Πέρασαν και οι φετινές γιορτές. Ο κόσμος μ’ όλες τις δυσκολίες, τις στεναχώριες και τις ανέχειες, φρόντισε με κάθε τρόπο να δώσει λίγη χαρά στο σπίτι, στα παιδιά και την οικογένειά του και να γιορτάσει, όσο μπορούσε παραδοσιακά και το πέτυχε κάπως, γιατί πολλοί έμειναν στα σπίτια τους από την οικονομική κρίση.
Δεν ξέρω γιατί από μικρό παιδί ένιωθα απόγιορτα μια μελαγχολία. Ένα πλάκωμα στην ψυχή μου. Κάτι σαν φθινοπωρινή καταχνιά, που δυσκολεύομαι να εξηγήσω. Ίσως σκέφτομαι, γιατί περνούσαν οι γιορτές, τα γλέντια και τα ξεφαντώματα. Οι διακοπές τελείωναν και το πρωί θα πηγαίναμε σχολείο.
Τη μελαγχολία αυτή και την ακεφιά, προσπαθώ κάθε χρόνο να τη διασκεδάσω, αφήνοντας τις σκέψεις μου ν’ αναγυρίσουν νοσταλγικά στα χρόνια τα παιδικά, που αν και στερημένα και φτωχά, ήταν τόσο όμορφα και ποθητά.
Στα χρόνια που με λαχτάρα περιμέναμε, να σφάξουμε τα γουρούνια. Να φάμε τις τηγανιές, τα λουκάνικα, τους σαρμάδες και τις τσιγαρίδες, ακόμα και τη φούσκα απ’ το γουρούνι, που την είχαμε για μπάλα, παίζοντας στις γειτονιές.
Τα κάλαντα που λέγαμε από πόρτα σε πόρτα, πριν φέξει καλά καλά και οι πρόσχαρες νοικοκυρές, γελαστές και καλοσυνάτες, μας άνοιγαν και μας γέμιζαν με κουραμπιέδες, κολιαντινές καρύδια κι ένα σωρό άλλα καλούδια που ετοίμαζαν για τα Χριστούγεννα. Τα καινούργια παπούτσια που τα βάζαμε κάτω απ’ το μαξιλάρι και δεν μας κολλούσε ύπνος, πότε θα ξημερώσει να τα φορέσουμε. Κι ακόμα τις «κλαδαριές», μεγάλες φωτιές που ανάβαμε την παραμονή και χτυπούσαμε κουδούνια, παρασταίνοντας τους βοσκούς που δίπλα στη φωτιά, ξενυχτούσαν τα πρόβατα.
Λυπούμαι απ’ την ψυχή μου τα σημερινά παιδιά που μ’ όλα τα καλά τους δεν έχουν τίποτα να θυμηθούν, κάτι που να τα συγκινήσει. Δε νιώθουν τη χαρά της προσμονής κι ενώ τα έχουν όλα, μέσα τους νιώθουν ένα κενό, που τίποτα δεν μπορεί να το γεμίσει.
Κλεισμένα στις πολυκατοικίες. Όλη τη μέρα με την τηλεόραση.
Τα κουμπιούτερς και το διαδίκτυο. Χωρίς επικοινωνία με το διπλανό. Αποξενωμένα απ’ το περιβάλλον και φορτωμένα μ’ ένα σωρό μαθήματα και προγράμματα που να τη βρουν τη χαρά και την ευτυχία. Όλες αυτές οι αναθυμήσεις έρχονται στο νου μου τις μέρες αυτές τις απογιορτινές κι αναρωτιέμαι. Πόση δύναμη έχουν τα μικρά αυτά, τ’ απλά κι ασήμαντα, που κρατούν προνομιούχα θέση στην καρδιά μας; Δημιουργούν το αχώρετο και δεν αφήνουν θέση για κάθε άλλη φροντίδα κι αποθυμιά.
Δεν ξέρω αν όλα αυτά που νιώθω κάθε χρόνο είναι ένα ξεπερασμένο όνειρο, ή παλαιορωμαντισμός. Όμως ότι κι αν είναι συλλογιέμαι, το θέλουμε, δεν το θέλουμε. Συνειδητά ή ασυνείδητα. Πάντα τα μάτια μας θα ψάχνουν κατά τη Βηθλεέμ, για ένα φως γλυκό κι αίδιο, που θα ζεσταίνει τις καρδιές μας και θα φωτίζει κάθε σκέψη μας και λογισμό.
Για έναν Ιορδάνη, που με τ’ αγιασμένα του νερά θα ξεπλένει τις σκέψεις μας απ’ το κακό και τις καρδιές μας απ’ όλα τα βάσανα, τις στεναχώριες και την απελπισιά. Πάντα σαν τα μικρά παιδιά θα προσοκούμε και θα λαχταρούμε απ’ τον ουρανό ένα χάδι γιομάτο αγάπη και στοργή, αλλοιώτικο απ’ τ’ άλλα. Μια ανοιχτή αγκαλιά σαν του πατέρα που δέχεται το παιδί, που χρόνια του έλειπε στην ξενιτιά.
Τις δύσκολες αυτές μέρες που περνάμε, ας αφήσουμε τις σκέψεις μας να γυρίσουν νοσταλγικά σ’ όλα όσα ζήσαμε παιδιά.
Στο Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι. Στο σπίτι μας το πατρικό. Το παλατάκι που χωρούσε όλα τα όνειρά μας, τις προσδοκίες και τις επιθυμίες, και στην αγκαλιά του νιώθαμε ασφάλεια και σιγουριά. Το σπίτι που ήταν γιομάτο ευτυχία και χαρά και δεν είχε ούτε ένα σκαμνί στημένο για να καθίσει η λύπη και η κακομοιριά.