Ζούμε σήμερα ως χώρα, άρχοντες και λαός, μια χρονική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας, ενώ ζώνουν τα σπίτια μας και φωτιές από παντού, ενώ την ίδια ώρα η γη ολόκληρη σείεται και ταράζεται έσωθεν και έξωθεν, εμείς με τη συμπεριφορά μας δίνουμε την αίσθηση, πως τραγουδάμε και σφυρίζουμε αδιάφορα, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε στο έπακρο την κρισιμότητα των καιρών.
Πρώτα-πρώτα εκτός του ότι βουλιάζουμε στη λαμογιά, στη σήψη και στη διαφθορά, προσφεύγοντας στο Δ.Ν.Τ. και εφαρμόζοντας τους επαχθείς όρους του μνημονίου χάσαμε κατά βάση την ελευθερία μας και, χωρίς να το καταλάβουμε οι πολλοί, έχουμε καταντήσει φόρω υποτελείς στους δανειστές μας, οι οποίοι μας έχουν βάλει μια θηλιά στο λαιμό και τη σφίγγουν συνεχώς μέχρι σημείου, που να μας κόβεται η ανάσα.
Εξαιτίας της κατάστασης, επίσης, που επικρατεί στη Λιβύη, έχουμε εμπλακεί σε πόλεμο στο πλευρό άλλων Ευρωπαίων και των Αμερικανών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε απώλειες άψυχου και έμψυχου, ίσως, υλικού προσεχώς.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας με δηλώσεις του και ενέργειές του, εντός και εκτός Ελλάδας, προκαλεί και αναστατώνει την περιοχή μας και δημιουργεί συνθήκες για ακόμη πιο άσχημες καταστάσεις στις σχέσεις των δύο λαών.
Οι Σκοπιανοί, συνεχίζοντας τις δικές τους προκλήσεις, προσφεύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και διεκδικούν τα δίκια τους, όπως αυτοί τα αντιλαμβάνονται, θέτοντας σε κίνδυνο τα δικά μας.
Ο σεισμός και το τσουνάμι, που χτύπησαν θανάσιμα την Ιαπωνία, επηρεάζουν με τις συνέπειές τους την οικονομία και θέτουν σε κίνδυνο και τη δική μας ζωή.
Και ενώ όλα αυτά και άλλα πολλά συμβαίνουν μέσα και έξω απ’ τη χώρα μας, εμείς και κυρίως οι ταγοί μας, πολιτικοί και πνευματικοί, περί άλλα τυρβάζουμε.
Πρωθυπουργός και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ακολουθώντας το δόγμα για όλα φταίνε οι άλλοι, αντί να αναζητούν και να επιδιώκουν τη συναίνεση και την ομοψυχία, προκαλούν με τις επιλογές τους μισθωτούς και συνταξιούχους ξεζουμίζοντάς μας με λιτότητα διαρκείας και ψάχνουν να βρουν και να στοχοποιήσουν ενόχους εντός και εκτός Ελλάδας, μονοπωλώντας τον εθνικό πατριωτισμό, προσποιούμενοι, όμως, οι ίδιοι για τον εαυτό τους την αθώα περιστερά και αρνούμενοι να αναλάβουν εμπράκτως τις ευθύνες, που τους αναλογούν, και είναι πολλές, για το κατάντημα της χώρας.
Την ίδια ώρα οι αξιωματούχοι της κεντροδεξιάς πολυκατοικίας τρώγονται μεταξύ τους αποδεικνύοντας ότι νοιάζονται πιο πολύ για το πώς και ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις σε βάρος των άλλων παρά για το πώς θα ορθοποδήσουμε ως χώρα.
Η ηγεσία της αριστεράς με βασικό σύνθημα την ανυπακοή προσπαθεί να παρεμβαίνει πολιτικά αναστατώνοντας τον κόσμο και αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες τέτοιων επιλογών.
Η συνδικαλιστική ηγεσία ζει στον κόσμο της.
Η ηγεσία της εκκλησίας αμφιταλαντεύεται και κρατά στάση αναμονής χωρίς να δείχνει σίγουρη για τον εαυτό της.
Η πνευματική ηγεσία, πλην φωτεινών εξαιρέσεων όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, μασάει τα λόγια της και δεν παρεμβαίνει ουσιαστικά• κάποιοι, μάλιστα, πνευματικοί άνθρωποι στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης προωθούν ιδέες για κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, παρελάσεων και εθνικών επετείων και για ξαναγράψιμο της ιστορίας αμφισβητώντας γεγονότα και ήρωές της.
Η τέταρτη εξουσία κάθε άλλο παρά ασκεί σωστά το ρόλο της, μια που δεν είναι λίγα τα παπαγαλάκια, που αντί κριτικής και αντικειμενικής ενημέρωσης παίζουν το ρόλο του κυβερνητικού εκπροσώπου διευκολύνοντας, έτσι, τους κυβερνώντες.
Ο λαός από την άλλη γκρινιάζει για τα κεκτημένα που χάνει, τα οποία, σημειωτέον, μέχρι χθες που τα είχε, δεν τα εκτιμούσε ιδιαίτερα, και αρκείται κατά βάση στο να διαπιστώνει, πως γι’ αυτή την κατάσταση φταίνε οι πολιτικοί και οι ξένοι απαλλάσσοντας τον εαυτό του απ’ τις δικές του ευθύνες.
Τα γράφω όλα αυτά, γιατί πριν λίγες μέρες, που γιορτάσαμε για άλλη μία φορά την επέτειο της εθνικής παλιγγενεσίας, ακούστηκαν λόγοι πανηγυρικοί, που απέδιδαν το θαύμα του ’21 στην πίστη για το δίκαιο του αγώνα και στα ιδανικά της φυλής μας, στο φρόνημα, στην αποφασιστικότητα, στην ενότητα, στην ομοψυχία και στις θυσίες αρχόντων και αρχομένων για ένα κοινό σκοπό, την ανεξαρτησία και ελευθερία της πατρίδας.
Συγκρίνοντας αυτά που άκουγα, μ’ αυτά που ζούμε, μελαγχόλησα, συνειδητοποιώντας για άλλη μια φορά πόσο υποκριτές είμαστε, αφού άλλα λέμε και άλλα πράττουμε σε μια εποχή, μάλιστα, που για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση πρέπει να είμαστε ενωμένοι, άρχοντες και αρχόμενοι, σαν μια γροθιά.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες τίθεται το ερώτημα θα αρθούμε, επιτέλους, ο καθένας μας στο ύψος των περιστάσεων ή μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, τραβώντας ο ένας από εδώ και άλλος από εκεί, θα συνεχίσουμε τον κατήφορο, που οδηγεί στον αφανισμό;