* Του Γιώργου Αθ. Καραβιδέ
Διπλ. Μηχανολόγου Μηχανικού Α.Π.Θ.
Από τη 10η Ιανουαρίου του 2011 οποιαδήποτε αγοραπωλησία ή ενοικίαση κτιρίου θα πρέπει να συνοδεύεται από το Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ), που θα περιέχει πληροφορίες για την προσδοκώμενη ετήσια κατανάλωση ενέργειας του κτιρίου για τη θέρμανση, τον κλιματισμό και την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης. Ο τρόπος με τον οποίο συζητείται εδώ και έναν, τουλάχιστον, χρόνο το όλο θέμα δημοσίως έχει οδηγήσει το ευρύ κοινό στη λανθασμένη άποψη ότι πρόκειται για ένα (ακόμη…) «χαράτσι». Στην πραγματικότητα, το ΠΕΑ παρέχει στον υποψήφιο αγοραστή ή ενοικιαστή τη δυνατότητα να συμπεριλάβει στην αξιολόγηση του ακινήτου, τα χρήματα που αναμένεται να δαπανά ετησίως για να θερμαίνεται το χειμώνα και να δροσίζεται το καλοκαίρι. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/91, εισήγαγε την Ενεργειακή Πιστοποίηση με στόχο τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας των κτιρίων λαμβάνοντας υπόψη τις εξωτερικές κλιματολογικές και τις τοπικές συνθήκες, καθώς και τη σχέση κόστους / οφέλους. Τον Απρίλιο του 2010 εγκρίθηκε ο «Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων» που ορίζει τη μέθοδο που θα πρέπει να ακολουθείται κατά την ενεργειακή επιθεώρηση και πιστοποίηση νέων και υφιστάμενων κτιρίων. Το ΠΕΑ αναγράφει την ποσότητα ενέργειας που καταναλώνεται ετησίως για ένα συγκεκριμένο κτίριο, καθώς και την αντίστοιχη ενεργειακή κατηγορία του κτιρίου. Για τα νέα αλλά και τα κτίρια που ανακαινίζονται ριζικά, η Οδηγία ζητά τη συμμόρφωση με συγκεκριμένα κριτήρια σχεδιασμού και ορίζει ως απαραίτητη τη διαδικασία επιθεώρησης, προκειμένου να αποδεικνύεται η ενεργειακή απόδοση του κτιρίου. Για τα υφιστάμενα κτίρια, η ενεργειακή πιστοποίηση είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις που μία ιδιοκτησία πωλείται ή ενοικιάζεται. Σε αυτήν την περίπτωση, εκτός της ενέργειας που καταναλώνεται ετησίως από το κτίριο, το πιστοποιητικό πρέπει να περιέχει προτάσεις για επεμβάσεις που μπορούν να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση του κτιρίου. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι προτάσεις αυτές δεν είναι υποχρεωτικό να εφαρμοστούν. Η επιθεώρηση αποσκοπεί αφενός στη μείωση της ενέργειας που καταναλώνεται στα κτίρια και αφετέρου στη δημιουργία ενός μηχανισμού αγοράς και ζήτησης για κτίρια που καταναλώνουν όλο και λιγότερη ενέργεια. Κατά την επιλογή ενός κτιρίου για αγορά ή ενοικίαση, οι πολίτες θα πρέπει να μην περιορίσουν το ενδιαφέρον τους στην αισθητική, τα υλικά κατασκευής και τις ανέσεις που παρέχει το κτίριο αλλά και στην κατανάλωση ενέργειας που συνεπάγεται ο τρόπος κατασκευής και τα υλικά του κελύφους, τα συστήματα θέρμανσης / κλιματισμού / αερισμού που έχουν υιοθετηθεί, η πιθανή παρουσία συστημάτων ΑΠΕ, κτλ. Ένα κτίριο που δεν πληροί τα σχετικά κριτήρια σημαίνει μεγαλύτερα λειτουργικά έξοδα και μειωμένα επίπεδα άνεσης.
