Παιδικοί διάλογοι στα χρόνια της αθωότητας

Δημοσίευση: 19 Μαρ 2011 1:22 | Τελευταία ενημέρωση: 24 Σεπ 2015 16:18
Η Τάκς τ΄σ Μυλουνούς, η Μήτσιους η παρδάλς κι η Κώτσιους η Γκτζιούπας ήταν φίλοι από μικροί απού τότι που πάειναν στου σκουλειό μόλις τιλίτουσαν το δημοτικό οι πατεράδες τους τους έβαλαν στην παραγωγική διαδικασία συμβάλλοντας στην οικιακή οικονομία η οποία επί δέκα χρόνια 1940 – 1950 είχε υποστεί θανατηφόρα χτυπήματα εξαιτίας της έκρυθμης πολιτικοστρατιωτικής κατάστασις.
Η Κώτσιους η Γκτζιούπας ήταν ο πιο ευκατάστατος γιατί η οικογένειά του ασχολούνταν παραδοσιακά με την κτηνοτροφία προβάτων κάτι που δεν άφηνε ποτέ ούε γυμνούς ούτε νηστικούς.
Η Τάκς τ΄ς Μυλουνούς πιάσκει να δουλεύ’ στου Ασβιστουκάμινου τ’ πατέρα τ’ κουβαλώντας ξύλα κι πέτρις για να φκιάς ασβέστ. Κι ου φουκαράς ου Μήτσιους η παρδάλς ήταν η πιο φτουχός. Κι ήταν ντάιμα (συνέχεια) στοιχμένους (νοικιασμένος πότει ιδώ κι πότι ικεί). Τις πιο πολλές φορές προσλαμβάνονταν δεκατετραετής όν με προφορικό συμβόλαιο έξι μηνών σαν τζιομπανάκι βοηθώντας τον κυρίως βοσκό στην βόσκιση και στο άρμεγμα του κοπαδιού. Η Μήτσιους όμους είχι μια καρντγιά που παραδίνουνταν εύκολα κι αγαπούσι στου τάκα τάκα τα κουρίτσια απού τότι που πάινι στην τρίτ’ τάξ απ’ του Δημοτικό σκουλειό. Αγαπούσι η δόλιους αλλά αντρέπουνταν να τα πεί. Κι πάλβει με τουν ιαυτό τ’. Κάθι τόσου προυσπαθούσι να ξιχάσ’ τα ντέρτιατ.
Η φωτιά όμως όλου δυνάμωνε με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ησυχάσει μέρα νύχτα. Αιτία ήταν μια συμμαθήτριά του η οποία είχε εγκαατασταθεί για τα καλά στην ευαίσθητη καρδιά του από την Γ΄ τάξη του Δημοτικού.
Ηταν η Πανάγιου η πανάιου καλύτερα κόρη του αλκοολικού Γιώργ Κακαμούκα, που τις πιο πουλλές ώρες της ημέρας τον έβρισκες στο καφενείο ακουμπισμένο στον πάγκο να πίνει τσίπουρο ξιροσφύρι και να «ΜΑΤΣΙΑΛΑΕΙ» (μασάει) στραγάλια που ο καφετζής τους προμήθευε σαν ψευτομεζέ. Από αυτό το θύμα του αλκοόλ προήλθε ένα κορίτσι εξαιρετικού χαρακτήρα και εξαιρετικής σωματικής διάπλασης και ομορφιάς. Ο τρίτος της παρέας δηλαδή ου Μήτσιους ου παρδάλ’ς διέκρινε από την Γ΄δημοτικού τις αρετές της Πανάγιους και δεν την άλλαζε με καμία άλλη. Παραβλέποντας και μη δίνοντας σημασία στην κακή φήμη της οικογένειας Κακαμούκα που έφερε το προσωνύμιο Μπικρουκανάτας τσιπριαίς κ. χάιντζ (τεμπέλης). Ου Μήτσιους κοιμούνταν κι ξυπνούσι με το όραμα της Πανάγιους και η επιθυμία του να τη παντρευτεί ήταν αδάμαστη.
Σε ποιον όμως να πει και να ξαλαφρώσει μερικώς από τη φόρτισή του. Αν τολμούσε να ξεστομίσει στους γονείς του αυτή του την επιθυμία θα εισέπραττε χαστούκια και περιφρόνηση γιατί είχε τρεις αδελφές ανύπαντρες και αυτός θεωρούνταν παραπανίσιος και σχεδόν μη υπολογιζόμενος ως μέλος της οικογένειάς του. Έτσι λοιπόν ο Μήτσιος αποφάσισε να ζητήσει την συμπαράσταση των φίλων του Τάκη τ’ς Μυλουνούς και του Κώτσιου του Γκτζιούπα.
