Εκρηκτικές διαστάσεις τείνει να προσλάβει το μεταναστευτικό πρόβλημα στην Ελλάδα (αλλά και στις λοιπές λεγόμενες δυτικές κοινωνίες, αν σκεφτεί κανείς τις επιπτώσεις και στο πρόβλημα αυτό, από το διαφαινόμενο «1989 του Αραβικού Κόσμου» - σύμφωνα με τους «Times» - δηλαδή το πιθανό ντόμινο καταρρεύσεων σε καθεστώτα της Μέσης Ανατολής) ένα πρόβλημα το οποίο (ως Πολιτεία και ως κοινωνία) αφήσαμε να θεριέψει, δεν φροντίσαμε έστω να το διευθετήσουμε και τώρα το έχουμε μπροστά μας ως χειροβομβίδα, η οποία έχει απασφαλιστεί και περιμένουμε πότε θα σκάσει στα χέρια και στο πρόσωπό μας.
Οι επισημάνσεις αυτές δεν συνιστούν ούτε κινδυνολογία, ούτε λαϊκισμό, αλλά εδράζονται στην σκληρή πραγματικότητα, αν σκεφθεί κανείς πως τις προηγούμενες μέρες (και το συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει διευθετηθεί, πόσο μάλλον δεν έχει λυθεί, οι δε παράνομοι μετανάστες συνεχίζουν την απεργία πείνας τους) όταν αφρόνως είχε καταληφθεί το κτίριο της Νομικής Σχολής Αθηνών, η κατάσταση ήταν τόσο πολωμένη, σε σημείο που πολλοί διατύπωναν φόβους μήπως ζήσουμε έναν νέο «Δεκέμβρη του 2008».
Το εν λόγω συγκεκριμένο ζήτημα, το οποίο αφρόνως (η λέξη επαναλαμβάνεται μετά λόγου γνώσεως) ορισμένοι προσπάθησαν να το αναδείξουν, με επικοινωνιακή και όχι με πολιτική λογική – όπως θα όφειλαν, αφ’ ης στιγμής κόπτονται για τα δικαιώματα των μεταναστών και ορθώς πράττουν – δηλαδή να το καταστήσουν εμφανές στην κοινωνία διά της καταλήψεως της Νομικής Σχολής, προκάλεσε άλλες παράπλευρες επιπτώσεις.
Και ο λόγος για το θέμα της καταργήσεως του πανεπιστημιακού ασύλου, θέμα το οποίο ετέθη από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις κι έτσι ουδείς είναι σε θέση να πει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
ΠΩΣ ΑΝΑΔΕΙΧΘΗΚΕ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Τα γεγονότα είναι λίγο ως πολύ γνωστά.
Μια ομάδα περίπου 300 παρανόμων μεταναστών (σαν όλους τους άλλους, τους οποίους, αν και γνωρίζουμε ότι είναι παράνομοι, ως κοινωνία τους εκμεταλλευόμαστε και τους χρησιμοποιούμε στις πάσης φύσεως εργασίες, είτε κυρίως στα κτήματα, είτε στις οικοδομές, έναντι πενιχρής αμοιβής – και το γράφω αυτό έτσι για να μην το λησμονούμε και σπεύδουμε να εκδηλώσουμε τα ρατσιστικά μας αισθήματα έναντι όλων αυτών των σύγχρονων «αθλίων» και ανέστιων) ταξίδεψε από την Κρήτη στην Αθήνα, οι δε αστυνομικές δυνάμεις ουδέν έπραξαν.
Ακολούθως οι μετανάστες, με τη βοήθεια κάποιων από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής, επί της οδού Σόλωνος και κήρυξαν απεργία πείνας, διεκδικώντας τη νομιμοποίηση περίπου 450.000 παρανόμως εισελθόντων στη χώρα μεταναστών.