Με βάση τα παραπάνω, ο ρόλος των πολιτών είναι ιδιαίτερα σημαντικός: πρέπει να αντιληφθούν τη σημασία της ενεργειακής πιστοποίησης και να ζητούν να μάθουν την ενεργειακή απόδοση ενός ακινήτου πριν αποφασίσουν αν θα το αγοράσουν ή ενοικιάσουν ενσωματώνοντας έτσι στην απόφαση ή στο τίμημα της συναλλαγής τα ετήσια έξοδα που αναμένεται ότι χρειάζονται για τη λειτουργία του ακινήτου. Συνεπώς, το ΠΕΑ είναι απαραίτητο για να μπορούν να συγκριθούν εναλλακτικές προτάσεις αγοράς ή ενοικίασης και οι πολίτες να μπορούν με ισοδύναμο τρόπο να ενσωματώσουν στην απόφασή τους τα έξοδα θέρμανσης, κλιματισμού και (για κτίρια γραφείων) φωτισμού του ακινήτου. Επιπρόσθετα, το ΠΕΑ, περιλαμβάνοντας προτάσεις επεμβάσεων για την βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης υφιστάμενων κτιρίων, ενθαρρύνει (χωρίς όμως να υποχρεώνει κατά οποιονδήποτε τρόπο) τους πολίτες να προχωρήσουν σε επεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας και, κατά συνέπεια, χρημάτων. Με απλά λόγια, η εφαρμογή των υποδείξεων του ενεργειακού επιθεωρητή είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε χαμηλότερους λογαριασμούς ενέργειας, μικρότερη εξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), μικρότερη επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, η επακόλουθη ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας εξοικονόμησης ενέργειας αναμένεται να τονώσει σημαντικά το σύνολο των επαγγελμάτων που εντάσσονται στην οικοδομική δραστηριότητα και που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση σε ανυπολόγιστο βαθμό.
Το ΠΕΑ περιέχει συνοπτικές αλλά ξεκάθαρες πληροφορίες για την ενεργειακή απόδοση του κτιρίου επιτρέποντας την άμεση εκτίμηση των αναγκών του σε ενέργεια και τη σύγκρισή του με άλλα αντίστοιχα κτίρια. Η ενεργειακή απόδοση ενός κτιρίου εκφράζεται σε κατανάλωση ενέργειας με μονάδες kWh/m2 ανά έτος. Για να επιτρέψει την απλή και γρήγορη σύγκριση μεταξύ κτιρίων, η ενεργειακή απόδοση κάθε κτιρίου βαθμολογείται και σε έγχρωμη κλίμακα με κατηγορίες A – G όπου A τα πλέον ενεργειακά αποδοτικά κτίρια και G τα πλέον ενεργειακά σπάταλα. Το πιστοποιητικό έχει ισχύ δέκα (10) χρόνων και πρέπει να ανανεώνεται κάθε φορά που στο κτίριο πραγματοποιείται ριζική ανακαίνιση ή αλλαγή κάποιου σημαντικού συστήματός του (θέρμανσης, κλιματισμού, κτλ). Πρέπει να σημειωθεί ότι η τιμή της ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας του κτιρίου είναι συμβατική και όχι πραγματική. Ο υπολογισμός της, με βάση μία κοινή και αντικειμενική μεθοδολογία βοηθάει στην εκτίμηση των τυπικών ενεργειακών αναγκών του κτιρίου. Η πραγματική λειτουργική χρήση του κτιρίου, οι συγκεκριμένες κλιματικές συνθήκες ενός έτους και η ενεργειακή συμπεριφορά των χρηστών του ενδέχεται να οδηγήσουν σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας στη διάρκεια κάποιου έτους.
Οι ενεργειακές επιθεωρήσεις πραγματοποιούνται από μηχανικούς - ενεργειακούς επιθεωρητές που έχουν εγγραφεί σε σχετικό μητρώο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και έχουν πιστοποιηθεί ως κατάλληλοι γι’ αυτό. Οι κανόνες επαγγελματικής ηθικής και δεοντολογίας δεν επιτρέπουν στους ενεργειακούς επιθεωρητές να έχουν ταυτόχρονα εμπορικά συμφέροντα σε εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της οικοδομής, παρέχουν ή εμπορεύονται ενέργεια ή εξοπλισμό εξοικονόμησης ενέργειας. Ας μη δυσανασχετούμε, λοιπόν, με το Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης. Η σωστή εφαρμογή του μέτρου θα ωφελήσει πολύ περισσότερο τον αγοραστή ή ενοικιαστή ενός ακινήτου σε σύγκριση με το μικρό κόστος απόκτησης του.