Κι απλές Κώτσιου ιγώ θα πιθάνου άμα δεν πάρου τ’ν Πανάγιου θα παένου στου βράχου τ’ς Σταχτιαίη (τοπωνύμιο της περιοχής) θα γραπουτσουθώ απ’ τ’ς πέτρις. Θα ανηβώ απάν σ’ν κουρφή κι θα φουνάξου δυνατά Πανάιου συ αγαπώ. Κι άμα δε μι πάρς θα αμπηδίσου κι θα σκουτουθώ. Οι δύο φίλοι άκουγαν το φίλο τους και καταλάβαιναν πόσο λαβωμένη ήταν η καρδιά του και ήθελαν να βοηθήσουν, παράλληλα όμως κατανοούσαν και τις δυσκολίες που πράγματι υπήρχαν. Η Κώτσιους η Γκτζιούπας πιο ώριμος από τους τρείς παίρνει το λόγο και λέει καλά αρά Μήτσιου έχς δίκιου. Καλύτιρου κουρίτσ’ απ’ τ’ν Πανάιου δεν υπάρχ. Αλλά ισύ είσι κούτσκους, ακόμα κατράς στα βρακιάς κι θέλς να πατριφτείς; Θα σ’ αφήσ’ η πατέρας να του κάντζ αυτό; Αφού έχς τρείς αδιρφές ανήπατρις θα πάρς ισύ τα’ σειράτς;
Ιγώ δεν λιέου να τ’ν πάρου ουδί τώρα. Τώρα θέλου μούγκι (μόνο) του λόγου τ’ς να μι δώς κι’ γώ καρτυρώ.
Τι να κάνου αρά Κώτσιου μπουρείς ισύ να μη αβουηθήις; Καίουμι σι λιέου.
Πώς να σύ βοηθήσου αρά φίλε να πααίνου στου μπαμπά τ’ς τουν μπικρουκανάτα να μη κυνηγή’ μι καμιά φουρτουτήρα (χοντρό ξύλο στήριγμα για τη φόρτωση στο σαμάρι των ζώων).
Κι’ άμα του μάθ’ η μπαμπάς μ’ η θκός μ’ ότι έκανα αυτή τη δλειά που θα πααίνου να κρυφτώ;
Ενώ συζητούσαν αυτά οι τρείς φίλοι πέρασε από δίπλα τους κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερός τους και διαθέτων επιρροή σε όλους τους νέους Τριαντάφυλλος Γκαγκαράτζας και ρώτησε:
Τι έπαθατι ισείς ιδώ κι είστι μαζουμέν σαν κουβάρι; Αν δεν μη πείτε τν’ αλήτχεια θα σας δώσου παταριές (μπάτσες).
Οι τρείς νέοι φοβήθηκαν και ο Γκτζιούπας είπε. Να κουβιντγιάζαμι για τ’ν Πανάιου. Πιά Πανάιου για τη θειά μ’ τγ Γαγγαρέτσινα; Όχι αρέ χαζέ για τ’ν Πανάιου τ’ Κακαμούκα ίλιγάμι.
Γι’ αυτήν τ’ χαζιά αυτού του νιάνιαρου τα’ μπικρουκανάτα κάθιστι κι χάνιτι τ’ν ώρα σας είπε ο άμυαλος ψευτονταής και απομακρύνθηκε γελώντας χαά χά χά. Ο δυστυχής Μήτσιος έμεινε κόκαλο εξαιτίας της απαράδεκτης συμπεριφοράς του ψευτονταή και απευθυνόμενος στους δύο φίλους του είπε.
Θέλου μουνάχα να πιράσν ακόμα πέντε έξ χρόνια. Να ψηλώσου να χουντρίνου, να φάου πουλή κουλιάστρα (πρωτόγαλα των προβάτων που προφανώς περιέχει αντισώματα για τα νεογέννητα αρνιά) στου μαντρί κι να ιδεί τι θα του κάνου ιγώ.
Κι τότε αν μπουρεί ας μι δώς παταριές.
Η Συνεδρίαση των τριών φίλων θεωρήθηκε λήξασα και ανεχώρισαν αφήνοντας το φλέγον θέμα όχι στη λήθη αλλά στην επανεξέτασή του στον κατάλληλο χρόνο.
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass