Υπό τη σκιά της οικονομικής κρίσεως που μαστίζει τη χώρα και την κοινωνία της, αλλά και της κρίσεως στο ελλαδικό πολιτικό σύστημα (η αξιοπιστία του οποίου έχει φτάσει στο ναδίρ, αν σκεφτεί κανείς ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ουδείς θα πληροφορηθεί το τι ακριβώς συνέβη με το περιβόητο σκάνδαλο με τις μίζες της γερμανικής εταιρίας Siemens, οι οποίες εισέρευσαν στα κομματικά ταμεία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και σε πολιτικά πρόσωπα) διεξήχθη την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως για τα εθνικά θέματα, την οποία προκάλεσε ο αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς.
Η συζήτηση διεξήχθη σε υψηλούς, αλλά όχι οξείς, τόνους, ενώ αυτό που ανεδείχθη είναι η «σύμπλευση» των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως (και αυτό αντικειμενικά βοηθά την κυβέρνηση, στα παζάρια με την Τουρκία, αφού μπορεί να επικαλεστεί την πίεση της αντιπολιτεύσεως) στην ανάγκη να προχωρήσει η χώρα στην οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) στην περιοχή και φυσικά να προχωρήσουν ανάλογες οριοθετήσεις με άλλες, συνορεύουσες με την Ελλάδα, χώρες - με την επίκληση μάλιστα της συμφωνίας για ΑΟΖ που επετεύχθη μεταξύ της Κύπρου και του Ισραήλ.
Ο πρωθυπουργός απάντησε – ειδικά για το Καστελόριζο, όπου η Τουρκία αξιώνει να μην έχει δική του ΑΟΖ – λέγοντας πως «η ΑΟΖ δεν είναι κάποιο μαγικό χαρτί που λύνει όλα τα προβλήματα».
Ωστόσο, πρόσθεσε πως «το θέμα της εκμετάλλευσης των πιθανών ενεργειακών πόρων είναι ένα αντικείμενο που εξετάζει το αρμόδιο υπουργείο. Όλα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα μπορούμε να τα ασκήσουμε σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το Καστελόριζο δεν εξαιρείται».
Ο Γιώργος Παπανδρέου αναφέρθηκε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, χωρίς, όμως, να ρίξει φως στις συζητήσεις που γίνονται για το θέμα του Αιγαίου, ανέφερε δε αόριστα πως το θέμα της υφαλοκρηπίδας «είναι ζήτημα νομικό, σύνθετο, πολύπλοκο, που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε», ενώ εξίσου γενικόλογα ανέφερε ότι στόχος της κυβέρνησης είναι «η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με όλους τους γείτονές μας» (σ.σ. ουδέν είπε περί ΑΟΖ).
Ο πρωθυπουργός, ωστόσο, πέρα από τα γενικόλογα, έβαλε τις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις στην πραγματική τους διάσταση, όταν είπε ότι «το εμπόριο και οι συναλλαγές εκτοξεύθηκαν» και, με βάση αυτή τη λογική, κατηγόρησε δε όποιον διαφωνεί μαζί του για «οπισθοδρομικά κίνητρα, εύκολη και ηρωική καταγγελία», τονίζοντας ότι η κυβέρνηση είναι απαλλαγμένη «από τέτοια φοβικά σύνδρομα».
Ουσιαστικά, όμως, ο Γιώργος Α. Παπανδρέου υποστήριξε ότι η συναίνεση στις πολιτικές που σήμερα ασκούνται στην οικονομία αποτελεί στοιχείο πατριωτισμού, μιλώντας για το «στοίχημα ενός νέου πατριωτισμού», που θα δώσει «ισχυρή και θετική ταυτότητα στη χώρα και αναδεικνύει τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και δίνει αυτοπεποίθηση στον ελληνικό λαό».
Σ' αυτό το πνεύμα, υπερασπίστηκε, επί της ουσίας, την πολιτική της ΕΕ και του ΔΝΤ, λέγοντας ότι με αυτή «πετύχαμε να ξαναφέρουμε την Ελλάδα στο προσκήνιο, αναλαμβάνοντας με κόπους και θυσίες να βάλουμε τάξη στα του οίκου μας» και «αυτά μας δίνουν το δικαίωμα να διεκδικούμε το μέγιστο εκτός συνόρων».
Όπως ήταν φυσικό, η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα απέρριψε τα περί νέου πατριωτισμού, χαρακτηρίζοντάς τον ψευδεπίγραφο και υποστηρίζοντας πως όταν η κυβέρνηση μιλάει για πολυμερή και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, στην ουσία αυτό που θέλει να κάνει είναι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, προς όφελος των Ελλήνων επιχειρηματιών: «Αυτός είναι ο πατριωτισμός σας», είπε και πρόσθεσε: «Δεν σας εμπιστευόμαστε. Δεν σας θεωρούμε προδότες, αλλά δεν σας εμπιστευόμαστε».
Τι κρύβεται, όμως, πίσω από όλα αυτά;
«Πίσω από το κλίμα για την πετρελαιοθάλασσα (σ.σ.!) του Αιγαίου, κρύβεται η σκοπιμότητα να καλλιεργηθεί ένα κλίμα ότι η επίλυση των διαφορών στη βάση του διεθνούς δικαίου είναι δευτερεύον ζήτημα, μπροστά στην προοπτική σωτηρίας της χώρας από τα πετροδολάρια που θα μοιραστούμε με τους γείτονες. Πρόκειται για μια άκρως επικίνδυνη προσέγγιση», ήταν η απάντηση που έδωσε σχετικώς ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας.
Εν προκειμένω δε αξίζει να υπομνηστεί η ξαφνική... ανακάλυψη από την κυβέρνηση και διάφορους ειδικούς επιστήμονες του πόσο πλούσια μπορεί να γίνει η χώρα από τους υδρογονάνθρακες στο Αιγαίο.
Και φυσικά θα πρέπει να τονιστεί πως στο πλαίσιο αυτό έχει προκριθεί η πολιτική να έχει η Ελλάδα άριστες σχέσεις κυρίως με το Ισραήλ, απαξιώνοντας, έτσι στην πράξη, μια σχέση δεκαετιών με τον αραβικό κόσμο (στην οποία έχει συμβάλει και ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως υπουργός των Εξωτερικών) στο όνομα ενός γιγαντιαίου κοιτάσματος (πρόκειται για το κοίτασμα «Λεβιάθαν») - για το οποίο, όμως, δεν έχουμε δει κανένα επίσημο στοιχείο - και στο όνομα ενός νέου ενεργειακού πολέμου, που τελικά θα έχει νικητές τις πετρελαϊκές εταιρίες.