Έξω από τη Νομική Σχολή στήθηκε ένας κύκλος συμπαραστάσεως από αριστερές, αριστερίστικες και αναρχοαυτόνομες ομάδες, που, επενδύοντας στην ένταση, φαντάζονταν συγκρούσεις με την Αστυνομία, αλλά και με τους οπαδούς της «Χρυσής Αυγής», με προφανή στόχο την αξιοποίηση μίας ενδεχόμενης πανελλήνιας εξεγέρσεως μεταναστών.
Όσοι φαντασιώθηκαν μια τέτοια εξέλιξη ευελπιστούσαν να πετύχουν γενίκευση της εξεγέρσεως της χειμαζόμενης κοινωνίας, αλλά, όπως δείχνουν τα πράγματα, αυτό δεν μοιάζει , τουλάχιστον προσώρας, εφικτό, καθώς αυτό που κυριαρχεί σήμερα στους πολίτες είναι η ξενοφοβία (που επιτείνεται από την αύξηση της ανεργίας) και η ανασφάλεια (άλλωστε, μισθοί και συντάξεις περικόπτονται ή απειλούνται με αληθινό σφαγιασμό).
Εις επίρρωση της εκτιμήσεως ότι η κοινωνία βράζει και δεν ξέρουμε πότε, πώς και αν θα εκραγεί, ας σημειώσουμε τη φραστική επίθεση που δέχθηκε εκείνες τις ημέρες ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, το όνομα του οποίου επιχειρήθηκε να εμπλακεί στην υπόθεση Siemens.
ΚΙΝΗΘΗΚΑΝ ΑΝΤΙΡΡΟΠΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Μετά τις εξελίξεις αυτές κινήθηκαν οι αντίρροπες δυνάμεις, από όλες τις εκδοχές του εγχώριου συντηρητισμού, που απαίτησαν την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου (που, μας αρέσει, δεν μας αρέσει, αποτελεί ένα ταμπού για τη μεταπολιτευτική ελλαδική κοινωνία) με προεξάρχοντα τον αρχηγό της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά (που ήδη έχει σπεύσει να στρέψει το κόμμα του προς τα δεξιά) και με «δεξιούς ψάλτες» (αν και διαγκωνιζομένους μεταξύ τους) την κ. Ντόρα Μπακογιάννη και τον (απαραίτητο στις εκδηλώσεις ακραίου συντηρητισμού) Γιώργο Καρατζαφέρη (ο οποίος δεν θέλει, σε καμία περίπτωση, να απολέσει το ελλαδικό ακροδεξιό ακροατήριο και να το αφήσει στις αγκάλες της «Χρυσής Αυγής»).
Η συντηρητική αυτή «έκρηξη» προκάλεσε με τη σειρά της την έντονη αντίδραση της κοινοβουλευτικής και μη Αριστεράς, που άρχισε να πνέει τα μένεα έναντι όλων όσοι προωθούν την ιδέα της καταργήσεως του ασύλου, το οποίο, όμως, τόσο οι υπερασπιστές του, όσο και οι πρυτανικές αρχές (που αρνούνται να αναλάβουν, στο μέτρο που τους αναλογεί, τις ευθύνες τους) δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι το άσυλο, ως ουσία και ως έννοια (που αφορά την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών) έχει εν τοις πράγμασι καταλυθεί.
Εν προκειμένω δε, με την ανοχή των δυνάμεων της Αριστεράς (και υπό το φόβο των πανεπιστημιακών δασκάλων που δεν θέλουν να εφαρμόσουν το νόμο, όταν εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων τελούνται αδικήματα) πολλάκις οι χώροι των πανεπιστημίων έχουν μετατραπεί σε... άσυλο ποικιλώνυμων ομάδων ή ατόμων, που ουδεμία σχέση έχουν με την ελεύθερη διακίνηση ιδεών ή με την πανεπιστημιακή έρευνα.
ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ Ο ΣΥΡΙΖΑ
Κι επειδή όλα δείχνουν πως οι εταίροι του εγχωρίου δικομματισμού (έστω κι αν η κυβέρνηση εμφανίζεται αμήχανη και διστακτική) συνεπικουρούμενοι από τους διαφόρους «δεξιούς ψάλτες» -και με εφαλτήριο την ιδεολογία του φόβου, με την οποία έχουν εμποτίσει την κοινωνία, θα πράξουν ό,τι μπορούν ώστε το πανεπιστημιακό άσυλο να καταργηθεί - οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύουν να κατηγορηθούν από την Ιστορία ότι αποτέλεσαν το «όχημα» που συνετέλεσε στην εξέλιξη αυτή.
Και αυτό έγινε - εγκαίρως ή μη θα φανεί από τη συνέχεια των πραγμάτων - αντιληπτό από τη ηγεσία του ΣΥΝ, η οποία, όταν διαπίστωσε πως η κατάσταση, με την κατάληψη της Νομικής, εκτραχύνεται, έκανε μια μεγάλη κωλοτούμπα.
Τι είχε συμβεί;
Είχε καταστεί προφανές πως η ηγεσία του ΣΥΝ, είτε από άγνοια, είτε από λαθεμένους της χειρισμούς, δεν ήλεγξε τις δυνάμεις των ετέρων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, που αφρόνως οδήγησαν τους παράνομους μετανάστες στην Αθήνα, βρέθηκε στο στόχαστρο όλων - και κατ’ επέκταση της κοινωνίας – όπως είχε συμβεί, λόγω αδυναμίας διαχειρίσεως της κρίσεως και κοντόφθαλμης πολιτικής εκτιμήσεως, με τα «Δεκεμβριανά» του 2008.
Ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου φωτογράφισε το ΣΥΡΙΖΑ ως υπεύθυνο για την κατάσταση στη Νομική, λέγοντας πως «κάποιοι επενδύουν σε μια κοινωνία «μπάχαλο» και χαίρονται με εικόνες καταστροφής, που κάνουν τον γύρο του κόσμου» και, «φωτογραφίζοντας» ευθέως τον Αλέξη Τσίπρα, διερωτήθηκε αν αντιλαμβάνεται ότι «επενδύοντας μικροκομματικά στη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και στην παραβίαση κάθε έννοιας ευνομίας θα γεννήσει αντιδραστικά και καταστρεπτικά για τον τόπο αντανακλαστικά»...
Η δε ΝΔ κατέστησε αιχμή του πολιτικού της λόγου το μεταναστευτικό και το θέμα της καταργήσεως του πανεπιστημιακού ασύλου, ενώ τα πλέον συντηρητικά της στελέχη ζητούσαν δυναμική λύση στη Νομική, κάτι που ζητούσαν και άλλες δυνάμεις του ευρύτερου δεξιού χώρου.
Η ηγεσία του ΣΥΝ διαβλέποντας πως θα αποτελέσει εκ νέου (και με δική του ευθύνη) το σάκο του μποξ των συντηρητικών δυνάμεων, έσπευσε να αποσυνδέσει το αίτημα της νομιμοποιήσεως των μεταναστών, που είχαν καταλάβει τη Νομική, από το θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου. Και ζήτησε τη μετεγκατάστασή των μεταναστών σε άλλο χώρο, ώστε να σταματήσει «η στοχοποίηση του ασύλου από ακραίους κύκλους».
Την αντίθεση του ΚΚΕ στο ενδεχόμενο καταργήσεως του ασύλου κατέστησε σαφή η Αλέκα Παπαρήγα, ενώ τόσο ο Φ. Κουβέλης, όσο και η Ντόρα Μπακογιάννη στοχοποίησαν το ΣΥΡΙΖΑ και τις δυνάμεις του.
Το κλίμα παρέμεινε (και παραμένει) εκρηκτικό, καθώς σε όλο αυτό το κρεσέντο δημιουργίας φόβου και ανασφάλειας στην κοινωνία, υπήρξε (και υπάρχει) σιγοντάρισμα από τα κανάλια της τηλεοράσεως, με τους σχολιαστές τους να καθυβρίζουν ως ανίκανους, τους πανεπιστημιακούς δασκάλους (ιδιαιτέρως δε τον καθηγητή της Φιλοσοφίας Θεοδόση Πελεγρίνη, ο οποίος είχε την ατυχία να είναι ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών) και να κραυγάζουν ζητώντας και αυτά αστυνομική επέμβαση.
Προσώρας το ζήτημα διευθετήθηκε (μετά από παζάρια) με τη μετεγκατάσταση των εγκλείστων της Νομικής στο νεοκλασικό κτίριο Υπατία, αλλά δεν έχει λυθεί, ουδείς δε πιστεύει πως θα λυθεί (αν θα λυθεί) χωρίς κόστος.
Αξίζει να σημειωθούν δε και τα εξής:
-Οι εισαγγελικές αρχές έχουν καλέσει για καταθέσεις όσους ενεπλάκησαν στην υπόθεση της Νομικής, μεταξύ αυτών και τον καθηγητή Πελεγρίνη.
-Το Συμβούλιο της Επικρατείας, κάνοντας μάλιστα αναφορά στην αλήστου μνήμης θεωρία περί αίματος, αποφάσισε για την αντισυνταγματικότητα της συμμετοχής μεταναστών στις αυτοδιοικητικές εκλογές, απόφαση που έχει σαφή ιδεολογική – εθνικιστική, ρατσιστική – προσέγγιση.
Στη δε Βουλή στήθηκε άγριος καβγάς, με εκατέρωθεν χαρακτηρισμούς, αλλά και με σαφείς τις ιδεολογικές προσεγγίσεις, μεταξύ του αρχηγού του ΣΥΝ Αλέξη Τσίπρα και των εκπροσώπων του ΛΑΟΣ Α. Γεωργιάδη (που αποκάλεσε τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ εγκαλούμενους εγκληματίες – λόγω του ΕΑΜ ) και Μ. Βορίδη (για τον οποίο μάλιστα ο επικεφαλής της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ θύμισε πως το 1986 εισέβαλε, ως μέλος ακροδεξιάς οργανώσεως, στη Νομική Σχολή με τσεκούρια και με μαχαίρια και ότι δεν έχει λογοδοτήσει γι’ αυτή του την πράξη).
ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ
Εν πάση περιπτώσει όλα δείχνουν ότι κάποιοι ανευθυνοϋπεύθυνοι φαίνεται πως φαντασιώνονται ένα νέο «Δεκέμβρη» (όπως το 2008) ποντάροντας σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας που διακατέχεται δικαίως από έντονα συναισθήματα οργής (λόγω της οικονομικής κρίσεως, σε ένα τμήμα των παράνομων μεταναστών (οι οποίοι, άλλωστε, δεν έχουν τίποτα να χάσουν) και, σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές, και στη διαθεσιμότητα τμημάτων της νεολαίας, (που δεν βλέπουν φως για το αύριο και συνεπώς δεν θα νοιαστούν αν όλα γίνουν μπάχαλο).
«Όταν καταρρέουν μπροστά στα μάτια μας οι πολιτικές και κομματικές ελίτ, όταν τα πολιτικά κόμματα χρησιμοποιούν ως «εργαλεία» τους μετανάστες και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα - αντί να αντιμετωπίσουν με την απαιτούμενη σοβαρότητα ένα κρίσιμο πρόβλημα εθνικών διαστάσεων, όπως είναι το μεταναστευτικό- τότε ποια ελπίδα, ποια προοπτική διαφαίνεται για να αντιμετωπίσουμε την κρίση για να ανασυνταχθούμε ως κοινωνία», διερωτάται ο καθηγητής Μενέλαος Γκίβαλος (στο «Παρόν»).
Και προσθέτει ότι:
«Δυστυχώς, από εδώ και πέρα, οι επιπτώσεις από το πρόβλημα των μεταναστών θα είναι τραγικές και μη χειραγωγήσιμες».