Σε εξέλιξη βρίσκεται το νέο κόλπο της μείωσης ή του παγώματος των τιμών στην αγορά, που προωθεί η κυβέρνηση κατ΄εντολή της Τρόικας. Είναι φανερό πως πρόκειται για κίνηση τακτικής που έχει στόχο να «θολώσει τα νερά» της πλημμυρίδας των ανατιμήσεων που θα προέλθουν από τη νέα αύξηση του ΦΠΑ και την επιβολή νέων φόρων.
Αναμένεται ότι με τον τρόπο αυτό θα μετριαστούν οι εντυπώσεις και θα αντιμετωπιστεί η δυσαρέσκεια του κόσμου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση χρησιμοποιεί ως «καμουφλάζ» τη δήθεν μείωση των τιμών ή το «πάγωμα» με «συμφωνίες κυρίων», που ποτέ σχεδόν δεν τηρούνται από τους μεγαλοεπιχειρηματίες και τις βιομηχανίες, για να περάσει ανώδυνα άλλες ανατιμήσεις. Φυσικά κανείς δεν πιστεύει ότι και στο πλαίσιο του νέου «καμουφλάζ» τους πήρε ο πόνος για την άδεια τσέπη των νεόφτωχων πολιτών και την εξαθλίωση της ελληνικής οικογένειας. Η δραματική πτώση των πωλήσεων διαφόρων προϊόντων, ακόμα και των βασικών της διατροφής και η συνεχιζόμενη για δεύτερη χρονιά μείωση των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων οδηγεί τώρα στην προσπάθεια να ρίξουν ή να παγώσουν – το πιθανότερο – τις τιμές κάποιων προϊόντων για να αναθερμάνουν την κατανάλωση. Αφού θησαύρισαν με την κερδοσκοπία τόσων χρόνων καλλιεργώντας τον καταναλωτισμό που επέβαλε η «διεθνής» των πολυεθνικών εταιριών, τώρα παριστάνουν τους καλούς μειώνοντας δήθεν τις τιμές. Πίσω από το νέο κόλπο κρύβεται η προσπάθεια διατήρησης μιας κερδοφορίας που βασίζεται στον καταναλωτισμό.
Τα τελευταία χρόνια καμιά κυβέρνηση δεν στάθηκε ικανή να τιθασεύσει το πολυκέφαλο τέρας του πληθωρισμού που τροφοδοτούσαν οι ανατιμήσεις και η καταναλωτική μανία των νεοελλήνων. Όταν η Τρόικα επέβαλε τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, ζήτησε και ανάλογες μειώσεις των τιμών για να χτυπηθεί η ακρίβεια, προκειμένου να ενισχυθεί ισόποσα η εγχώρια ανταγωνιστικότητα.
Έτσι ξεκινούν οι κυβερνητικές συστάσεις περί συγκράτησης των τιμών από τις μεγάλες εταιρίες που είναι μέλη πολυεθνικών ή ελληνικών ομίλων, ζητώντας παράλληλα από βιομηχάνους και εμπόρους να μειώσουν τις τιμές.
Ωστόσο σ΄ αυτή τη δυσχερή συγκυρία το κράτος αναδεικνύεται για μια ακόμα φορά σε βασικό «δράστη» της ακρίβειας. Πιέζει τους επιχειρηματίες να «κρατήσουν» τις τιμές παρά τη μείωση των πωλήσεών τους, τη στιγμή που θεσπίζει απανωτά πακέτα αύξησης των έμμεσων και άμεσων φόρων. Αυτό δίνει την ευκαιρία σε κλάδους όπου δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός σωστά, να προβούν σε συνεχείς ανατιμήσεις και στρογγυλοποιήσεις.
