* Του Δημήτρη Μαγουλιώτη, πρωτοετούς φοιτητή Ιατρικής
Τέσσερις αιώνες περίπου διήρκησε η κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μία νύχτα ήταν αρκετή, και χωρίς την επέλαση των Οθωμανών, για την κατάρρευση του νεοελληνικού «κράτους-πρόνοιας», την περιστολή των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την υπονόμευση των όρων εργασιακής ειρήνης και μακροπρόθεσμης κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης στη χώρα μας. Παράδοξο, αν αναλογισθούμε τη συμμετοχή μας στην ευρωζώνη, τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που ευαγγελίζονταν οι κυβερνήσεις των δέκα περίπου τελευταίων ετών και τις προεκλογικές υποσχέσεις της σημερινής «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης. Αναμενόμενο, εντούτοις, με δεδομένη την ανυποληψία της πολιτικής νομενκλατούρας, την άνευ όρων παράδοση στην πολιτική του μνημονίου και την, αναμεμιγμένη με φόβο και ηττοπάθεια, παράδοση του λαού.
Είναι γεγονός, ότι η αναπαλαιωμένη δημοκρατία που οικοδομήθηκε μετά τη μεταπολίτευση κατόρθωσε για πρώτη φορά ίσως μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τη μικρασιατική εκστρατεία να συνδέσει τις ουτοπικές παραστάσεις του φαντασιακού με την ιστορία. Πλέον, οι ουτοπίες δεν βρίσκονταν σε κάποιο μακρινό νησί ή σε κάποια απομονωμένη ήπειρο που έμελε να ανακαλυφθεί. Η νέα «Ατλαντίδα» ταυτίστηκε άλλοτε με τον «Κέλτικο τίγρη» και άλλοτε με την ευρωπαϊκή σύγκλιση, τοποθετείτο στο μέλλον και ο δρόμος προς αυτή θα έπρεπε να υπερβεί πολλές δοκιμασίες που επέβαλε ο σκληρός ρεαλισμός. Ένταξη στην Ο.Ν.Ε., διατήρηση του ελλείμματος κάτω από το 3%, ήταν μερικές από τις θυσίες που απαιτούνταν με αντάλλαγμα την αίσθηση μιας προοπτικής και ενός οράματος.
Το ρήγμα δεν άργησε να δημιουργηθεί. Η οικονομική κατάρρευση τόσο της ίδιας της Ελλάδας, όσο και του υποδείγματος, της Ιρλανδίας, σκόρπισε τις υποσχέσεις για πρόοδο και διέλυσε το μόνο συνεκτικό δεσμό μεταξύ φαύλου πολιτικού συστήματος και πολιτών, την οικονομική ασφάλεια και ανάπτυξη. Οι «αλκυονίδες ημέρες» είχαν πλέον παρέλθει προ πολλού.
Η κρίση χρέους του ελληνικού κράτους πολύ σύντομα μεταβλήθηκε σε κρίση της ίδιας της κοινωνίας, η οποία μέχρι σήμερα υπέμενε την αβελτηρία της κρατικής δομής, τη διαφθορά και την ηθική σήψη, μαγεμένη από τις «σειρήνες» της οικονομικής μεγέθυνσης. Τώρα, έπειτα από χρόνια, αναγκάζεται να αντικρίσει το είδωλό της στον καθρέφτη, ένα είδωλο που δεν της αρέσει και δεν επιθυμεί να διατηρήσει. Και εδώ έγκειται το μεγάλο πρόβλημα. Διότι αδυνατεί να πλάσει μία εικόνα του εαυτού της που να μπορεί να επικροτήσει και να αντιτάξει ένα συλλογικό όραμα για το μέλλον. Το ελληνικό κράτος μπορεί τελικά να μην πτωχεύσει, η ελληνική κοινωνία, όμως, φαίνεται πως έχει εξαντλήσει κάθε απόθεμα συνοχής και εσωτερικής ειρήνης που διέθετε.
Η τραγωδία που διαδραματίζεται είναι μεγαλύτερη σε ατομικό, παρά σε συλλογικό επίπεδο. Ο περιορισμός μισθών και συντάξεων μαζί με τα οικονομικά αδιέξοδα δημιουργεί και κοινωνικές αναταράξεις. Η χρόνια αίσθηση κοινωνικής αδικίας, αναξιοκρατίας και συστημικής διαφθοράς νότισε την κοινωνική συνοχή και απαξίωσε την έννοια της ισότητας των πολιτών. Στην εποχή της ευμάρειας αυτό γινόταν ανεκτό. Τώρα αποτελεί τη σταγόνα που κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει.
