Ζούμε σήμερα σε μια εποχή που υποβαθμίζεται ιστορικά ο ρόλος της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας κατά τη δύσκολη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η απάντηση σ’ αυτό έρχεται από την ιστορική διαπίστωση που μας λέει με σαφή τρόπο ότι η διατήρηση της ορθόδοξης πίστης του Έλληνα σήμαινε και τη διατήρηση της ελληνικότητάς του, ενώ ο εξισλαμισμός του Έλληνα σήμαινε και την απώλεια της ελληνικότητάς του. Παραμείναμε επομένως ως Έλληνες, γιατί παρά τις δυσκολίες, με την πρόνοια του Θεού παραμείναμε ορθόδοξοι χριστιανοί. Στα οθωμανικά χρόνια, ούτε η γλώσσα, ούτε κάποιο άλλο πολιτισμικό στοιχείο μπόρεσε να διατηρήσει τον Ελληνισμό τόσο, όσο η πίστη στην Ορθοδοξία. Έχουμε λοιπόν, δύο διαφορετικά παραδείγματα που ενισχύουν την παραπάνω άποψη. Υπήρξαν ελληνικοί πληθυσμοί που διατήρησαν την ελληνική γλώσσα, αλλά επειδή εξισλαμίστηκαν, σταδιακά έγιναν Τούρκοι. Και υπήρξαν ελληνικοί πληθυσμοί που αναγκάστηκαν να μιλούν τουρκικά, αλλά επειδή παρέμειναν ορθόδοξοι χριστιανοί, παρέμειναν Ρωμιοί και Έλληνες.
Στην Κρήτη και στη Δυτική Μακεδονία, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων έγιναν μουσουλμάνοι (Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες). Αυτοί παρότι συνέχισαν να είναι ελληνόφωνοι, σταδιακά έγιναν Τούρκοι. Στην Κρήτη έγιναν οι χειρότεροι εχθροί και καταπιεστές των ορθοδόξων Κρητικών. Σήμερα, οι απόγονοι των Τουρκοκρητικών ζουν στην Τουρκία. Μπορεί κάποιοι να μιλούν και ελληνικά και να έχουν μια νοσταλγία για την Κρήτη, αλλά νιώθουν Τούρκοι.
Από την άλλη πλευρά, ο όρος Καραμανλήδες περιελάμβανε όλους τους τουρκόφωνους Έλληνες χριστιανούς που ήταν εγκαταστημένοι σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως στην Καππαδοκία. Αυτοί μιλούσαν τουρκικά για λόγους καθημερινότητας. Η Καππαδοκία έβγαλε τους περισσότερους Αγίους. Οι Καππαδόκες, από τον Μεγάλο Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, μέχρι και τις μέρες μας με τον γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, υπήρξαν οι πιο πιστοί χριστιανοί. Έτσι, παρέμειναν και Έλληνες, παρότι στην Τουρκοκρατία μιλούσαν τούρκικα.
Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα της φυλής των Γκαγκαούζηδων. Οι Γκαγκαούζοι είναι φύλο με καταγωγή από τη Θράκη και από τα οθωμανικά χρόνια μιλάει μια τουρκική διάλεκτο. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να νιώθουν Έλληνες, καθώς παρέμειναν ορθόδοξοι χριστιανοί. Στους ρωσοτουρκικούς πολέμους πολέμησαν εναντίον των Τούρκων και ένα μέρος απ’ αυτούς εγκαταστάθηκε στη Μολδοβλαχία. Σήμερα, στο Κράτος της Μολδαβίας, υπάρχει η αυτόνομη επαρχία της Γκαγκαουζίας, όπου οι κάτοικοι, παρά τη γλώσσα και την απόσταση, εξακολουθούν να έχουν ελληνική συνείδηση εξαιτίας της ορθόδοξης πίστης.