Χαρακτηριστικό καθημερινό παράδειγμα ανατιμήσεων με κάθε αφορμή αποτελούν και οι λαϊκές αγορές όπου και μόνο η υποχρέωση χρησιμοποίησης ταμειακών μηχανών έδωσε προσφάτως την ευκαιρία και αποτέλεσε το πρόσχημα απανωτών αυξήσεων στις τιμές οπωροκηπευτικών. Κι αυτό πέρα από το γεγονός ότι υπάρχουν και σ’ αυτές τις αγορές άτυπα «καρτέλ» που μηδενίζουν τον ανταγωνισμό και καθορίζουν κάθε φορά το ύψος των τιμών.
Έτσι από τη μια μεριά μπορεί να υπάρξει μείωση τιμών ορισμένων προϊόντων θεωρητικά. Ουσιαστικά όμως η αύξηση ή η επιβολή νέων φόρων αντί να επιφέρει ουσιαστική μείωση τιμών, μπορεί το πολύ – πολύ να σταθεροποιήσει τις τιμές κάποιων προϊόντων, τη στιγμή που θα ανατιμώνται άλλα περισσότερα.
Σήμερα οι επιχειρήσεις και οι λιανοπωλητές χαράσσουν τη στρατηγική τους υπό το βάρος της μεγάλης μείωσης της ζήτησης. Το οξύμωρο είναι ότι την ίδια στιγμή το κράτος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανατιμήσεις, τόσο σε προϊόντα, όσο και σε υπηρεσίες.
Πόσο εφικτή είναι υπό τις συνθήκες αυτές ή μείωση των τιμών και η ανακούφιση της ελληνικής οικογένειας, πολύ εύκολα το αντιλαμβάνεται κανείς χωρίς να χρειάζεται γνώσεις οικονομολόγου.
Το «καμουφλάζ» της προσπάθειας για συγκράτηση του κύματος ακρίβειας είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Οι μεν καταναλωτές δεν πρόκειται να βρουν φθηνά προϊόντα στα ράφια των καταστημάτων, οι δε μεγαλοεπιχειρηματίες, οι πολυεθνικές και οι βιομηχανίες θα βρουν και πάλι τρόπους να αυξήσουν την κερδοφορία τους εκμεταλλευόμενοι τις αυξήσεις των φορών, που θα τις περάσουν στο διπλάσιο στην κατανάλωση ως «προπέτασμα καπνού», για νέες κάθε φορά ανατιμήσεις.
Τα «καρτέλ» αυτού του είδους τις μόνες «συμφωνίες κυρίων» που γνωρίζουν είναι αυτές που συνάπτουν μεταξύ τους. Αυτό το ξέρει φυσικά και η Κυβέρνηση, αλλά απλώς χρησιμοποιεί το τέχνασμα των δικών της «συμφωνιών» με τους επιχειρηματίες σαν «στάχτη στα μάτια» των καταναλωτών που ματαίως θα προσδοκούν μειώσεις τιμών.
Τα «καρτέλ» που καθορίζουν τις τιμές και τους κανόνες στην αγορά, πιστεύουν ακόμα ότι ο καταναλωτής όσο στύβεται τόσο περισσότερο ζουμί βγάζει. Αλλά μάλλον ήρθε η ώρα να διαψευσθούν. Η πτώση των πωλήσεων και η μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων αποτελούν προειδοποιητικά σημάδια. Ήδη το λογαριασμό διάσωσης του «συστήματος» τον πληρώνουν οι μικροεπαγγελματίες και οι μικρέμποροι με την ερήμωση της αγοράς. Ο πολίτης καταναλωτής αντιλαμβάνεται σιγά – σιγά αλλά αναπόφευκτα, ότι η διάσωση του ίδιου μηχανισμού που οδήγησε στη χρεοκοπία της αγοράς θα αναπαράγει τα ίδια προβλήματα. Και το χειρότερο, το επίπεδο διαβίωσής του θα υποβαθμιστεί ακόμα περισσότερο.
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο οικονομικό, όσο είναι πολιτικό. Κι όσο η πολιτική ηγεσία κάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι «ο κόμπος έφτασε στο χτένι» κι ότι το «ζωνάρι» του καταναλωτή δεν έχει άλλες τρύπες, τόσο τα πράγματα θα χειροτερεύουν στην αγορά περιμένοντας την έκρηξη.