα προϊόντα υψηλού ρίσκου», «σύνθετα ομόλογα», «τοξικά ομόλογα» και άλλα ηχηρά και νοσηρά παρόμοια. Έκτοτε παρακολουθούμε αμήχανοι την προσπάθεια των αρμοδίων να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα και μια συντεταγμένη επιχείρηση των εμπλεκόμενων, να συσκοτίσουν ακόμα περισσότερο υποθέσεις σαν κι αυτές
Σήμερα κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης που βιώνουμε, αποσκοπεί στη «διάσωση» - όπως λένε – των τραπεζών. Σε καμιά περίπτωση στη διάσωση του κόσμου που ξεζουμίζεται για χάρη τους.
Με δεδομένο λοιπόν ότι το σύνολο της οικονομικής ζωής εξαρτάται από τη συνέχιση και τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών και ότι η απληστία δεν έχει τέλος, ας μην περιμένουμε έλεος από το τραπεζικό κεφάλαιο κι από πολιτικά συστήματα που βρίσκονται στην υπηρεσία του, αν δεν αλλάξουμε τακτική κι αν δεν πάψουμε να είμαστε τροφοδότες των τραπεζών με τις οικονομίες μας και καταναλωτές τραπεζικών δανείων.