Η αλήθεια είναι ότι από τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, τότε που ο Χριστός «μίλησε» στην καρδιά των Ελλήνων, αυτά τα δύο, Χριστός και Ελληνισμός έγιναν ένα. Το αρχαίο παρελθόν δεν διαγράφθηκε, αλλά συνεχίστηκε ανανεωμένο. Εξαιτίας λοιπόν αυτής της δυνατής και αληθινής σχέσης στα δύσκολα χρόνια, όπως στην Τουρκοκρατία, μπορέσαμε να παραμείνουμε Έλληνες και να υπάρξει αυτή η διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού στους αιώνες. Βέβαια, αυτή η ενότητα δεν πρέπει να μας κάνει να βάζουμε πρώτα το Έθνος και μετά την πίστη και το Ευαγγέλιο. Ως ορθόδοξοι χριστιανοί δεν πρέπει να βλέπουμε διαφορετικά τουλάχιστον τους άλλους ορθόδοξους λαούς.
Προσπαθούν σήμερα κάποιοι να μιλήσουν για μύθους, αμφισβητώντας ακόμα και τους βίαιους εξισλαμισμούς. Μπορεί επίσημα το Οθωμανικό Κράτος να σεβόταν τη θρησκευτική συνείδηση των αλλοθρήσκων, αλλά ο «ψυχολογικός πόλεμος» για να αλλαξοπιστήσουν ήταν έντονος. Η αλήθεια επομένως είναι ότι αν δεν υπήρχε αυτό το ισχυρό δέσιμο των Ελλήνων με την Ορθοδοξία και την πνευματικότητα της πατερικής παράδοσης, δεν θα μπορούσαν οι υπόδουλοι Ρωμιοί να κρατήσουν την υπομονή τους στην πίστη, αφού τα κίνητρα (φορολογικά και άλλα) και ο πειρασμός για μια καλύτερη ζωή (που είχαν οι εξισλαμισθέντες) ήταν πολύ έντονα.
Δεν μπορούμε βέβαια να αγνοήσουμε τους πολλούς ηρωικούς ιεράρχες και απλούς παπάδες και μοναχούς της Τουρκοκρατίας. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια έγιναν τα σημεία αναφοράς και ύπαρξης των Ρωμιών. Ούτε μπορούμε να αγνοήσουμε και το σημαντικό ρόλο που έπαιξε το Άγιον Όρος (ως συνέχεια του Βυζαντίου) την περίοδο αυτή, είτε με το ιεραποστολικό κίνημα, με κορυφαία προσωπικότητα τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που ενίσχυσε την πίστη και την παιδεία των υπόδουλων Ελλήνων, είτε με το κίνημα των Αγίων Νεομαρτύρων (όπως ο Άγιος Γεδεών στον Τύρναβο), που αποτέλεσαν παράδειγμα υπομονής και αντίστασης γι’ αυτούς, είτε με το κίνημα των «Κολλυβάδων» Πατέρων, που αναγέννησαν πνευματικά τον ελληνικό λαό και όλη την ορθόδοξη Εκκλησία.
Τέλος, θα πρέπει να θυμηθούμε το μαρτύριο του μητροπολίτη Λαρίσης και Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου, ο οποίος το 1611 οργάνωσε στα Ιωάννινα την πιο σημαντική μέχρι τότε επαναστατική κίνηση. Πέντε ώρες κράτησε το μαρτύριο του, όπου οι Τούρκοι τον έγδαραν ζωντανό. Η πόλη μας τιμά τον εθνομάρτυρα Διονύσιο τον Φιλόσοφο, δίνοντας το όνομα του σε δρόμο στο λόφο του φρουρίου, κοντά στο Ναό του Αγίου Αχιλλίου. Το αρνητικό όμως είναι ότι ονομάζεται οδός Σκυλοσόφου, δηλαδή φέρει το όνομα, με το οποίο χλευαστικά αποκαλούσαν τον εθνομάρτυρα οι Τούρκοι.