«Σημεία» των καιρών μας ή επάνοδος του διφορούμενου, ένα είναι βέβαιο, ότι οι εκφυλιστικές οικονομικοκεντρικές αντιλήψεις περί των κοινωνικών αιτημάτων βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και αναπτύσσονται, παρά την πλήρη καταβαράθρωση του ικριώματος που στήριζε το μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο. Θεωρείται, δηλαδή, δεδομένη η προέλευση της οργής των πολιτών από τον περιορισμό της επιθυμίας του και παραγνωρίζεται η θυμική καταγωγή της οργής αυτής. Με άλλα λόγια υποστηρίζεται ότι επί παραδείγματι οι δημόσιοι υπάλληλοι, κάποιοι αυτοαπασχολούμενοι, αλλά και ιδιωτικοί υπάλληλοι και συνταξιούχοι τα προηγούμενα χρόνια παραδόθηκαν σε ένα διάστροφο ηδονισμό και πως οι εκδηλώσεις του θυμού τους προέρχονται από την απληστία τους για προνόμια που χάνουν, κάτι που δεν αποτελεί παρά μία απλούστευση της ψυχολογικής διεργασίας.
Οι εργαζόμενοι διαδηλώνοντας, δεν διεκδικούν μόνο εργασιακή ασφάλεια ή μισθολογική αύξηση κατά απόλυτη τιμή, ώστε να καλύψουν τις αυξανόμενες βιοτικές τους ανάγκες, ανάγκες πραγματικά υπαρκτές, αλλά στην ουσία μία μισθολογική αναγνώριση της αξίας που ο καθένας τους θεωρεί ότι έχει. Ισχυρίζεται, δηλαδή ο εργαζόμενος: «Κάνω καλά τη δουλειά μου, τόσα χρόνια έφερνα κέρδη, η παραγωγικότητά μου αυξήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια, δεν ήμουν εγώ αυτός που προκάλεσε την κρίση και θέλω να πληρώνομαι όσο οι Ευρωπαίοι ομόλογοί μου, θέλω η αξία μου να θεωρείται ίση με την αξία του Γάλλου ή του Γερμανού εργαζόμενου, θέλω να πληρωθώ ό,τι μου αναλογεί». Αυτή η βαθιά ανάγκη σεβασμού της αξιοπρέπειας είναι, στην πραγματικότητα, που βρίσκει διέξοδο με τις διαδηλώσεις, τη διεκδίκηση αυξήσεων και τις απεργίες.
Και είναι αυτή η αρχέγονη τάση του ανθρώπου για αναγνώριση της αξίας του που στρέφει σήμερα την πλειονότητα της κοινωνίας ενάντια στο πολιτικό σύστημα. Είναι αυτή η αιτία για την οποία, αν όχι όλοι, σίγουρα η πλειονότητα των πολιτικών συγκεντρώνουν την περιφρόνηση και τη χλεύη, η πεποίθηση, δηλαδή, ότι λειτουργώντας ως ανδράποδα των πολυεθνικών και των επιχειρηματικών κολοσσών, αντάλλαξαν την αξιοπρέπειά τους με έναν ταχύ και παράνομο πλουτισμό. Και είναι αυτό το αίσθημα που ζητά εξιλέωση έπειτα από τις υποτιμήσεις της μισθολογικής αξίας, τα ακκίσματα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης με τις δηλώσεις περί «κοπριτών» και παλαιότερα του νυν υπουργού Υγείας για τους συνταξιούχους που «δεν πεθαίνουν», αλλά και την ατιμωρησία στον πολιτικό κόσμο, όχι μόνο για τη διαφθορά, αλλά και τη διαχρονική καταστροφική πολιτική.
Σίγουρα ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ περισσότερο από το «κτήνος με τις ερυθρές παρειές» που του επιφύλασσε ο Νίτσε. Και σίγουρα εκτός από το θυμοειδές και την επιθυμία, υπάρχουν και άλλα αισθήματα που διαμορφώνουν τον άνθρωπο, όπως η αλληλεγγύη, η αγάπη, η πίστη, η αφοσίωση. Η διαβρωτική δύναμη που ασκεί η σύγκρουση μεταξύ «κυρίαρχων», ωστόσο, απειλεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της κοινωνίας, έτι μία φορά, από τον άνθρωπο στη βαρβαρότητα. Και είναι σε αυτή την κρίσιμη καμπή που οι ιδέες όπως η δικαιοσύνη, η δημοκρατία και η ηθοπαιδεία αποτελούν όχι αξίες που πρέπει να υιοθετηθούν από τον «έσχατο» άνθρωπο, αλλά η μόνη βιώσιμη εναλλακτική απέναντι στη μετατροπή της κοινωνίας σε ένα άθροισμα από «κτήνη με ερυθρές παρειές».